Της Καρολίνας Μέρμηγκα
«Είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος... Είμαι ένας μοχθηρός άνθρωπος. Είμαι ένας δυσάρεστος άνθρωπος». Αυτές θα μπορούσαν να είναι οι πρώτες φράσεις του πρώτου ήρωα του βιβλίου, του κλεισμένου στο σπίτι του που φυτοζωεί σαν πληρωμένο κυβερνητικό τρολ και μιλάει σαρκαστικά, πικρά για τον εαυτό του, αλλά δεν είναι: είναι οι πρώτες φράσεις από τις «Σημειώσεις από το Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, του βιβλίου που μου ήρθε αμέσως στο μυαλό διαβάζοντας αυτό εδώ –το αναφέρω για να πιάσω από την αρχή, από μια σπουδαία αρχή, ένα λογοτεχνικό νήμα όπου κυριαρχεί η ανθρώπινη πτώση. Η ανθρώπινη φωνή, κλεισμένη σε κάποιο υπόγειο της ύπαρξης. Και οι τρεις αφηγητές μιλούν μέσα από ένα βάθος όπου έχουν πέσει. Και είναι το βάθος της ήττας.
Σε τι συνίσταται αυτή η ήττα; Εγώ θα απαντήσω με λογοτεχνικούς όρους. Η ήττα τους είναι η μετωπική σύγκρουση με μια πραγματικότητα που συνέθλιψε τις αξίες, τις πεποιθήσεις, τις ελπίδες, τη λογική τους. Και κατά συνέπεια, τη συνείδησή τους.
Γιατί το άτομο που χάνει τον αξιακό του ορίζοντα, πολύ συχνά χάνει και τον εαυτό του. Τι σημαίνει αυτό; Ότι όταν συγκρουόμαστε με την πραγματικότητα η συνείδησή μας δίνει τη σκληρότερη μάχη: ποιος είμαι εγώ, αν πρέπει να παλεύω τόσο, για όλα όσα πιστεύω; Μήπως δεν πρέπει; Και όταν χάνουμε κατά κράτος, η οδυνηρότερη απώλεια μπορεί να είναι η ίδια η συνείδησή μας, ποδοπατημένη από την περιφρόνηση που αισθανόμαστε για τον εαυτό μας. Τι αξίζω εγώ αν όλα όσα πιστεύω δεν ισχύουν; «Γιατί απέτυχα;» Μέσα από φράσεις καθημερινές, φαινομενικά ακατέργαστες, μέσα από εικόνες όσο γίνεται πιο συνηθισμένες, ο Στόγιας αφήνει να περάσει η αγωνία της απαξίας -η τρομερότερη νομίζω αγωνία.
Και πάμε τώρα στη δική μας πραγματικότητα, εμάς των αναγνωστών που διαβάζουμε σήμερα το βιβλίο. Πράγματι, κι η δική μας πραγματικότητα, έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε πολλοί από εμάς, μπορεί να μην απέχει πολύ από όλα αυτά. Αλλά νομίζω ότι το ερώτημα που τίθεται εδώ, πάντα από την πλευρά της λογοτεχνίας, είναι πώς χειρίζεται η μυθοπλασία το σήμερα και το τώρα; Πώς αφηγούμαστε το παρόν; Γιατί το παρόν μπορεί να είναι πρεσβυωπικό. Όταν το βλέπουμε από κοντά, από μέσα, χωρίς απόσταση, μπορεί να είναι θολό, ασαφές, παραπλανητικό. Και κλειστό. Το παρόν έχει τέσσερις τοίχους που μας κλείνουν μέσα. Και ακόμα περισσότερο: πώς αφηγούμαστε ένα παρόν που για πολλούς από εμάς είναι πάρα πολύ οδυνηρό; Πώς κάνεις λογοτεχνία με μια κατάσταση που εξελίσσεται ακόμα, βασανιστικά, μέσα στις ίδιες τις ζωές μας; Πώς αφηγείσαι μια ανοιχτή πληγή;
Πώς αφηγούμαστε λοιπόν το παρόν; Βρίσκοντας μέσα του το διαχρονικό. Μέσα στο τώρα, το πάντα. Και αυτή είναι η πραγματικότητα της λογοτεχνίας.
Για κάποιους από εμάς η αίσθηση ότι δεν είμαστε μόνοι στην αποτυχία, στην ήττα, είναι ανακουφιστική. Για άλλους μπορεί να λειτουργεί ως ερέθισμα, ως κλήση για δράση. Για άλλους, στους οποίους ανήκω κι εγώ, η παρηγοριά βρίσκεται στην ωραία γραφή. Υπάρχουν πολλές ωραίες φράσεις μέσα στο βιβλίο, θα τις βρείτε εσείς, μόνο με μία θέλω να κλείσω, μια φράση για τον έρωτα. Που είναι κι αυτός, έρωτας της ήττας. Είναι κι αυτός το συναίσθημα ενός ανθρώπου που έχασε χωρίς καν να προλάβει να παίξει, γιατί το παιχνίδι, το έκανε ο χρόνος πάνω του.
Κι αν υπάρχει ένας, και μόνο ένας λόγος για να μιλήσουμε για τον ηττημένο έρωτα, είναι για να γράφονται προτάσεις σαν αυτή:
“Αν οι στιγμές είναι αστέρια στον προσωπικό μας ουρανό, τότε η στιγμή που αρνήθηκα να υποκύψω στη σεξουαλική σαγήνη της Ελένης περιμένει να πεθάνω για να σταματήσει να εκπέμπει το εκνευριστικό συνεχές εκτυφλωτικό της φως σαν λάμπα ανάκρισης, σαν αναμμένη τηλεόραση πάνω από το κεφάλι μου ενώ προσπαθώ να κοιμηθώ.”
Στοιχεία βιβλίου:
Γιώργος Στόγιας
Ο τελευταίος τροχός της αμάξης
Εκδόσεις Μελάνι,
σελ. 126, τιμή 10 ευρώ