Τα «best seller» της φετινής Art Basel

Τα «best seller» της φετινής Art Basel

Η πρώτη «μεταπανδημική» Art Basel έριξε αυλαία πριν από λίγες ημέρες, αφήνοντας μια αισιόδοξη μάλλον αίσθηση τόσο στους συμμετέχοντες γκαλερίστες, όσο και στους διοργανωτές. Το φετινό ταξίδι στο Ρήνο δυσκόλεψε το γενικευμένο κλίμα φόβου, αλλά και η ταξιδιωτική οδηγία χωρών όπως οι Η.Π.Α., που κράτησε μακριά από την Ελβετία αρκετούς συλλέκτες λόγω των αυξανόμενων κρουσμάτων της COVID-19.

Για το λόγο αυτό, η έκθεση δημιούργησε, για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού, ένα «εφάπαξ ταμείο αλληλεγγύης» ύψους περίπου 1,6 εκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο παρείχε έκπτωση 10% στους 272 εκθέτες. Σε μία ένδειξη ουσιαστικής αλληλεγγύης, αρκετοί από τους μεγάλους «παίκτες» εξαιρέθηκαν από το μερίδιό τους, αυξάνοντας έτσι το ποσοστό έκπτωσης για τις μικρότερες γκαλερί.

Πάντως, η μικρή καθυστέρηση στη διεξαγωγή της φουάρ στα τέλη του Σεπτεμβρίου αντί του καθιερωμένου Ιουνίου, φάνηκε τελικά ευεργετική καθώς ενθάρρυνε πολύ κόσμο να επισκεφθεί την έκθεση μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, κι ενισχύθηκε σημαντικά από την εξέλιξη των εμβολιαστικών προγραμμάτων στις χώρες της Δύσης.

Βεβαίως, έξω από τη Messeplatz είχε στηθεί μια τεράστια σκηνή όπου οι επισκέπτες λάμβαναν ειδικά βραχιόλια πιστοποίησης εμβολιασμού και χρήσης self-test, ενώ όλοι ανεξαιρέτως φορούσαν μάσκες (με το προσωπικό της Art Basel να περιφέρεται και να επιβάλλει ευγενικά τη χρήση τους σε όλες τις αίθουσες).

Κι όμως, παρά τα «νέα ήθη» που επέβαλε η πανδημία, η έκθεση ολοκληρώθηκε χωρίς παρατράγουδα με τους περισσότερους γκαλερίστες να φεύγουν ικανοποιημένοι από τις πωλήσεις. «Βασίλισσα» και φέτος αναδείχτηκε η παραστατική ζωγραφική, την οποία σταθερά οι συλλέκτες αγαπούν να αγοράζουν.

Μπορεί η προσέλευση των συλλεκτών να περιορίστηκε στις ευρωπαϊκές χώρες (στους χώρους άκουγες σχεδόν αποκλειστικά, γαλλικά και γερμανικά), αλλά το γεγονός δε φάνηκε να επηρεάζει τις πωλήσεις. «Η Ευρώπη διαθέτει απίστευτη διείσδυση στο φιλότεχνο κοινό, αλλά και εύρος συλλογών», δηλώνει στο Artsy ο διευθυντής της Art Basel Μαρκ Σπίγκλερ, εξηγώντας ότι «οι δικηγόροι και οι οδοντίατροι της Γερμανίας, οι συμβολαιογράφοι της Ιταλίας έδωσαν το “παρών” και ήταν εξαιρετικά ευτυχείς που και φέτος το πέτυχαν».

Η γκαλερί Kasmin της Νέας Υόρκης παρουσίασε στο περίπτερό της αποκλειστικά δουλειά του Lee Krasner κι από την πρώτη κιόλας ημέρα πούλησε τα περισσότερα από τα 10 μικρά σε διάσταση έργα σε κάρβουνο (το καθένα στην τιμή των 150.000 δολαρίων). Παρόμοια, το «κόσμημα» της έκθεσης, ένα έργο κολάζ με τίτλο Present Subjunctive (1976), πουλήθηκε την Παρασκευή που άνοιξε η έκθεση στο κοινό, για 1,4 εκατομμύρια δολάρια.

