Δεν κατοχυρώθηκε καμία ιθαγένεια, μόνο «Μακεδονικός λαός»

Η αναγνώριση μακεδονικής εθνότητας καθιστά την συμφωνία αλυσιτελή σε βάθος χρόνου, και η αναφορά σε “μακεδονικό λαό” που περιλαμβάνεται στη ρηματική διακοίνωση, επιβεβαιώνει απολύτως την άποψή μας ότι δώσαμε πολύ περισσότερα απ' όσα πήραμε, τονίζει στο liberal.gr ο καθηγητής Μιχάλης Τσινισιζέλης, ένας από τους 12 ακαδημαϊκούς που υπέγραψαν προ ημερών κοινό άρθρο, εξηγώντας γιατί η Συμφωνία των Πρεσπών είναι επιζήμια για τη χώρα.

Σχολιάζοντας τις ανακρίβειες που κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση, ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επιμένει ότι δεν κατοχυρώθηκε καμία ιθαγένεια, ότι η διεθνής ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» θα συνυπάρχει χωρίς αντιρρήσεις με τη σκέτη «Μακεδονία», και ότι ο προσδιορισμός “Βόρεια” παραπέμπει σε πλείστα παραδείγματα διαιρεμένων εθνών παγκοσμίως με ότι κάτι τέτοιο συνεπάγεται (λ.χ Βόρεια και Νότια Κορέα, Βόρειο και Νότιο Βιετνάμ κ.ο.κ).

Απαντώντας στο επιχείρημα ότι η ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ θα επιλύσει από μόνη της τα όποια προβλήματα, τονίζει ότι η αναβάθμιση της Βόρειας Μακεδονίας σε σύμμαχο χώρα, δεν αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη εθνικιστικών αιτημάτων, και επικαλείται την εμπειρία από την συμπεριφορά της Τουρκίας.

Στην ουσία, ο κ. Τσινισιζέλης επισημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει εναποθέσει τη δυναμική της συμφωνίας στις μελλοντικές επιλογές των Σκοπίων, αλλά όπως λέει, τα πρόσωπα αυτοπροσδιορίζονται εντός και εκτός της χώρας όπου διαμένουν με τον τρόπο που επιθυμούν, και παραπέμπει στις συνεχείς δηλώσεις των πολιτικών της πΓΔΜ.

Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη

- Τελικά η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί έναν έντιμο συμβιβασμό, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση ή συντηρεί τη διαφωνία μεταξύ των δύο λαών;

Όπως αναφέρεται και στην επιστολή μας δεν πρόκειται για ένα έντιμο συμβιβασμό διότι υπονομεύθηκε η μικτή ονομασία erga omnes.

Για ένα τέταρτο του αιώνα το βάρος των διαπραγματεύσεων εστίασε στην εξεύρεση μιας μικτής ονομασίας που θα χαρακτήριζε και την νέα χώρα και το έθνος που την κατοικεί και την γλώσσα που ομιλείται. Αυτό αποτελούσε και έπρεπε και τώρα να αποτελεί την κόκκινη γραμμή της Ελληνικής Διπλωματίας.

- Ποιες είναι οι μεγάλες ανακρίβειες που συνεχίζουν να κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση γύρω από το θέμα;

Καταρχήν, ανακρίβεια είναι ότι το αδιέξοδο μιας λύσης οφείλονταν σε έλλειψη τόλμης ή ευφυίας. Ασχέτως της ονομασίας για την οποία υπήρχαν πολλές λύσεις από την εποχή του “πακέτου Πινέιρο” (Νέα Μακεδονία), η Ελλάδα δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να αναγνωρίσει Μακεδονικό Έθνος δίπλα στον δικό της Μακεδονικό πληθυσμό όπως συνέβη με την Συμφωνία των Πρεσπών.

Με αυτή τη “λύση” όμως, και το όνομα αποκτά αυξημένη σημασία αφού ο προσδιορισμός “Βόρεια” παραπέμπει σε πλείστα παραδείγματα διαιρεμένων εθνών παγκοσμίως με ότι κάτι τέτοιο συνεπάγεται (λ.χ Βόρεια και Νότια Κορέα, Βόρειο και Νότιο Βιετνάμ κ.ο.κ).

