Οι ΗΠΑ μετασχηματίζουν το μοντέλο των επιχειρήσεων εθνικής ασφάλειας
Διεθνείς αγορές

Οι ΗΠΑ μετασχηματίζουν το μοντέλο των επιχειρήσεων εθνικής ασφάλειας

Οι ΗΠΑ έχουν μακρά ιστορία παρέμβασης σε βιομηχανίες, κυρίως όσον αφορά την εθνική άμυνα.

Ωστόσο, οι προηγούμενες παρεμβάσεις ήταν συχνά προσωρινές και συνήθως έπαιρναν τη μορφή διασώσεων για να αποτρέψουν την πτώχευση ενός σημαντικού παράγοντα σε έναν κρίσιμο κλάδο ή συνέβαιναν κατά τη διάρκεια πολέμων ή οικονομικών κρίσεων.

Για παράδειγμα όπως μας θυμίζει σχετικό ρεπορτάζ του CNBC, μετά την οικονομική κρίση του 2008 η κυβέρνηση των ΗΠΑ αγόρασε πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της General Motors προκειμένου να αποτρέψει την κατάρρευση της αυτοκινητοβιομηχανίας. Εν τέλη πούλησε τις μετοχές της με ζημία για τον Αμερικανό φορολογούμενο. 

Ακόμα πιο παλιά, κατά τη δεκαετία του 1970, ο γίγαντας της άμυνας Lockheed και η αυτοκινητοβιομηχανία Chrysler έλαβαν επίσης κρατικές διασώσεις.

Κατά τη διάρκεια του Α′ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πρόεδρος Γουίλσον εθνικοποίησε τους σιδηροδρόμους , αλλά τους επέστρεψε σε ιδιωτική ιδιοκτησία λίγα χρόνια μετά, ενώ η κυβέρνηση Ρούσβελτ έκανε σαρωτικές παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης και του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου, από την ίδρυση της Αρχής της Κοιλάδας του Τενεσί -TVA- έως την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων στην παραγωγική ικανότητα της χώρας.(σ.σ: H TVA ήταν οργανισμός που ιδρύθηκε το 1933 για την ανάπτυξη 7 Πολιτειών των ΗΠΑ μέσω της διαχείρισης των υδάτινων πόρων, της παραγωγής ενέργειας, της πρόληψης πλημμυρών και άλλων έργων υποδομής).

Σήμερα οι ΗΠΑ δεν αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση ή πόλεμο με την κλασική έννοια του όρου. Όμως οι διαταραχές των εφοδιαστικών αλυσίδων κατά τη διάρκεια της πανδημίας της Covid-19 και η εθνικιστική οικονομική πολιτική του Ντόναλτ Τραμπ έχουν γυρίσει το κεφάλαιο των εμπορικών και διπλωματικών ισορροπιών τουλάχιστον επτά δεκαετίες πίσω. 

Η επιστροφή του ανταγωνισμού των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα πρωτίστως τις ώθησε να θέλουν να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις το μοντέλο της Κίνας.

Βλέπετε, οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν ολοένα και περισσότερο ότι το οικονομικό μοντέλο της Κίνας βασίζεται στην πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα που πλημμυρίζει με προϊόντα τις παγκόσμιες αγορές με τρόπους που δυσκολεύουν τον ανταγωνισμό.

Αυτό σε συνδυασμό με την κυριαρχία της Κίνας στην αλυσίδα εφοδιασμού σπάνιων γαιών θορύβησαν τις ΗΠΑ, πόσο μάλλον όταν τον Απρίλιο το Πεκίνο επέβαλε περιορισμούς στις εξαγωγές τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, με αποτέλεσμα να τις αναγκάσει να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ο τρίτος γύρος των οποίων ξεκίνησε χθες στην Στοκχόλμη. 

Κάντο όπως η Κίνα

Προκειμένου οι ΗΠΑ να «γυρίσουν» το παιχνίδι ,είναι εμφανές ότι έχουν αποφασίσει περισσότερη κρατική παρέμβαση σε κρίσιμους βιομηχανικούς τομείς, με την κυβέρνηση Τραμπ να είναι πρόθυμη να αγοράσει ακόμα και απευθείας μετοχές εισηγμένων στο χρηματιστήριο.

Πρόσφατα το Πεντάγωνο αγόρασε μερίδιο αξίας 400 εκατομμυρίων δολαρίων στην εταιρεία εξόρυξης σπάνιων γαιών MP Materials, κάτι που το κατέστησε τον μεγαλύτερο μέτοχο της εταιρείας με ποσοστό 15%. Πιο συγκεκριμένα το Υπουργείο Άμυνας αγόρασε μια νέα κατηγορία προνομιούχων μετοχών μετατρέψιμων σε κοινές μετοχές και ένα warrant που θα του επιτρέπει να αγοράσει πρόσθετες κοινές μετοχές της Εταιρείας.

Πρόκειται για μια πρωτοφανή υποστήριξη εταιρείας εξόρυξης από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. 

Η MP Materials θα χρησιμοποιήσει την κρατική επένδυση, μαζί με μια γραμμή χρηματοδότησης 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων από την JPMorgan Chase και την Goldman Sachs για να χρηματοδοτήσει την κατασκευή της δεύτερης εγχώριας μονάδας παραγωγής μαγνητών σε μια τοποθεσία που δεν έχει ακόμη αποφασιστεί.

Η εταιρεία συμφώνησε επίσης σε μια 10ετή συμφωνία με το Υπουργείο Άμυνας, καθιερώνοντας την κυβέρνηση ως μακροπρόθεσμο πελάτη των σπάνιων γαιών της με κατώτατη τιμή 110 δολάρια ανά κιλό.

