Eίναι η Ακρόπολη ακίνητο του ελληνικού δημοσίου;

Eίναι η Ακρόπολη ακίνητο του ελληνικού δημοσίου;

Των Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη και Στυλιανού-Ιωάννη Γ. Κουτνατζή *

Στα μέσα Σεπτεμβρίου 2018 τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν, μάλλον τυχαία, σε απόφαση του Υπουργού Οικονομικών του Ιουνίου 2018 που προέβλεπε τη μεταβίβαση στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.» (ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε.), θυγατρική του λεγόμενου «Υπερταμείου» (της «Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας») που δεν ανήκει στο δημόσιο τομέα, 10.119 ακινήτων του δημοσίου, μεταξύ των οποίων μνημείων και άλλων ακινήτων πολιτιστικού ενδιαφέροντος.

Ο συγκεκριμένος προσδιορισμός των εν λόγω ακινήτων είναι όμως, ακόμη και σήμερα, αδύνατος: Η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών απλώς παραπέμπει σε προηγούμενη εξουσιοδοτική απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, η οποία με τη σειρά της εξειδικεύει τα μεταβιβαζόμενα ακίνητα απλώς στη βάση του Κωδικού Αριθμού Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ).

Τόσο η υπόθεση αυτή όσο και η εξέλιξή της, σχεδόν τέσσερις μήνες μετά, αναδεικνύουν αρκετές από τις θεσμικές παθογένειες που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Η ανωτέρω διαδικασία θέτει δύο ζητήματα συνταγματικής τάξης: το πρώτο εξ αυτών απορρέει από την αρχή της καλής νομοθέτησης, το δεύτερο ανάγεται στην ουσιαστική αντισυνταγματικότητα των σχετικών κυβερνητικών πεπραγμένων σε σχέση με το άρθρο 24 του Συντάγματος, καθ' ό μέτρο αυτό προστατεύει και το πολιτιστικό περιβάλλον.

Όπως προκύπτει από τη μελέτη των σχετικών στοιχείων, οι ανωτέρω κυβερνητικές αποφάσεις οδήγησαν στη συλλήβδην μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου χωρίς προηγούμενο έλεγχο ως προς τη συνδρομή ή μη των νόμιμων προϋποθέσεων.

Μετά από την αποκάλυψη του ζητήματος, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού διακήρυξε την πρόθεση της εκ των υστέρων επιστροφής των μνημείων και άλλων ακινήτων για τη μεταβίβαση των οποίων δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Η διαδικασία αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαιτέρως προβληματική:

Οι επιταγές της καλής νομοθέτησης που πρέπει να τηρούνται και κατά την άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητας της διοίκησης επιβάλλουν την εκ των προτέρων πλήρη γνώση ως προς το περιεχόμενο της θεσπιζόμενης ρύθμισης, χωρίς να αρκούνται στην επιγενόμενη και εξ ανάγκης κάλυψη των πιθανών ατελειών της.

Σύμφωνα με δελτίο τύπου του Υπουργείου Πολιτισμού της 22ας Νοεμβρίου 2018, είχε ολοκληρωθεί ο έλεγχος των 10.119 ακινήτων και είχε ήδη διαβιβασθεί στον Υπουργό Οικονομικών ο κατάλογος των ακινήτων που, σύμφωνα με το νόμο, οφείλουν να εξαιρεθούν από τη μεταβίβαση.

Παρόλα αυτά, ο εν λόγω κατάλογος δεν έχει ακόμη δημοσιοποιηθεί. Ούτε ο Υπουργός Οικονομικών έχει ανταποκριθεί σε σχετικό αίτημα του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, ούτε η Υπουργός Πολιτισμού σε σχετική αίτηση κατάθεσης εγγράφων εκ μέρους της υπεύθυνης Πολιτισμού της Κ.Ο. της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πρέπει εν προκειμένω να επισημανθεί με έμφαση ότι η παράλειψη αυτή δεν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα.

