Όταν η νομισματική πολιτική πολιτικοποιείται

«Δεν είμαστε εδώ για να κλείσουμε τα spreads. Δεν είναι αυτή η αποστολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Υπάρχουν άλλα εργαλεία και παράγοντες για τη διαχείριση αυτών των ζητημάτων». Η παραπάνω δήλωση θα μπορούσε να αποδοθεί με περίσσεια ευκολία στον Joachim Nagel, τον Jens Weidmann, ή οποιονδήποτε άλλον προγενέστερο διοικητή της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, μιας και παραδοσιακά ο θεσμός αυτός τάσσεται αναφανδόν υπέρ της νομισματικής ορθοδοξίας – ήτοι υπέρ της εφαρμογής συσταλτικών πολιτικών με απώτερο κι αποκλειστικό μακροοικονομικό στόχο τη χαλιναγώγηση του πληθωρισμού.

Βέβαια, η ευλογοφανής αυτή υπόθεση σχετικά με την πατρότητα μιας τέτοιας συντηρητικής άποψης θα αποδεικνύονταν οικτρά εσφαλμένη, μιας και η συγκεκριμένη γνώμη, παραδόξως, εκφράστηκε στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου στις 12 Μαρτίου 2020 από την Κριστίν Λαγκάρντ ως απόκριση σε ερώτημα που αφορούσε σε δυνητική αντίδραση της ΕΚΤ σε μια ενδεχόμενη κλιμάκωση των αποδόσεων των ιταλικών ομολόγων.

Εν προκειμένω, τα σχόλια της επικεφαλής της ΕΚΤ, που παρεμπιπτόντως κινούνται εντός των καταστατικών ορίων του οργανισμού, πυροδότησαν μια κατακόρυφη αύξηση 100 μονάδων βάσης της διαφοράς των αποδόσεων μεταξύ του ιταλικού και γερμανικού 10ετούς κρατικού ομολόγου σε διάστημα μόλις μερικών ημερών, ενώ την ίδια ημέρα το χρηματιστήριο του Μιλάνο σημείωσε μια από τις πιο απότομες πτώσεις στην ιστορία του – περί το 17% της συνολικής κεφαλαιοποίησης του.

Ήρκησε, λοιπόν, αυτό το μεμονωμένο περιστατικό στιγμιαίας αναταραχής μπροστά στην πανδημική προοπτική δημοσιονομικής αστάθειας της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ για να εγκαταλειφθεί σχεδόν αμέσως η διακηρυγμένη θέση της προέδρου Λαγκάρντ περί ρητής στοχοθεσίας της ΕΚΤ. Σε τοποθέτηση που ακολούθησε τις αρχικές δηλώσεις, η επικεφαλής, σε μια κίνηση αυτοαναίρεσης, επαναπροσχώρησε στο πολιτικό δόγμα «whatever it takes» του προκατόχου της Μάριο Ντράγκι καθησυχάζοντας όλους τους διεθνείς θεσμικούς παράγοντες πως «η ΕΚΤ είναι απόλυτα προσηλωμένη στην αποφυγή κατακερματισμού [του κινδύνου χρεοκοπίας κάθε κράτους-μέλους] σε αυτή τη δύσκολη στιγμή για την ευρωζώνη».

Έπειτα από εκείνη την ομολογουμένως όχι και τόσο αριστοτεχνική επικοινωνιακή διαχείριση προθέσεων, αναδείχθηκε απροσχημάτιστα ξανά ο βαθιά πολιτικός χαρακτήρας των νομισματικών αποφάσεων. Έκτοτε, αυτή η στάση, που υιοθετήθηκε και πάλι μετά την εξάπλωση του κορονοϊού, έμελλε να φορτίζει ιδεολογικά τη χάραξη και άσκηση νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη μέχρι και σήμερα. Ειδικότερα, καθ’ όλη τη διάρκεια του καθυστερημένου κύκλου αύξησης των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, που αναμένεται να εκκινήσει εντός του μηνός, η Κριστίν Λαγκάρντ ανακοίνωσε την παρασκευή ενός ειδικού μηχανισμού στήριξης των δημοσιονομικά ασθενέστερων χωρών της ευρωπεριφέρειας. Χωρίς τις λεπτομέρειες αυτού να έχουν οριστικοποιηθεί ακόμη, προσδοκάται ο μηχανισμός να επανεπενδύει τις λήξεις του πανδημικού προγράμματος ομολόγων της ΕΚΤ σε κρατικά ομόλογα χωρών όπως η Ιταλία, η Ισπανία, κι η Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024, προκειμένου να συμπιέσει τα αυξανόμενα κόστη εθνικού δανεισμού που μοιραία θα προκαλέσει η επικείμενη περιοριστική νομισματική πολιτική.