Απόρροια της πανδημίας που αλλάζει ριζικά τον τρόπο οργάνωσης των φουάρ, είναι η εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας τόσο από τους εκθέτες, αλλά κι από τους συλλέκτες. Για παράδειγμα, ορισμένες γκαλερί –ειδικά αυτές από την Κίνα, όπως οι Vitamin Creative Space και η ShanghART Gallery– είχαν στείλει έργα, χωρίς προσωπικό. Τα περίπτερά τους στελεχώθηκαν από εργαζόμενους της Art Basel και οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές συνδέθηκαν με το προσωπικό της γκαλερί μέσω iPad. Παράλληλα, υπήρχαν συλλέκτες που δεν μπορούσαν να έχουν φυσική παρουσία και παρουσιάζονταν μέσω βιντεοκλήσης σε περίπτερα όπως της «Fortes D'Aloia & Gabriel» και της «Carlos/Ishikawa».

Alice Neel, Dr. Coleman, 1968

Αισθητές έγιναν και οι ψηφιακές πωλήσεις, με την γκαλερί Nagel Draxler να έχει ετοιμάσει στο περίπτερό της ένα δωμάτιο γεμάτο από φυσικά έργα που πωλήθηκαν ως NFTs. Υπήρξαν μάλιστα έργα που τιμολογήθηκαν σε κρυπτονόμισμα, όπως αυτό της Olive Allen με αναφορά στη «μεταθανάτια ζωή» των κατεστραμμένων ή «καμένων» NFT (πωλήθηκαν την πρώτη ημέρα της έκθεσης για 25.000 ευρώ).

«Η τέχνη είναι τέχνη, αλλά θέλαμε κάτι ξεχωριστό» εξηγεί η διευθύντρια της γκαλερί Clara Gehlen, η οποία επισημαίνει την τεράστια εμπορική απήχηση των NFTs ως να μην είναι κι αυτά τέχνη. «Κάποια από αυτά πωλούνται από μόνα τους, χωρίς καμία προσπάθεια. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να προσελκύσουμε τους παραδοσιακούς αγοραστές τέχνης σε αυτήν την αγορά» απορεί κι αυτό φαίνεται να είναι το στοίχημα για το άνοιγμα της ψηφιακής αγοράς.

Μετά την αναδρομική έκθεση που της αφιέρωσε το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης (Met), η Alice Neel ήταν κυριολεκτικά παντού, με ιδιαιτέρως ελκυστικά έργα στην έκθεση Victoria Miro, όπου οι τιμές τους κυμαίνονταν μεταξύ 200.000 και 1,4 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Βέλγος γκαλερίστας Xavier Hufkens πούλησε επίσης ένα σχέδιο του Αμερικανού καλλιτέχνη, καθώς και ένα της Louise Bourgeois για περίπου 125.000 δολάρια.

Ο Simon Devolder, με έδρα τις Βρυξέλλες, διέθεσε σε συλλέκτες από την Ασία ένα γλυπτό του γνωστού μας από την έκθεση στη Δήλο, Antony Gormley, για περίπου 400.000 λίρες (547.000 δολαρίων) και έναν πίνακα του Κινέζου Zhang Enli περίπου στην ίδια τιμή, δείχνοντας ότι οι Ασιάτες αγοραστές, σε αντίθεση με τους Αμερικανούς, είχαν ηχηρό πέρασμα από τη Βασιλεία.

Κοιτώντας τα ονόματα που πρωταγωνίστησαν, η Massimodecarlo πούλησε δύο έργα από την τελευταία δουλειά του φημισμένου Maurizio Cattelan. Φτιαγμένο από ατσάλι, το έργο «NIGHT» (2021) πουλήθηκε για 1,2 εκατομμύρια ευρώ και το Ghosts (2021), μια εγκατάσταση εμπνευσμένη από τα περιστέρια, για 475.000 ευρώ. Η γκαλερί πούλησε επίσης έναν πίνακα της Jennifer Guidi, για 300.000 και ένα έργο με βάση το πάπλωμα του Sanford Biggers, προς 85.000 δολ.

