Η νέα οικονομική πορεία των ΗΠΑ

Η νέα οικονομική πορεία των ΗΠΑ

Η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκεται σήμερα σε ένα καθοριστικό σταυροδρόμι, καθώς το νέο, «μεγάλο, όμορφο νομοσχέδιο» που ψηφίστηκε πρόσφατα, φιλοδοξεί να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να θέσει τις βάσεις για μια διατηρήσιμη, μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.

Πρόκειται για ένα νομοθέτημα που συνδυάζει δασμούς, φορολογικά κίνητρα, απορρύθμιση και στρατηγικές επενδύσεις, με στόχο να επαναφέρει την παραγωγή και τη βιομηχανία εντός των ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα ανοίγει τον δρόμο για την αξιοποίηση της Tεχνητής Nοημοσύνης (AI) ως κινητήριας δύναμης της νέας βιομηχανικής εποχής. Η επιβολή γενικού δασμού 10% στις εισαγωγές και η διολίσθησης του δολαρίου προς το 20%, κάνει την εισαγωγές 30% ακριβότερες οπότε δημιουργούνται ευκαιρίες για παραγωγή εντός των ΗΠΑ και υποκατάσταση των εισαγωγών. Αυτή η τάση θα συμβάλλει στην μείωση του τεράστιου εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ ύψους $1,2 τρισ. 

Ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους του νομοσχεδίου είναι η στρατηγική χρήση των δασμών, όχι μόνο για την ενίσχυση των εσόδων, αλλά και για την επαναφορά των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στις ΗΠΑ. Οι δασμοί λειτουργούν ως εργαλείο πίεσης για την αναδιάρθρωση της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, εξισορροπώντας το πεδίο για τις αμερικανικές επιχειρήσεις και επιδιώκοντας μια δικαιότερη εμπορική πρακτική. Η λογική είναι απλή: αν οι ΗΠΑ μπορούν να ενισχύσουν την παραγωγική τους βάση, η χώρα θα μπορεί να εξασφαλίσει μακροχρόνια ευημερία και οικονομική σταθερότητα, θα μειώσει τα επιτόκια και θα μειωθεί το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων που απορροφούν τον 20% των κρατικών εσόδων.

Το νομοσχέδιο προσφέρει 100% απόσβεση για εξοπλισμό και εργοστάσια που επανέρχονται στις ΗΠΑ. Οι επιχειρήσεις που επενδύουν στην τοπική παραγωγή έχουν τη δυνατότητα να αφαιρούν πλήρως το κόστος αυτών των επενδύσεων, ενισχύοντας την κερδοφορία τους και καθιστώντας πιο ελκυστική την επιστροφή βιομηχανικών εγκαταστάσεων εντός της χώρας. Οι φορολογικές περικοπές, που έγιναν μόνιμες, δίνουν στις επιχειρήσεις και στους πολίτες την ασφάλεια ότι η παρούσα οικονομική πολιτική δεν είναι ένα προσωρινό μέτρο, αλλά μια σταθερή στρατηγική.

Ένα ακόμη καθοριστικό στοιχείο είναι η απορρύθμιση, την οποία η κυβέρνηση Τραμπ προώθησε με στόχο να επιταχύνει την υλοποίηση βιομηχανικών έργων. Η γραφειοκρατία, που για χρόνια καθυστερούσε την ανάπτυξη εργοστασίων, αγωγών και δικτύων μεταφοράς, έχει περιοριστεί, καθώς οι αρμόδιες υπηρεσίες, και το υπουργείο Ενέργειας, έχουν λάβει εντολή να εκδίδουν άδειες εντός ενός μήνα. Αυτή η πολιτική προσφέρει τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να επιστρέψουν σε μια εποχή όπου δημιουργούνται νέες επιχειρήσεις δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας και υποστηρίζοντας την οικονομική ανάπτυξη μέσω επενδύσεων σε υποδομές.

Η άνθηση της Τεχνητής Νοημοσύνης αποτελεί τον δεύτερο πυλώνα του οικονομικού μετασχηματισμού. Βιώνουμε μια τεχνολογική έκρηξη, την οποία αρκετοί χαρακτηρίζουν ως την τρίτη, τέταρτη ή ακόμα και πέμπτη βιομηχανική επανάσταση. Οι μεγαλύτεροι τεχνολογικοί «κολοσσοί» –οι λεγόμενοι «υπερ-πάροχοι» (hyperscalers)– επενδύουν σε πρωτοφανή κλίμακα, κατασκευάζοντας και λειτουργώντας υπερυπολογιστές που αλλάζουν τα δεδομένα σε κάθε τομέα της οικονομίας.

