Στις αρχές Οκτωβρίου 2025, η EY Ελλάδος, η Hellas EAP και το Εργαστήριο Πειραματικής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της τρίτης -κατά σειρά- έρευνάς τους για την ψυχική υγεία και ευεξία των Ελλήνων εργαζόμενων. Η Ευτυχία Κασελάκη, Εταίρος της EY Ελλάδος και Επικεφαλής Organization, Change and People Consulting, μιλά στο liberal.gr για την ψυχική υγεία ως νέο KPI για τους οργανισμούς, τη συνύπαρξη διαφορετικών γενεών στον χώρο εργασίας και τη νέα κουλτούρα εργασίας που δημιουργείται.
Συνέντευξη στη Σοφία Κωστάρα
Κυρία Κασελάκη, η ψυχική υγεία αναδεικνύεται πλέον σε κρίσιμο παράγοντα επιτυχίας για κάθε οργανισμό. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα βασικά οφέλη της, τόσο σε ατομικό επίπεδο για τον εργαζόμενο, όσο και συνολικά για την επιχείρηση;
Όταν κυριαρχεί η ψυχική ευημερία στον εργασιακό χώρο, τότε βρίσκεται σε ισορροπία ο «εγκέφαλος» του οργανισμού: το πώς επεξεργάζονται οι άνθρωποι τις πληροφορίες και αναπτύσσουν γνώση, πώς αισθάνονται, πώς κτίζουν συνήθειες και πώς αναπτύσσουν ανθρώπινες σχέσεις και σχετίζονται με τους άλλους. H καθημερινή πίεση φαντάζει λιγότερο ως βάρος, η συγκέντρωση δεν είναι επίτευγμα, και η συνεργασία προκύπτει πιο αυθόρμητα. Ο εργαζόμενος αισθάνεται ασφάλεια και σταθερότητα, όχι μόνο γιατί λείπει το άγχος ή μπορεί να το διαχειριστεί καλύτερα, αλλά γιατί νιώθει ότι το περιβάλλον είναι υπέρ του.
Είναι αυτονόητο πως επηρεάζονται δείκτες, όπως η παραγωγικότητα, η δέσμευση, η συνέπεια και η δημιουργικότητα, όμως, το πραγματικό όφελος φαίνεται όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να εμπιστεύονται τον οργανισμό τους. Όχι μόνο για το «πώς» δουλεύουν, αλλά για το «ποιοι» μπορούν να είναι μέσα σε αυτόν.
Η ψυχική υγεία απλώνεται σιωπηρά σε κάθε επίπεδο του οργανισμού. Όταν λείπει, λοιπόν, αυτό φαίνεται στη δυσκολία λήψης αποφάσεων, στα μικρά λάθη που πολλαπλασιάζονται, και στη δυσλειτουργία της ομάδας. Πρόκειται για τη δυνατότητα του οργανισμού να λειτουργεί με διάρκεια, καθώς η ψυχική ευημερία των ανθρώπων του δεν επηρεάζει μόνο το παρόν – επηρεάζει την ικανότητά του να ανταποκριθεί σε ό,τι έρχεται.
Πώς συνδέεται η ψυχική ευεξία με την επιχειρησιακή ανθεκτικότητα, την καινοτομία και την αύξηση της παραγωγικότητας; Μπορούμε να μιλάμε για μετρήσιμα αποτελέσματα;
Τα ευρήματα της τελευταίας έρευνας της EY Ελλάδος, της Hellas EAP και του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, μιλούν από μόνα τους. Όταν έξι στους δέκα δηλώνουν ότι αισθάνονται κουρασμένοι μόλις ξεκινάει η μέρα τους, τέσσερις στους δέκα ότι συχνά δεν μπορούν να συγκεντρωθούν στη δουλειά τους, και πάνω από τους μισούς (55%) ότι βιώνουν εξουθένωση -αυτό που λέμε “burnout”- είναι ξεκάθαρο ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να αποδώσουν στην εργασία τους. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την καινοτομία, που βρίσκεται στον πυρήνα της ανθεκτικότητας και της επιτυχίας ενός οργανισμού, νομίζω όλοι καταλαβαίνουμε ότι όταν επιβαρυνόμαστε από άγχος ή συναισθηματική εξουθένωση, δεν μπορούμε να σκεφτούμε δημιουργικά και “out of the box”, ή να έχουμε διάθεση να αναλάβουμε ρίσκο, να μάθουμε και να «ξεμάθουμε», και δυσκολευόμαστε ακόμη και να επικοινωνήσουμε ή να δουλέψουμε ομαδικά.
Η πρόσφατη έρευνα καταγράφει μια εικόνα για την ψυχική υγεία των Ελλήνων εργαζομένων που προκαλεί προβληματισμό. Πώς συγκρίνονται τα ελληνικά δεδομένα με εκείνα άλλων ευρωπαϊκών χωρών;
Τα στοιχεία της έρευνάς μας για την Ελλάδα είναι ανησυχητικά, καθώς είναι σαφές ότι τα συμπτώματα κατάθλιψης, άγχους, θυμού και σωματοποίησης εντείνονται σε σχέση με τις δύο προηγούμενες έρευνες. Και ενώ, κατά την πρώτη μας έρευνα το 2021, είχαμε αποδώσει σε μεγάλο βαθμό αυτή την εικόνα στην πανδημία και τα μέτρα που είχαν ληφθεί για την αντιμετώπισή της, τώρα πια, καταλαβαίνουμε ότι το πρόβλημα έχει βαθύτερα και πιο μόνιμα αίτια. Αντίστοιχα προβλήματα καταγράφονται σε ολόκληρη την Ευρώπη – για παράδειγμα, ο ΠΟΥ αναφέρει ότι το 17% των ανθρώπων της περιοχής, ζουν με κάποιας μορφής ψυχολογική πάθηση, την ίδια στιγμή που τα φαινόμενα άγχους και κατάθλιψης αυξήθηκαν κατά 25% στη διάρκεια της πανδημίας. Αυτό μάς δείχνει ότι έχουμε δρόμο να διανύσουμε για τη φροντίδα της ψυχικής υγείας, τόσο στην Ελλάδα, όσο και ευρύτερα. Τα καλά νέα, όπως είδαμε και από την έρευνά μας, είναι ότι το ζήτημα παύει να είναι ταμπού, με την ευαισθητοποίηση να αυξάνεται όλο και περισσότερο.
Η συζήτηση γύρω από το wellbeing φαίνεται να αφορά κυρίως τις νεότερες γενιές, τους millennials και τη Gen Z - τις γενιές της “Μεγάλης Παραίτησης” και του “Conscious Unbossing”. Πώς βλέπετε να εκφράζεται αυτή η αλλαγή στάσης στην Ελλάδα;
Πράγματι, μια σειρά από παγκόσμιες έρευνες της ΕΥ έχουν αναδείξει τη μεγάλη σημασία που δίνουν οι νεότερες γενιές εργαζόμενων στα ζητήματα της ψυχικής υγείας και του wellbeing. Πρόσφατη έρευνα για τη Gen Z σε δείγμα 10.000 νέων σε 10 χώρες, επιβεβαιώνει την εντυπωσιακή αλλαγή στις αντιλήψεις τους για τα παραδοσιακά ορόσημα της ζωής και τον ορισμό της επιτυχίας. Η ψυχική και σωματική υγεία (51%) αποτελούν για πολλούς τον βασικό δείκτη μελλοντικής επιτυχίας, με τις οικογενειακές σχέσεις (45%) να ξεπερνούν την οικονομική ευημερία (42%), στις περισσότερες χώρες. Το φαινόμενο του job hopping θεωρείται πλέον φυσιολογικό, με σχεδόν έξι στους δέκα να εκτιμούν ότι θα πρέπει να εργαστούν σε έως και πέντε εργοδότες κατά τη διάρκεια της καριέρας τους. Σε ό,τι αφορά το “Conscious Unbossing”, που αναφέρατε, η έλλειψη ενδιαφέροντος για παραδοσιακή πορεία εξέλιξης σε διοικητικούς ρόλους, είναι μια ξεκάθαρη ένδειξη.
Η Gen Z είναι 1.7 φορές πιο πιθανό σε σχέση με τις προηγούμενες γενεές να μην ενδιαφέρονται για εξέλιξη σε διευθυντικούς ρόλους και για ιεραρχικές δομές, εάν πρόκειται να συμβιβάσουν την ψυχική τους υγεία. Για τους οργανισμούς, αυτή η τάση σηματοδοτεί την ανάγκη να ξαναδούν ποιο είναι το μοντέλο ηγεσίας και οργάνωσης, να καλλιεργούν μια κουλτούρα ευημερίας και να δημιουργούν περιβάλλοντα όπου η αυτονομία και ο σκοπός καθοδηγούν τη δράση. Οι εταιρείες που αντιμετωπίζουν ολοκληρωμένα και με συνοχή την εξέλιξη της κουλτούρας, των αμοιβών και των διαδρομών και επιλογών εξέλιξης, είναι σε θέση και να διατηρούν το ταλέντο και να επιτυγχάνουν νέες μορφές παραγωγικότητας και υψηλές αποδόσεις.