Αντίκειται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διαφάνειας της κρατικής δράσης, ως βασικής συνιστώσας τόσο της δημοκρατικής όσο και της κοινοβουλευτικής αρχής. Δευτερογενώς, αντίκειται επίσης στην κατοχύρωση της αίτησης κατάθεσης εγγράφων ως μέσου κοινοβουλευτικού ελέγχου.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 133 του Κανονισμού της Βουλής, ο αρμόδιος Υπουργός οφείλει είτε να αποστείλει στη Βουλή τα ζητούμενα έγγραφα, είτε να αναφέρει σε αυτή τους λόγους για τους οποίους η κατάθεση δεν είναι δυνατή ενώ υποχρεούται να μην καταθέσει έγγραφα που αφορούν διπλωματικό ή στρατιωτικό ή σχετικό με την ασφάλεια του Κράτους μυστικό.

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η διατύπωση του Κανονισμού της Βουλής δεν είναι απαλλαγμένη από ασάφειες, καθώς φαίνεται να καταλείπει στον αρμόδιο Υπουργό την ευχέρεια να αρνηθεί την ικανοποίηση του σχετικού αιτήματος, με απλή επίκληση αδυναμίας κατάθεσης των σχετικών εγγράφων.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, εν προκειμένω το ζήτημα δύσκολα επιδέχεται αμφισβήτησης: Εφόσον ο έλεγχος των ακινήτων έχει ολοκληρωθεί και ο σχετικός κατάλογος έχει διαβιβασθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού στο Υπουργείο Οικονομικών (σύμφωνα με τη διαβεβαίωση του δελτίου τύπου της 22ας Νοεμβρίου 2018), τυχόν επίκληση αδυναμίας κατάθεσης του σχετικού εγγράφου στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου είναι αντιφατική και συνεπώς ανεπίτρεπτη.

Το ζήτημα, όμως, έχει και μια περαιτέρω ουσιαστική και ιδιαιτέρως κρίσιμη διάσταση. Μόνο μέσω της δημοσιοποίησης του σχετικού καταλόγου, θα καταστεί δυνατός ο έλεγχος ως προς την τήρηση ή όχι της συνταγματικής υποχρέωσης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, των μνημείων, των παραδοσιακών περιοχών και στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος.

Η εν λόγω υποχρέωση κατοχυρώνεται ως υποχρέωση του συνόλου των οργάνων του κράτους, ανεξαρτήτως της κρατικής λειτουργίας στην οποία αυτά εντάσσονται, οργανικά και οργανωτικά. Ως πολιτιστικό περιβάλλον, νομικά, εκλαμβάνεται κάθε ανθρωπογενής επέμβαση στη φυσικό περιβάλλον.

Τα αποτελέσματα της ανθρωπογενούς αυτής επέμβασης απολαμβάνουν πρόσθετης θεσμικής μέριμνας, εάν έχουν επέλθει προ του 1453, ως αρχαιολογικά μνημεία. Είναι περιττό να τονισθεί η πολλαπλή σημασία των μνημείων αυτών όχι μόνο για τους Έλληνες πολίτες και τον μείζονα ελληνισμό, αλλά και για τον πολιτισμένο κόσμο εν γένει.

Αρκεί να θυμηθούμε τον Μακρυγιάννη («για τούτες εδώ τις πέτρες πολεμήσαμε») και τον Σεφέρη («τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα»). Είναι σαφές ότι μέσω της παροχής των σχετικών στοιχείων θα εξασφαλισθεί, επίσης, η τήρηση των επιταγών του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου ως προς την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η μεταβίβαση των ακινήτων του δημοσίου στην ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε. αναδεικνύει παραδειγματικά ένα τρίπτυχο παθογενειών: προχειρότητα κατά τη νομοθέτηση, πλημμελή ανταπόκριση σε πληθώρα συνταγματικών υποχρεώσεων, αβεβαιότητα ως προς την εκπλήρωση ουσιαστικών συνταγματικών επιταγών. Πέρα και πάνω από τις όποιες δυνατές θεσμικές παρεμβάσεις, η αντιμετώπιση τέτοιων παθογενειών προϋποθέτει συνεπή τήρηση των υφιστάμενων νομικών δεσμεύσεων εκ μέρους όλων των κρατικών οργάνων.

? Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και ο κ. Στυλιανός - Ιωάννης Γ. Κουτνατζής λέκτορας στην ίδια σχολή