Μολονότι, κατά τα φαινόμενα, το εργαλείο αυτό πρόκειται να εξασφαλίσει την πολιτικοοικονομική συνοχή της ευρωζώνης, αποτρέποντας τον εκτροχιασμό των αδύναμων κρατών, οι στρεβλώσεις και διαιρέσεις που ενδέχεται να παραγάγει μπορούν να υπερισχύσουν των όποιων ωφελημάτων. Πιο συγκεκριμένα, εάν η κεντρική τράπεζα δεν τερματίσει τις αγορές κυβερνητικών ομολόγων προτού συμβούν διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων, τότε είναι βέβαιο πως το σχετικό χαρτοφυλάκιο (που, σημειωτέον, ανέρχεται σε €6,5 τρις) θα εκτεθεί σε θηριώδεις ζημίες που σχετίζονται με την αντίστροφη σχέση επιτοκίων-τιμών. Όσον αφορά σε αυτές τις απώλειες, υπάρχουν δύο τινά: είτε οι ευρωπαίοι πολίτες θα κληθούν να τις καλύψουν μέσω αυξημένης φορολόγησης, είτε η ΕΚΤ θα τις συμψηφίσει με έκδοση νέου χρήματος. Έτσι, λοιπόν, οι σχεδιαζόμενες επαναγορές ομολόγων σε περιβάλλον νομισματικής συστολής ή θα καταφέρουν αδιάκριτη δημοσιονομική σύσφιξη στα κράτη-μέλη, ή θα αναζωπυρώσουν τις υπάρχουσες πληθωριστικές πιέσεις.

Δευτερευόντως, η τυχόν χρήση ενός υποστηρικτικού εργαλείου σαν κι αυτό θα ενεργοποιήσει λανθάνουσες πολιτικές διχοτομήσεις και νομικές αγκυλώσεις από το πρόσφατο παρελθόν. Δεδομένου ότι το εργαλείο αυτό θα αποτελούσε μια επί της ουσίας μεταφορά δημοσιονομικών πόρων από τις πλούσιες χώρες του βορρά στις φτωχές χώρες του νότου, δηλαδή μια εκ των πραγμάτων χρηματοδότηση των εθνικών προϋπολογισμών υπερχρεωμένων κρατών, μπορεί να θεωρηθεί σίγουρη η εμφάνιση διασπαστικών τάσεων στο εσωτερικό της ένωσης. Ως βάση των ενστάσεων κατά μιας απευθείας επιχορήγησης εθνικού χρέους από την ΕΚΤ θα λειτουργήσει το υφιστάμενο πλαίσιο (γνωστό ως ΟΜΤ) που ορίζει τις συνθήκες για διακριτική αγορά κρατικών ομολόγων.

Σύμφωνα με το περί ου ο λόγος πρόγραμμα, βασική προϋπόθεση για την παροχή βοήθειας από την ΕΚΤ είναι το κράτος-μέλος να βρίσκεται ήδη σε μνημόνιο δημοσιονομικής προσαρμογής με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης. Η σύναψη ενός τέτοιου συμφώνου υποστήριξης μοιάζει απίθανη καθότι ούτε οι βόρειες χώρες είναι πρόθυμες να παράσχουν περισσότερη οικονομική αρωγή (ιδίως μετά και τη σύσταση του πανευρωπαϊκού πανδημικού ταμείου NGEU), ούτε οι νότιες χώρες επιθυμούν την πολιτική εξάρτηση από τα κοινοβούλια των πρώτων για τις σχετικές εκταμιεύσεις. Τέλος, δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι η άποψη του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας το 2016 που αμφισβήτησε ευθέως τη νομιμότητα έμμεσων δημοσιονομικών παρεμβάσεων από την ΕΚΤ ενδέχεται να αποτελέσει την αφετηρία για νέες νομικές προκλήσεις κατά της συμμετοχής της Γερμανίας στην εφαρμογή ενός συναφούς μέτρου.

Η πρόεδρος Λαγκάρντ σε μια κατ’ εξοχήν πολιτική απόπειρα να αποφύγει την αναμεταξύ αποσύνδεση των ευρωζωνικών οικονομιών κινδυνεύει όχι μόνο να επιτύχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, ήτοι τον κατακερματισμό, αλλά και να αποτύχει παταγωδώς στην εκτέλεση της καταστατικής της εντολής. Στην τρέχουσα συγκυρία, η καταπολέμηση του πληθωρισμού και η εξασφάλιση σταθερότητας τιμών είναι οι μοναδικές επιδιώξεις που αν ευοδωθούν μπορούν να οδηγήσουν στην πολυπόθητη ενότητα. Το μόνο που καταφέρνουν οι εκ νέου προσπάθειες για αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού χρέους εργαλειοποιώντας την ΕΚΤ είναι να συσκοτίζουν τις προτεραιότητες της και ως εκ τούτου να υποσκάπτουν την ουδετερότητα ενός από κατασκευής μη στενά πολιτικού θεσμού.

* Ο Ιωάννης Μουστάκης είναι Ph.D. Student in Finance and Business Economics στο USC Marshall School of Business