Του Θεόδωρου Σεμερτζίδη
Νέους φόβους πυροδότησε στις διεθνείς αγορές η ομιλία του προέδρου της FED Βοστόνης κ. Eric Rosengren την προηγούμενη Παρασκευή, καθώς αναφέρθηκε στο σοβαρό ενδεχόμενο της ομοσπονδιακής τράπεζας να επανεξετάσει μια διαρκής αύξηση των επιτοκίων, καθώς η αμερικανική οικονομία δείχνει να σταθεροποιείται. Ως αποτέλεσμα της ομιλίας του κ. Rosengren ήταν η σημαντική πτώση των χρηματιστηρίων παγκοσμίως, μπροστά στο ενδεχόμενο μιας νέας αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων στη συνεδρίαση της ομοσπονδιακής τράπεζας στις 21 Σεπτεμβρίου.
Οι λόγοι οι οποίοι οδηγούν κάθε φορά στην πτώση των χρηματιστηρίων μπροστά στο ενδεχόμενο μιας νέας αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων, είναι λίγο-πολύ γνωστοί. Οι αγορές αγαπούν, λατρεύουν θα λέγαμε, το φθηνό και άφθονο χρήμα των κεντρικών τραπεζών αδιαφορώντας για την κατάσταση της πραγματικής οικονομίας. Όχι τελείως όμως, μέχρι εκεί όπου οι συνθήκες της οικονομίας αναγκάζουν τους κεντρικούς τραπεζίτες να διοχετεύουν χρήμα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, διατηρώντας ή και μειώνοντας περαιτέρω τα βασικά τους επιτόκια. Κανείς δεν θέλει να δει ξαφνικά μπροστά του τον «μαύρο κύκνο», καθώς γνωρίζει πλέον ότι οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο δεν θα έχουν τη δυνατότητα να ενεργήσουν όπως ενέργησαν πριν από οκτώ χρόνια.
Πέραν όμως των φόβων που προκαλεί το ενδεχόμενο μιας νέας αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων, η πτώση στις διεθνείς αγορές μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη; Στην προσπάθεια μας να δώσουμε απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, θα αναφερθούμε στον δείκτη S&P 500 ο οποίος στις 15 Αυγούστου κατέγραψε νέα υψηλά, στις 2.193,81 μονάδες, χωρίς ωστόσο να καταφέρει μέχρι στιγμής να κινηθεί προς υψηλότερα επίπεδα, όπως παρατηρούμε στο παρακάτω γράφημα, πλησιάζοντας μέσα σε μία μέρα την υπερπουλημένη ζώνη, έπειτα από ένα χρόνο.
Πηγή γραφήματος: Stock Charts
Μετά από μία περίοδο δύο περίπου μηνών, όπου η μεταβλητότητα στα διεθνή χρηματιστήρια κυμάνθηκε σε χαμηλά επίπεδα, η ομιλία του κ. Rosengren έγινε η αιτία αυτή να κινηθεί προς υψηλότερα επίπεδα, απέχοντας όμως ακόμη από τα υψηλά που κατέγραψε κατά τις ημέρες πριν και μετά του βρετανικού δημοψηφίσματος, όπως παρατηρούμε στο παρακάτω γράφημα.
Πηγή γραφήματος:Bloomberg
Τα τελευταία χρόνια το φθηνό και άφθονο χρήμα των κεντρικών τραπεζών, έχει περιορίσει την αξία των θεμελιακών δεδομένων στα διεθνή χρηματιστήρια, όπου απορίας άξιο είναι το πως αυτά κινούνται προς νέα υψηλά κάθε φορά, με την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας να κρίνεται αμφίβολη από κεντρικές τράπεζες και διεθνείς οργανισμούς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το παρακάτω γράφημα που απεικονίζει την πορεία του S&P 500 σε σχέση με τα κέρδη ανά μετοχή των αμερικανικών εταιρειών του δείκτη. Όπως παρατηρούμε, ενώ τα κέρδη ανά μετοχή καταγράφουν πτώση ο S&P 500 συνεχίζει να καταγράφει νέα υψηλά. Βέβαια, οι τιμές των μετοχών περικλείουν τις προσδοκίες των επενδυτών για τα μελλοντικά κέρδη των εταιρειών, κι όχι αυτά που έχουν αφομοιωθεί ήδη.
Για πόσο όμως ακόμη οι αγορές θα κωφεύουν απέναντι στην ασθμαίνουσα παγκόσμια οικονομία, όπου αρκεί ένα αρνητικό γεγονός ώστε να ξεκινήσει μία αλυσιδωτή αντίδραση σε όλες τις οικονομίες του κόσμου;
Πηγή γραφήματος:Business Insider
Εάν διευρύνουμε χρονικά τα κέρδη ανά μετοχή πέραν του τρίτου τριμήνου, σε ετήσια βάση, θα διαπιστώσουμε πως η σταδιακή ή απότομη μείωση αυτών οδηγεί σε σημαντικές απώλειες τον δείκτη S&P 500. Αυτό είχε συμβεί κατά τον Αύγουστο του 2000, όπου τα κέρδη ανά μετοχή των εταιρειών του S&P 500 βρέθηκαν στο υψηλότερο επίπεδο των $53,7 με τον δείκτη να φθάνει στο υψηλό των 1.517,68 μονάδων, για να ακολουθήσει στη συνέχεια σημαντική πτώση τόσο στα κέρδη ανά μετοχή αλλά και στον S&P 500. Λίγο πριν την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, τα κέρδη ανά μετοχή των εταιρειών του S&P 500 ξεπέρασαν για πρώτη φορά τον δείκτη, φθάνοντας τον Μάιο του 2007 στα $84,92 και τον εν λόγο δείκτη στα υψηλά των 1.530,62 μονάδων, για να ακολουθήσει στη συνέχεια σημαντική πτώση κατά 50% για τον S&P 500 και 92% για τα EPS.
Πηγή γραφήματος:Macro trends
Όπως εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε στο παραπάνω γράφημα, κάτι αντίστοιχο έχει αρχίσει να δημιουργείται και κατά τα τελευταία δύο έτη, με τα κέρδη ανά μετοχή να φθάνουν στο υψηλό των $105,96 τον Αύγουστο του 2014, και να υποχωρούν στα χαμηλά του περασμένου Μαΐου στα $86,66, με τον S&P 500 όμως να συνεχίζει να καταγράφει νέα ιστορικά υψηλά, αδιαφορώντας για τα εταιρικά κέρδη.
Αντίστοιχη εικόνα παρατηρείται και όσο αφορά το P/E του S&P 500, όπου μετά τα υψηλά των 122,41 τον Ιούνιο του 2009 βρέθηκε στο χαμηλό των 14,01 τον Αύγουστο του 2011, για να ακολουθήσει έκτοτε μια ήπια ανοδική κίνηση φθάνοντας στο 24,20 τον περασμένο Μάιο. Λίγο χαμηλότερα από τα επίπεδα των 26,97 τον Απρίλιο του 2008.
Πηγή γραφήματος:Macro trends
Όπως εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε από τα παραπάνω, μια νέα αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων πέραν του ότι θα επηρεάσει το carry trade στα διεθνή χρηματιστήρια, θα οδηγήσει και σε μια σταδιακή αύξηση του κόστους του χρήματος για τις εταιρείες, κάνοντας γι΄ αυτές ακριβότερο το δανεισμό, που ως συνέπεια θα έχει στη μετακύλιση του κόστους προς τους πελάτες αυτών, αύξηση του πληθωρισμού προς το στόχο της FED του 2%, αλλά και ίσως και τον περιορισμό των επενδύσεων, με την μείωση αυτών να αναμένεται να έχει περιορισμένο αντίκτυπο σε ανάπτυξη και αγορά εργασίας.