Η ένταξη στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. αποτελεί ένα άλλο επιχείρημα. Αν και οι δύο αυτές διαδικασίες διαφέρουν ποιοτικά και χρονικά μεταξύ τους, η χρήση των κριτηρίων της Κοπεγχάγης για την ένταξη στην Ε.Ε. μπορεί να αποτελέσει ένα είδος συνέχειας των διαπραγματεύσεων.

Όσο για το ΝΑΤΟ έχουμε να παρατηρήσουμε ότι αν και κατανοούμε τους ενδεχόμενους γεωπολιτικούς κινδύνους, η αναβάθμιση της Βόρειας Μακεδονίας σε σύμμαχο χώρα, όπως μας δείχνει η εμπειρία από την συμπεριφορά της Τουρκίας, δεν αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη εθνικιστικών αιτημάτων.

- Εάν πράγματι nationality στη συμφωνία σημαίνει ιθαγένεια και μόνον, τότε αυτή δεν θα έπρεπε να ορίζεται αποκλειστικά ως “βορειομακεδονική”, όπως η ονομασία του κράτους, αντί να επιτρέπεται η χρήση του όρου “μακεδονική”;

Ναι βεβαίως. Αυτό καθιστά και την συμφωνία ετεροβαρή εφ' όσον δώσαμε πολύ περισσότερα από όσα “πήραμε”.

Εν ολίγοις, η αναγνώριση Μακεδονικής εθνότητας καθιστά την συμφωνία αλυσιτελή σε βάθος χρόνου. Η αναφορά σε “μακεδονικό λαό” που περιλαμβάνεται στη ρηματική διακοίνωση, επιβεβαιώνει απολύτως την άποψή μας. Έπειτα, προφανώς και η συμφωνία δεν αποτελεί erga omnes, όταν η διεθνής ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» θα συνυπάρχει χωρίς αντιρρήσεις με τη σκέτη «Μακεδονία».

- Πέρα των παραπάνω, ποιους άλλους ακροβατισμούς περιλαμβάνει η συμφωνία;

Το δια ταύτα είναι ότι η συμφωνία των Πρεσπών δεν αποτελεί ουσιαστική συμβολή στην προσέγγιση των δύο γειτονικών λαών. Δεν επιλύει τη διαφωνία. Προσπαθώντας να δώσει ίσο βάρος σε δύο απολύτως αντιφατικές ιστορικές εκδοχές, παραβιάζει την κοινή λογική, αφού αναγνωρίζει ότι αμφότερες είναι κατ' όνομα «μακεδονικές».

Η συνωνυμία αυτή δεν αποτελεί επωφελή λύση, γι' αυτό και την αντιμαχόμασταν ανέκαθεν. Εύκολα εκλαμβάνεται ως διάσπαση μιας και μοναδικής μακεδονικής ιστορικής ενότητας, ενώ ο εθνικός προσδιορισμός των «Βορείων» αναπόφευκτα υπερισχύει του τοπικού των «Νοτίων».

Όπως προκύπτει από τις συνεχείς δηλώσεις των πολιτικών της ΠΓΔΜ, τα πρόσωπα αυτοπροσδιορίζονται εντός και εκτός της χώρας όπου διαμένουν με τον τρόπο που επιθυμούν.

Στην ουσία, η ελληνική κυβέρνηση έχει εναποθέσει τη δυναμική της συμφωνίας στις μελλοντικές επιλογές των Σκοπίων.

Όπως γράφω και στο άρθρο που συνυπογράφω με τους άλλους συναδέλφους μου ακαδημαϊκούς, η συμφωνία όχι μόνο αδυνατεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, αλλά καταφεύγει σε λογικούς ακροβατισμούς, ώστε να μας πείσει πως το πέτυχε.

Η ελληνική κυβέρνηση δεν κατανόησε την ευαισθησία των Ελλήνων για την ιστορική τους κληρονομιά, έδειξε ασυνέπεια σε μια εθνική γραμμή που προσδιόρισε την εσωτερική πολιτική και τη διεθνή θέση τής χώρας για 25 χρόνια, έδειξε αδυναμία να κατανοήσει ποια πράγματα είναι αδιαπραγμάτευτα.

* O κ. Μιχάλης Τσινισιζέλης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών