Ελληνοτουρκικά
Η αμφισβήτηση της τουρκικής πρωτοκαθεδρίας και ο νέος κύκλος εντάσεων

Πώς εξηγείται η νέα ένταση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ενάμιση μήνα μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη όπου οι δύο ηγέτες αναγνωρίσαν τον ειδικό ρόλο των χωρών τους στην Ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας και την ανάγκη συνεργασίας σε διμερές και πολυμερές σχήματα; Το ερώτημα απασχολεί την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας όπως και την κοινή γνώμη. Οι εξηγήσεις είναι πολλές αλλά οφείλονται πρωτίστως σε δύο αλληλοσύνδετους παράγοντες.

Ο πρώτος αφορά τα νέα δεδομένα που προκύπτουν μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο δεύτερος σχετίζεται με τη μακρά εκλογική περίοδο στην Τουρκία των προεδρικών και κοινοβουλευτικών εκλογών που θα πρέπει να διεξαχθούν μέχρι το Ιούνιο το 2023 υπό συνθήκες όπου το αφήγημα του εθνικισμού θα έχει πρωτεύοντα ρόλο με ιδιαίτερη μνεία στην Ελλάδα.

Η προσπάθεια της Άγκυρας να βελτιώσει της σχέσεις της με τους γείτονες της και τους παραδοσιακούς δυτικούς συμμάχους της όπως και με την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει προς το παρόν συνδυαστεί με την ευρεία αναγνώριση, όπως ανέμενε η Τουρκία, του ηγετικού της ρόλου στην περιοχή. Δηλαδή, τα μηνύματα ιδιαίτερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την Άγκυρα είναι ενθαρρυντικά, μεν, για την προσπάθεια της Τουρκίας να μεσολαβήσει μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αλλά και επικριτικά αναφορικά με τη μη συμμετοχή της γειτονικής χώρας στην επιβολή κυρώσεων κατά της Μόσχας, τη μη απαγόρευση πτήσεων ρωσικών αεροσκαφών και την υιοθέτηση διαφόρων άλλων μέτρων στα οποία έχουν προχωρήσει οι περισσότερες χώρες της Δύσης.

Δηλαδή, η διαχρονική θέση της Τουρκίας να κρατάει μια στάση αποστασιοποίησης (ή αυτονόμησης) από τον Δύση δεν την έχει βοηθήσει τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, όταν ο πόλεμος στην Ουκρανία θεωρείται ως ευρύτερη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης.

Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα, συμπεριφερόμενη ως πρότυπο συμμάχου, έχει ιδιαίτερα αναβαθμιστεί ως ο αξιόπιστος εταίρος στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και τη Βαλκανική δια της ενεργοποίησης της αμυντικής συμφωνία με τις ΗΠΑ η οποία έχει οδηγήσει, μεταξύ άλλων, στον κομβικό ρόλο του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης για την τροφοδότηση με στρατιωτικό υλικό και ανθρώπινο δυναμικό προς τους Νατοϊκούς συμμάχους στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Το ίδιο ισχύει αναφορικά με την επιτήρηση των Ρωσικού ναυτικού στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Επίσης, η Ελλάδα στην προσπάθεια της να προωθήσει τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια - προσπάθεια που ξεκίνησε προ πολέμου - έχει αναλάβει περαιτέρω πρωταγωνιστικό ρόλο, με τη στήριξη της ΕΕ και των ΗΠΑ, στην απεξάρτηση της ίδιας και των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα με στόχο να γίνει περιφερειακός ενεργειακός κόμβος. Ο νέος σταθμός υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Αλεξανδρούπολη, τα εγκαίνια κατασκευής του οποίου έγιναν στις 3 Μαΐου, ενισχύει αυτή την προσπάθεια. Ως εκ τούτου τα δεδομένα έχουν αλλάξει για την Άγκυρα που είναι αναγκασμένη να μοιραστεί τον ρόλο που παραδοσιακά προωθούσε για τον εαυτό της - αυτού το ενεργειακού κόμβου - με την Ελλάδα και άλλες χώρες όπως η Αίγυπτος.

