Το ΠΑΣΟΚ, οι καταγγελίες για υποκλοπές και οι κάλπες

Έχουν περάσει δώδεκα μήνες με το Νίκο Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Δώδεκα μήνες από τη στιγμή που η ομάδα των νέων στελεχών του παλαιοκομματικού σωλήνα της πανεπιστημιακής ΠΑΣΠ, κατάφερε να νικήσει τις μπαρουτοκαπνισμένες καραβάνες του ΠΑΣΟΚ. Δώδεκα μήνες από τη στιγμή που μεταβλήθηκε ηλικιακά η ηγεσία του κόμματος.

Μπορεί να άλλαξαν τα πρόσωπα και οι ηλικίες, να φύσηξε νέος άνεμος στη Χαριλάου Τρικούπη, ωστόσο ο πολιτικός λόγος του ΠΑΣΟΚ έγινε ακόμα πιο μονότονος και ξύλινος. Ακόμα πιο αρνητικός. Το ΠΑΣΟΚ, βρίσκεται διαρκώς σε αμυντική στάση φοβούμενο τη συνέχιση των διαρροών προς τα δεξιά και προς τα αριστερά. Έτσι έχει επιλέξει την πλήρη ακινησία και αδράνεια όσον αφορά την παραγωγή ουσιαστικής πολιτικής και ταυτόχρονα την πλήρη υπερδιέγερση σε θέματα ήσσονος σημασίας.

Τα νέα δείγματα γραφής είχαν δοθεί από νωρίς, όταν ο νεοεκλεγείς τότε αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, είχε αναφερθεί στο κυβερνητικό Βατερλώ των πανελληνίων εξετάσεων. Όσοι βέβαια είχαν γνωρίσει το Νίκο Ανδρουλάκη από τη θητεία του στην Ευρωπαϊκή κοινοβουλευτική ομάδα των Σοσιαλδημοκρατών (S&D), θυμούνται σημαντικότερα ατοπήματα. Για παράδειγμα, ήταν ένας από τους έξι αντάρτες της S&D που είχαν καταψηφίσει το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που είχε φέρει προς ψήφιση η ίδια η κοινοβουλευτική του ομάδα, για τα Θύματα των Ολοκληρωτικών Καθεστώτων. Στη δε προσπάθεια του να εκφράσει κάτι το διαφορετικό και καινοτόμο είχε υποστηρίξει στο Ευρωκοινοβούλιο με θέρμη την κατάργηση της ομοφωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στα αμυντικά θέματα, στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, στο Ταμείο Ανάκαμψης, στα φορολογικά και σε άλλα.

Η ρητορική του ΠΑΣΟΚ είναι κυρίως «αντιμητσοτακική» και σε αυτό το σημείο ταυτίζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε και οι συνταγματολόγοι και καθηγητές Πανεπιστημίων που βρίσκονται παραδοσιακά στο χώρο της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας, προτάσσουν την παραίτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, σαν την αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη διατήρηση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. 

Το ΠΑΣΟΚ υιοθετώντας μια παραλλαγή των επιχειρημάτων του ΣΥΡΙΖΑ περί Μαξίμου ΑΕ, αναπτύσσει μια πολιτική γραμμή βασισμένη στον αρνητισμό. Απορρίπτει την πιθανότητα μετεκλογικής συνεργασίας με τη ΝΔ υποστηρίζοντας πως επιθυμεί μια κυβέρνηση με υπουργούς που να έχουν δυνατότητες και «όχι με υπουργούς που θα τους ελέγχει ένα αρχηγοκεντρικό μοντέλο και ουσιαστικά θα είναι υπογραφές του Μεγάρου Μαξίμου». Αφήνει ανοικτό το παράθυρο συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζοντας ωστόσο την αμφιβολία του για την πραγματοποίηση αυτού του σεναρίου, αφού ο Αλέξης Τσίπρας έχει αρνηθεί τη δημιουργία κυβέρνησης ηττημένων.

Με όπλα την απλοϊκή καταγγελία κατά της κυβέρνησης για υπερκέρδη στην ενέργεια και στις τράπεζες, τη συνειδητή συμπόρευση με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στο προπύργιο των κρατικοδίαιτων συνδικαλιστών και την πομπώδη υπόσχεση προς τους ψηφοφόρους του για τη δημιουργία κυβέρνησης με σοσιαλδημοκρατικό κορμό, το ΠΑΣΟΚ πορεύεται προς τις εκλογές. 

Θα στεφθεί με επιτυχία αυτή η πορεία; Είναι αμφίβολο, αφού το μόνο που έχει μείνει στη μνήμη των πολιτών μέσα στο τελευταίο δωδεκάμηνο σχετικά με την πολιτική του ΠΑΣΟΚ είναι η ανάδειξη των παρακολουθήσεων σε πρώτο και κυρίαρχο θέμα εδώ και πέντε μήνες. Αρκεί όμως αυτό για να του προσφέρει ψήφους;