Η κλίμακα, είναι το κρίσιμο στοιχείο. Δεν αρκεί να μπορεί κανείς να διαχειριστεί μερικούς υπολογιστές· η πρόκληση είναι να μπορεί να κατασκευάσει και να λειτουργήσει έναν από τους μεγαλύτερους υπερυπολογιστές στον κόσμο, να τον κρατήσει σε συνεχή λειτουργία και, σε περίπτωση βλάβης, να τον επαναφέρει ταχύτατα σε χρήση. Αυτές οι προκλήσεις τροφοδοτούν την ανάγκη για τεχνολογική καινοτομία και ανθρώπινο δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης.

Στο πλαίσιο αυτό, οι ΗΠΑ προετοιμάζονται να ανακοινώσουν μια σειρά νέων εμπορικών συμφωνιών, που θα περιλαμβάνουν επενδύσεις σε στρατηγικούς κλάδους όπως τα αυτοκίνητα, οι ημιαγωγοί και τα φαρμακευτικά προϊόντα. Οι συμφωνίες αυτές, πέρα από την ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας, στοχεύουν και στη σταθεροποίηση του διεθνούς εμπορίου, με έμφαση στη συνεργασία με χώρες όπως η Κίνα.

Ωστόσο, η αμερικανική πλευρά ζητά από την Κίνα να περιορίσει την υπερπαραγωγή προϊόντων και να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη μιας ισχυρής καταναλωτικής οικονομίας. Η Κίνα, με πληθυσμό 1,4 δισεκατομμυρίων και υψηλά ποσοστά αποταμίευσης, έχει τη δυνατότητα να μεταβληθεί σε μια τεράστια αγορά κατανάλωσης, εξισορροπώντας έτσι την παγκόσμια οικονομία.

Οι δασμοί δεν αποτελούν μόνο εργαλείο οικονομικής πολιτικής, αλλά και μοχλό γεωπολιτικής στρατηγικής. Χρησιμοποιούνται για την ενίσχυση των αμερικανικών συμφερόντων, την πίεση προς συμμόρφωση σε ζητήματα διεθνούς ασφάλειας –όπως η αγορά ρωσικού και ιρανικού πετρελαίου από τρίτες χώρες– και την προώθηση δίκαιων εμπορικών πρακτικών. Παράλληλα, λειτουργούν ως μέσο χρηματοδότησης, καθώς τον Ιούνιο το υπουργείο οικονομικών κατέγραψε πλεόνασμα, με τα έσοδα από δασμούς να πλησιάζουν τα 100 δισ. δολάρια.

Ο συνδυασμός αυξημένων εσόδων και μειωμένων δαπανών επιτρέπει στην κυβέρνηση να διαχειριστεί αποτελεσματικά το δημοσιονομικό έλλειμμα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη.

Με βάση τα τρέχοντα δεδομένα, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους οι ΗΠΑ θα καταγράψουν ρυθμούς ανάπτυξης με «3% μπροστά», υποδηλώνοντας ισχυρή οικονομική άνοδο. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτή η ανάπτυξη αναμένεται να είναι μη πληθωριστική, καθώς η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της Τεχνητής Νοημοσύνης και των νέων επενδύσεων θα ενισχύσει την οικονομία χωρίς να εκτοξεύσει τις τιμές.

Το «μεγάλο, όμορφο νομοσχέδιο» δεν είναι απλώς μια οικονομική μεταρρύθμιση· είναι μια στρατηγική επανατοποθέτηση της αμερικανικής οικονομίας στον παγκόσμιο χάρτη. Με τον συνδυασμό δασμών, απορρύθμισης, φορολογικών κινήτρων και τεχνολογικών επενδύσεων, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να γίνουν και πάλι ηγέτιδα δύναμη στην παραγωγή και την καινοτομία. Η πρόκληση θα είναι να διατηρηθεί η ισορροπία ανάμεσα στην ανάπτυξη, τη διεθνή συνεργασία και τη διαχείριση των γεωπολιτικών κινδύνων. Αν η στρατηγική αποδώσει, οι ΗΠΑ μπορεί να βρεθούν στην αυγή μιας νέας εποχής ευημερίας, όπου η τεχνολογία και η βιομηχανία θα αποτελέσουν τον πυρήνα της αμερικανικής ισχύος.


* Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Επιστημονικών Δεδομένων