Οι εξελίξεις περιπλέκουν τα δεδομένα για την τουρκική κυβέρνηση στην προσπάθεια της να κερδίσει τις εκλογές του 2023 - η εκατονταετηρίδα της ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας - συνδέοντας τις με την εξασφάλιση της πολιτικής παρακαταθήκης του προέδρου Ερντογάν. Κρατώντας τη σημαία του εθνικισμού ψηλά και κάνοντας μνεία σε ιστορικά γεγονότα, η πρόθεση του Τούρκου προέδρου είναι να μιμηθεί τον απελευθερωτικό αγώνα που ξεκίνησε τον Μάιο του 1919 με την απόβαση του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στη Σαμψούντα, συνεχίστηκε με την καταστροφή της Σμύρνης το Σεπτέμβριο του 1922 και την ήττα των Ελλήνων τον Αύγουστο του 1922, την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης τον Ιούλιο του 1923 και την ανακήρυξη ανεξαρτησίας τις 29 Οκτωβρίου του 1923, σηματοδοτώντας την ταφόπλακα της Μεγάλης Ιδέας.

Οι συγκυρίες όμως είναι διαφορετικές σήμερα διότι σε αντίθεση με το 1922, η Ελλάδα δεν είναι στην παρούσα φάση μόνη. Στο βιβλίο του «Οι Τούρκοι και Εμείς» (Εκδώσεις Φρυτάκης, 1990), ο αείμνηστος Βύρων Θεοδωρόπουλος είχε ορθότατα σχολιάσει: «Κάθε φορά που αντιμετωπίσαμε στην Τουρκία μόνοι (1897, 1922, 1974) χάσαμε. Κάθε φορά που την αντιμετωπίσαμε σε συσχετισμό με άλλες δυνάμεις (Πρώτος Βαλκανικός, Πρώτος Παγκόσμιος και, εμμέσως, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος) κερδίσαμε ή τουλάχιστον δεν χάσαμε».

Επομένως, η σημερινή Τουρκία ωθείται στο να μοιραστεί τον ρόλο της μόνης ηγέτιδας δύναμης στην περιοχή με άλλες χώρες όπως η Ελλάδα, δηλαδή ένα είδος συνεργασιακής ηγεσίας (Shared Leadership) ή περιφερειακής διακυβέρνησης (Regional Governance). Στην προσπάθεια της να αποφύγει το ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξέλιξης προσπαθεί να αποδομήσει τα προτερήματα της Ελλάδος ως πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή και την αναγνώριση του ρόλου αυτού από συμμάχους και εταίρους, θέτοντας, μεταξύ άλλων, υπό συνεχή αμφισβήτηση την κυριαρχία των νησιών του Αιγαίου δια την επιλεκτική ανάγνωση συνθηκών και του διεθνούς δικαίου και την καθημερινή φθορά των παραβιάσεων, παραβάσεων, και υπερπτήσεων.

Όσο η Τουρκία θεωρεί ότι οι εξελίξεις δεν την ευνοούν ή όσο θεωρεί ότι αμφισβητείται η πρωτοκαθεδρία ως η ηγέτιδα χώρα στην περιοχή, η ένταση με την Ελλάδα θα συνεχιστεί και η Άγκυρα θα αμφισβητεί ολοένα και περισσότερο τη δυτική κυριαρχία διότι η πολιτική επιβίωση του Τούρκου προέδρου και η πόλωση θα κυριαρχήσουν στη δημόσια σφαίρα ολοένα και πιο εμφατικά. Πάρα ταύτα, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει την προσπάθεια της ενίσχυσης των αποτρεπτικών ικανοτήτων της, την ενίσχυση των συμμαχιών της και των πρωτοβουλιών της και τη βούληση για διάλογο και οικοδόμηση εμπιστοσύνης με την Τουρκία.

*Δημήτρης Τριαναφύλλου, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης και εξωτερικός επιστημονικός συνεργάτης του ΙΔΙΣ