Επί της ουσίας πρόκειται για τη μεγαλύτερη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα που είχε ποτέ η μεταλλευτική βιομηχανία στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεδομένου ότι ιστορικά το Υπουργείο Άμυνας δεν είχε ποτέ ένα τέτοιο ποσοστό μετοχικής συμμετοχής σε μια μεταλλευτική εταιρεία. 

Η μετοχή της MP Materials σημείωσε άνοδο 50% την ημέρα της συμφωνίας με το Υπουργείο Άμυνας, ενώ μέχρι σήμερα διπλασίασε την τιμή της. Από την αρχή δε του έτους σημειώνει άνοδο 286%, δεδομένου ότι και πριν την κίνηση του Υπουργείου Αμύνης, η  κυβέρνηση Τραμπ είχε δηλώσει ότι η μείωση της εξάρτησης των ΗΠΑ από άλλα έθνη όπως η Κίνα για τις σπάνιες γαίες αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα. Ως εκ τούτου, οι μετοχές της MP αλλά δευτερευόντως και της USA Rare Earth έχουν ενισχυθεί φέτος χάρη σε αυτή τη δέσμευση .

Αν δε θυμηθούμε και την περίπτωση της US Steel, βλέπουμε ότι η κυβέρνηση Τραμπ έχει αποκτήσει άμεσα μερίδια σε εταιρείες σε κλίμακα που σπάνια παρατηρείται στις ΗΠΑ εκτός περιόδων πολέμου ή οικονομικής κρίσης.(σ.σ:Να υπενθυμίσουμε ότι ο Τραμπ ασκεί πλέον προσωπικά εκτεταμένο δικαίωμα βέτο σε σημαντικές επιχειρηματικές αποφάσεις που λαμβάνει ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός χάλυβα της χώρας. Βλέπετε, η «χρυσή μετοχή» του προέδρου στην US Steel είναι παρόμοια με την εθνικοποίηση μιας εταιρείας, αν και δεν συνοδεύεται με τα οφέλη που λαμβάνει κανονικά μια εταιρεία, όπως οι άμεσες επενδύσεις από την κυβέρνηση).

Το συμπέρασμα είναι ότι η μοναδική επιρροή του Τραμπ στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του δίνει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει σε εταιρείες σε κλίμακα που θα ήταν πολιτικά δύσκολη για έναν Δημοκρατικό πρόεδρο.

Όπως εύστοχα σημειώνουν αρκετοί αναλυτές της αγοράς, ένας Δημοκρατικός θα είχε κατηγορηθεί ότι είναι κομμουνιστής και πολλοί άλλοι Ρεπουμπλικάνοι πιθανότατα δεν θα ένιωθαν άνετα να κινηθούν προς αυτή τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, λόγω της μεγαλύτερης δέσμευσής τους «στις αρχές της αγοράς». Ο Τραμπ όμως έχει καταφέρει να διευρύνει το φάσμα των δυνατοτήτων που επιτρέπονται στις ΗΠΑ όσον αφορά την κρατική παρέμβαση στις αγορές, χωρίς ιδιαίτερες αντιρρήσεις.

Εν ολίγοις, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, το οποίο παραδοσιακά υποστήριζε τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς, τον τελευταίο καιρό υιοθετεί την κρατική παρέμβαση σε βιομηχανίες που θεωρούνται σημαντικές για την εθνική ασφάλεια.

Πρόκειται για μια σχεδόν ιστορική στιγμή κατά την οποία λαμβάνει χώρα μια επανεκτίμηση των οικονομικών αρχών της προηγούμενης γενιάς σχετικά με την αποτελεσματικότητα των αγορών και του ελεύθερου εμπορίου. 

Το ερώτημα βέβαια που τίθεται εδώ είναι εάν η κρατική παρέμβαση μπορεί να λύσει την αποτυχία της ελεύθερης αγοράς να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια σε κλάδους όπως οι σπάνιες γαίες.

Ανεξαρτήτως της απάντησης που δίνει ο καθένας μας, ένα είναι σίγουρο:

Θα πρέπει να περιμένουμε περισσότερες παρεμβάσεις στον βιομηχανικό τομέα των ΗΠΑ, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ αναπτύσσει απροκάλυπτα μια πολιτική παρεμβάσεων προκειμένου να υποστηρίξει πιο ενεργά τις αμερικανικές εταιρείες σε στρατηγικούς κλάδους έναντι του κρατικά υποστηριζόμενου ανταγωνισμού από την Κίνα.

Άλλωστε όσοι αρέσκονται στην αλίευση ειδήσεων από τα «ψιλά γράμματα» της αγοράς, θα θυμούνται τις δηλώσεις του Υπουργού Εσωτερικών Νταγκ Μπέργκουμ τον Απρίλιο ότι «η κυβέρνηση των ΗΠΑ ίσως χρειαστεί να κάνει επένδυση μετοχικού κεφαλαίου σε καθεμία από αυτές τις εταιρείες που αντιμετωπίζουν την Κίνα σε κρίσιμα ορυκτά».

Μέσα από αυτή την οπτική γωνία, ο κλάδος των σπάνιων γαιών όπως και κάθε κλάδος που εμπλέκεται σε θέματα εθνικής ασφαλείας – δορυφόροι, τηλεπικοινωνίες, ημιαγωγοί, ΑΙ, κυβερνοασφάλεια, άμυνας, κ.ο.κ - αποκτούν νέο ενδιαφέρον όσον αφορά τη μελλοντική μετοχική τους σύνθεση.


[email protected]

Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.