Η γκαλερί David Kordansky πούλησε τον πίνακα του Rashid Johnson «Seascape Waterfront» (2021) προς 850.000 δολάρια και δύο έργα της Mary Weatherford, το καθένα για 400.000 δολάρια. Η γκαλερί Paula Cooper διέθεσε πίνακα της Cecily Brown από 500.000 έως 600.000 δολάρια και το έργο του David Hammons (με τίτλο «Ζωγραφισμένη κοπριά ελέφαντα σε κουνιστή καρέκλα») στην ίδια περίπου τιμή. Η γκαλερί Lehmann Maupin πούλησε πέντε έργα του Nari Ward, για τιμές που κυμαίνονται από 120.000 έως 900.000 – ένα από αυτά πήγε σε εξέχον μουσείο της Σαγκάης. Η γκαλερί πούλησε επίσης έναν πίνακα του Angel Otero σε ευρωπαϊκό ίδρυμα έναντι 140.000 δολαρίων.

Lee Krasner, Nude Study from Life, 1940

Η Sprüth Magers έδωσε μια φωτογραφία του Andreas Gursky σε αμερικανό συλλέκτη για 750.000 ευρώ, ένα έργο της Barbara Kruger σε ασιατική συλλογή για 750.000 δολάρια και ένα κολάζ της Kara Walker για 300.000 δολ.

Στα «ακριβά» έργα ξεχώρισε όπως ήταν αναμενόμενο, ο Jean-Michel Basquiat με ένα δίπτυχο του 1983 (Hardware Store) να προσφέρεται για 40 εκατομμύρια δολάρια από το περίπτερο της Van de Weghe. Πιο κάτω, συναντούμε τον διακεκριμένο σύγχρονο αφροαμερικανό Kerry James Marshall (γ. 1955) να διαθέτει έργο του στην γκαλερί Jack Shainman για 5 εκατομμύρια δολάρια. Η White Cube διέθεσε έργο του Μάρκ Μπράντφορντ, το Kryptonite (2006), στην τιμή των 4,95 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ οι Blum & Poe πούλησαν πίνακα του Mark Grotjahn για 4 εκατομμύρια δολάρια και δύο πίνακες του Yoshitomo Nara προς 1,75 εκατομμύρια δολάρια τον καθένα.

Από τη Lévy Gorvy έφυγε πίνακας του Αμερικανού Ellsworth Kelly για 3,5 εκατομμύρια δολάρια. Οι Hauser & Wirth πούλησαν έργο του Philip Guston (1975) για 6,5 εκατομμύρια δολάρια, ένα γλυπτό του Ντέιβιντ Σμιθ για 5,5 εκατομμύρια δολάρια και μια πρόσφατη ελαιογραφία του George Condo για 1,95 εκατομμύρια δολάρια. Από έργα μεγάλης κλίμακας, ο Thaddaeus Ropac διέθεσε έργο του Robert Rauschenberg (1984) σε ευρωπαϊκό μουσείο για 4,5 εκατομμύρια δολάρια.

Η φετινή Art Basel, έστω με δυσκολίες, κατάφερε να λειτουργήσει κι αυτό πρέπει να κρατήσουμε. Σίγουρα, πολλές πωλήσεις ήταν προκαθορισμένες ή πραγματοποιήθηκαν μέσω διαδικτύου, καθιστώντας την ίδια την έκθεση μια μάζωξη της ελίτ του κόσμου της τέχνης. Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη, η πιο σημαντική, είναι ότι συνιστά μια υπενθύμιση για το ότι η αγορά κλείνει τα τραύματά της και δείχνει σημάδια σοβαρής ανάκαμψης.