Shutterstock

«Φωτιά» στα ομόλογα

Προς το 5% το κόστος δανεισμού της Ελλάδας

Ελληνικά μνημόνια, κρίση χρέους Ευρωζώνης και παγκόσμια οικονομική αναταραχή, θυμίζουν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο την προσπάθεια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να διαθέσουν τους απαιτούμενους πόρους για να μετριαστεί ο αντίκτυπος της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης.

Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: Στα τέλη του 2020 οι επενδυτές πλήρωναν επιτόκιο 0,575% για να δανείσουν τη Γερμανία (το 10ετές είχε αρνητική απόδοση) και ζητούσαν επιτόκιο 0,63% για να δανείσουν την Ελλάδα και 0,52% για το ιταλικό χρέος. Το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας εφαρμοζόταν σε φουλ ρυθμούς, επιπλέον του κανονικού QE, κι έτσι κράτη και επιχειρήσεις απολάμβαναν το χαμηλότερο κόστος δανεισμού στα χρονικά.

Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο. Οι επενδυτές ζητούν επιτόκιο 2,25% από τη Γερμανία, 4,77% από την Ιταλία και 4,94% από την Ελλάδα. Η απόδοση του γερμανικού 10ετούς είναι η υψηλότερη από το 2011, μέσα στην κρίση χρέους, του αντίστοιχου ιταλικού η υψηλότερη από το 2013, ενώ η τελευταία φορά που το ελληνικό δημόσιο πλήρωνε τόσο ακριβά για να δανειστεί ήταν στα τέλη Μαΐου του 2018.

Οι λόγοι  που οδήγησαν σε τόσο μεγάλη άνοδο τις αποδόσεις των ομολόγων είναι λίγο έως πολύ γνωστοί. Βασική αιτία είναι οι αυξήσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, με φόντο αρχικά τον πληθωρισμό και εν συνεχεία την ενεργειακή κρίση που οδήγησε σε περαιτέρω ανατιμήσεις, ενώ τις τελευταίες ημέρες η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ιταλία και η μεγάλη νίκη της Τζόρτζια Μελόνι επιδείνωσαν κάπως το κλίμα αλλά κυρίως έδωσαν ώθηση στα ιταλικά ομόλογα. Το ιταλικό 10ετές έφτασε στο 4,77% πολύ κοντά στο αντίστοιχο ελληνικό του οποίου η απόδοση βρέθηκε μία ανάσα από το 5% στο 4,94%.

Στη θεωρία, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων θα σταματήσουν να ανεβαίνουν όταν φανεί στον ορίζοντα το τέλος των αυξήσεων από τις κεντρικές τράπεζες. Όχι όταν πραγματοποιηθεί και η τελευταία αύξηση αλλά όταν οι αγορές «διαβάσουν» ότι η τάση αντιστρέφεται.

Στην Ευρωζώνη, για παράδειγμα, οι διεθνείς οίκοι αναθεωρούν συνεχώς προς τα πάνω το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ, με την Goldman Sachs να το τοποθετεί στο 2,75% και να προβλέπει δύο διαδοχικές αυξήσεις του 0,75% στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου και του Δεκεμβρίου, παρά την επερχόμενη ύφεση, καθώς και μία αύξηση του 0,50% τον Φεβρουάριο. Τότε θα είναι πιο ξεκάθαρο, σύμφωνα με την αμερικανική τράπεζα, ότι ο πληθωρισμός σταθεροποιείται και ότι η οικονομία είναι σε ύφεση.

Επομένως, η αναταραχή στην αγορά ομολόγων έχει ακόμη δρόμο και βέβαια πολλά θα εξαρτηθούν από τις εξελίξεις κατά τη διάρκεια του χειμώνα, τις αντοχές που θα επιδείξουν οι χώρες της Ευρωζώνης και τα μέτρα που θα λάβουν για να αναχαιτίσουν την πληθωριστική λαίλαπα.

Τέλος, έχει σημασία να γίνει ιδιαίτερη μνεία στην αγορά ομολόγων των ΗΠΑ, γιατί από εκεί ξεκινούν όλα. Η Fed ήταν αυτή που άνοιξε τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων και πυροδότησε τη μεγάλη άνοδο του δολαρίου που ως τάση κυριαρχεί στις παγκόσμιες αγορές και ενισχύει τις πληθωριστικές πιέσεις σε πολλές περιοχές του πλανήτη.

Επιπλέον, στην αμερικανική αγορά ομολόγων οι αγορές, εκτός από την άνοδο του 10ετούς στο 3,8%, οι αγορές εστιάζουν και στην ακόμα μεγαλύτερη άνοδο της απόδοσης του 2ετούς ομολόγου στο 4,25%. Έχουν γραφτεί αναλύσεις και αναλύσεις για το κατά πόσο η αντιστροφή της καμπύλης συνιστά οιωνό ύφεσης ή όχι, όμως σε κάθε περίπτωση είναι ένα γεγονός που δεν περνάει απαρατήρητο και διαμορφώνει κλίμα στην αγορά.