Το μέλλον της εργασίας και στην Ελλάδα ορίζεται με βάση την πρακτική των οργανισμών που βάζουν τον άνθρωπο στο επίκεντρο, προσφέροντας ευελιξία, καλλιεργώντας κουλτούρα συμμετοχής και συμπερίληψης και εξασφαλίζοντας ότι ο σκοπός και η ψυχική υγεία είναι αναπόσπαστα μέρη της εμπειρίας των εργαζομένων. Αξίζει να αναφέρω στο σημείο αυτό, ότι στην ΕΥ Ελλάδος, ήδη πριν πέντε χρόνια, με την έρευνά μας για την επιχειρηματική ηγεσία στη χώρα μας, είχαμε αναδείξει την τυπολογία του «Ηγέτη των ανθρώπων», που συγκέντρωνε πολλά από τα ανθρωποκεντρικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με την έννοια του unbossing, η οποία μετατοπίζει το κέντρο βάρους από το «εγώ» στο «εμείς».
Ποια θεωρείτε την πιο ανησυχητική τάση στο ελληνικό εργασιακό περιβάλλον σε σχέση με την ψυχική υγεία; Και ποια είναι η πιο ελπιδοφόρα αλλαγή που παρατηρείτε;
Η πιο ανησυχητική τάση, αντικατοπτρίζεται στα ευρήματα της φετινής μας έρευνας, που αναδεικνύουν επιδείνωση σε όλους τους κρίσιμους δείκτες ψυχικής υγείας, αλλά, παράλληλα, και ο «πειρασμός» της επιχειρηματικής ηγεσίας να αγνοεί ή να υποβαθμίζει τα ζητήματα της ψυχικής υγείας και του wellbeing, που ευτυχώς βλέπουμε να αποδυναμώνεται τα τελευταία χρόνια.
Από την άλλη πλευρά, θεωρώ ιδιαίτερα τα ευρήματα και ιδιαίτερα ελπιδοφόρα, στο σημείο που δείχνουν ότι αυξάνεται η συνειδητοποίηση και αποδοχή των ζητημάτων αυτών. Συγκεκριμένα, 79% των ερωτώμενων δηλώνουν ότι νοιάζονται πλέον περισσότερο για την ψυχική υγεία, ενώ, συγχρόνως, 45% αναγνωρίζουν ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχουν γίνει ενέργειες που έχουν συμβάλει στη μείωση του στίγματος γύρω από αυτή.
Μόνο ένας στους πέντε εργαζόμενους δηλώνει ότι αισθάνεται πραγματική φροντίδα για την ψυχική του υγεία από τον εργοδότη. Ποιες πρακτικές ή πολιτικές μπορούν να αλλάξουν αυτή την εικόνα στην πράξη;
Πρώτη προτεραιότητα είναι η δημιουργία ενός ευέλικτου και συμπεριληπτικού περιβάλλοντος εργασίας, που θα δίνει τη δυνατότητα ο κάθε εργαζόμενος να φέρνει τον αυθεντικό του εαυτό, να καλλιεργεί τις ικανότητές του και να βιώνει αρμονία στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή. Παράλληλα, θα πρέπει ο ίδιος ο οργανισμός να αποτελεί ένα “safe space”, δηλαδή έναν χώρο, όπου οι εργαζόμενοι θα αισθάνονται την άνεση να μιλήσουν για τα προβλήματά τους και θα γνωρίζουν πού πρέπει να απευθυνθούν για να λάβουν την απαραίτητη και σωστή υποστήριξη, πράγμα που προϋποθέτει ευαισθητοποιημένους και κατάλληλα εκπαιδευμένους προϊστάμενους. Σημαίνει, επίσης, την παρουσία ψυχολόγου στον χώρο εργασίας, εκπαιδεύσεις σε θέματα διαχείρισης στρες και αυτο-φροντίδας, προγράμματα ανάπτυξης ανθρωποκεντρικής ηγεσίας, προγράμματα διαχείρισης αλλαγής, και πολλά ακόμη.
Πόσο κρίσιμος είναι ο ρόλος των στελεχών και των ομάδων ηγεσίας στη διαμόρφωση μιας κουλτούρας που προάγει την ψυχική ανθεκτικότητα; Υπάρχουν παραδείγματα καλών πρακτικών από την Ελλάδα ή το εξωτερικό;
Ο ρόλος της ηγεσίας είναι καταλυτικός. Διαμορφώνει το κλίμα, δημιουργεί την απαραίτητη κουλτούρα εμπιστοσύνης και ψυχολογικής ασφάλειας, λειτουργεί ως πρότυπο, επιβραβεύει και αποθαρρύνει μη αποδεκτές συμπεριφορές και, στο τέλος της ημέρας, διαμορφώνει πολιτικές και εφαρμοστικές στρατηγικές. Ως παράδειγμα καλής πρακτικής, θα σας έλεγα τη διαχείριση της μεγάλης δοκιμασίας του COVID από πολλές ελληνικές επιχειρήσεις. Στην έρευνά μας για την επιχειρηματική ηγεσία το 2021, 90% των εργαζόμενων δήλωσαν ότι η εταιρεία τους έδειξε υπευθυνότητα στη διάρκεια της πανδημίας, ενώ 42% έκριναν ότι η ηγεσία της επιχείρησής τους λειτούργησε, τότε, πολύ αποτελεσματικά.
Σε μια εποχή όπου η έννοια του “burnout” έχει γίνει σχεδόν κανονικότητα, τι μπορεί να κάνει ένας εργαζόμενος μόνος του για να προστατεύσει τη δική του ψυχική υγεία;
Θα έλεγα ότι το ο πρώτο βήμα είναι να αναγνωρίσει έγκαιρα τα σημάδια: εξάντληση που δεν υποχωρεί, μειωμένη συγκέντρωση, αίσθημα αποσύνδεσης. Είναι σημαντικό να μην αγνοήσει τις ενδείξεις και να αναζητήσει υποστήριξη, να μη θεωρήσει ότι είναι έκφανση αδυναμίας, αλλά να το αντιμετωπίσει συνειδητά ως στρατηγική ανθεκτικότητας. Να θέτει σαφή ανθρώπινα όρια, αλλά και να εστιάζει στα στοιχεία της εργασίας και συνεργασίας, που ενεργοποιούν τις ικανότητές τους και προσθέτουν αξία και αίσθηση σκοπού.
Και, βέβαια, να επικοινωνήσει και να μοιραστεί το πρόβλημα με τον οργανισμό στον οποίο εργάζεται. Το κατανοώ ότι αυτό δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά είναι απαραίτητο, και δίνει, σαφώς, την ευκαιρία στον οργανισμό να ανταποκριθεί και επιδείξει το ουσιαστικό ανθρώπινο πρόσωπό του. Οι άμεσοι προϊστάμενοι και η ευρύτερη ηγεσία μπορούν να ενισχύσουν την ψυχολογική ασφάλεια και, σε περίπτωση που ο οργανισμός προσφέρει προγράμματα ευεξίας, ψυχολογική υποστήριξη ή εκπαιδεύσεις για διαχείριση στρες, είναι σημαντικό να τα αξιοποιήσει.
Κλείνοντας, θέλω να επισημάνω πάλι ότι η πρόληψη του burnout δεν είναι μόνο θέμα εταιρικής πολιτικής και πρακτικών ηγεσίας, αλλά και αυτό-φροντίδας.
Αν μπορούσατε να στείλετε ένα μήνυμα στους Έλληνες εργοδότες, ποιο θα ήταν; Πώς μπορεί μια επιχείρηση να μετατρέψει την ψυχική υγεία από κόστος σε στρατηγικό πλεονέκτημα;
Το μήνυμα είναι ακριβώς αυτό που αναφέρατε: η φροντίδα για την ψυχική υγεία δεν αποτελεί κόστος, αλλά επένδυση με βέβαιες αποδόσεις. Όσο περισσότερο φροντίζει ένας οργανισμός την ψυχική ευημερία των ανθρώπων του, τόσο ενισχύει την ανθεκτικότητα, την αποδοτικότητα, την συγκέντρωση, τη δημιουργικότητά τους και, εν τέλει, την ανάπτυξη του ίδιου του οργανισμού. Ένας εργαζόμενος που νιώθει ασφάλεια, σεβασμό προς τις ανάγκες του και ισορροπία, είναι πιο συνεπής, πιο αφοσιωμένος και ευθυγραμμισμένος με τον σκοπό του οργανισμού και, τελικά, πιο παραγωγικός.
Η φροντίδα της ψυχικής υγείας δεν ανήκει στη σφαίρα της «ευαισθητοποίησης», αλλά στον πυρήνα μιας έξυπνης και βιώσιμης επιχειρηματικής στρατηγικής. Είναι, δηλαδή, αυτό που τελικά διαμορφώνει μια εργασιακή κουλτούρα υψηλής απόδοσης και προσελκύει ταλέντο. Και αυτό, για κάθε εργοδότη, είναι ένα μετρήσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.