Οι λόγοι που η χώρα μας έφτασε στη χρεοκοπία πριν μία δεκαετία και που πασχίζει να αναπτυχθεί ταχύτερα έκτοτε είναι αδιαμφισβήτητα πολλοί. Ένας όμως είναι ίσως ο πιο εξοργιστικός, τουλάχιστον από φιλελεύθερης πλευράς. Οι διαχειριστές του δημοσίου χρήματος, και σε μεγάλο βαθμό των δημοσίων υπηρεσιών, έχουν μία ανάρμοστη για τα δεδομένα μίας φιλελεύθερης δημοκρατίας διακριτική ευχέρεια. Η ευχέρεια αυτή μπορεί να αφορά την επιβολή φόρων υπέρ τρίτων, χάρες σε συγκεκριμένα οργανωμένα συμφέροντα (π.χ. εργοδοτικές ή εργατικές ενώσεις), συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή επιχειρηματίες.
Δείτε για παράδειγμα δύο άρθρα που έπεσαν στην αντίληψή μου το Σαββατοκύριακο. Από το άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη στην Καθημερινή, μάθαμε ότι μετά από πρόσφατη αναθεώρηση ενός σχετικού νόμου, διατηρήθηκε ένας φόρος υπέρ τρίτων “δυόμισι τοις χιλίοις (2,5‰) υπέρ των μηχανικών Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ) της ΠΟΜΗΤΕΔΥ τακτικών υπαλλήλων (μονίμων ή αορίστου χρόνου) που απασχολούνται στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ και στους οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, που βαρύνει κάθε λογαριασμό πληρωμής έργου”. Ο φόρος αυτός πέρασε από την προηγούμενη κυβέρνηση και ενώ υποτίθεται ότι κατά τη διάρκεια των μνημονίων απαλλαγήκαμε από τους φόρους υπέρ τρίτων, συνεχίζει κανονικά να επιβαρύνει τους φορολογουμένους χωρίς αυτοί να έχουν το παραμικρό ανταποδοτικό όφελος από την έξτρα δαπάνη.
Έπειτα, ο Στέφανος Μάνος ανέφερε σε χθεσινή του ανάρτηση ότι “στην Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (ΕΕΤΤ) θα συζητηθεί η μείωση των τελών χρήσης του φάσματος από τη DIGEA κατά 50%!! Δήθεν λόγω COVID-19. Αν είναι αλήθεια θα πρόκειται περί μεγάλου σκανδάλου προς όφελος των καναλιών εθνικής εμβέλειας. Τα έσοδα από διαφήμιση στα κανάλια εθνικής εμβέλειας δεν μειώθηκαν τους τελευταίους 12 μήνες. Αυξήθηκαν λίγο. Την ίδια στιγμή που κατηγορείται η προηγούμενη κυβέρνηση για προσπάθεια ελέγχου των καναλιών, η ΕΕΤΤ παραδίδεται στις επιθυμίες της DIGEA!”. Αυτή η γενναιοδωρία της ΕΕΤΤ φυσικά θα δημιουργήσει κάποιο δημοσιονομικό κενό το οποίο θα κληθούν να καλύψουν κάπως οι φορολογούμενοι, είτε με πρόσθετη φορολογία άμεσα είτε με αυξημένο δανεισμό μακροπρόθεσμα.
Οι δύο αυτές ιστορίες είναι εν μέρει διαφορετικές μεταξύ τους. Στη μία περίπτωση η Βουλή αποφασίζει ότι για κάθε πληρωμή έργου το κράτος θα πληρώνει ένα ποσοστό (ευγενικά να το πούμε προμήθεια) στα ταμεία κάποιων εργαζομένων. Στην άλλη περίπτωση, η ΕΕΤΤ συζητά να μειώσει τα κόστη των τελών χρήσης φάσματος χωρίς να φροντίζει να αντισταθμίσει με κάποιον τρόπο τη μείωση των εσόδων.
Ο κοινός παρονομαστής των δύο αυτών περιπτώσεων είναι ότι από όλες τις συζητήσεις που γίνονται και τις αποφάσεις που παίρνονται, λείπουν αυτοί οι οποίοι εν τέλει θα πληρώσουν τη γενναιοδωρία του κράτους, δηλαδή οι φορολογούμενοι και τα συμφέροντά τους. Και αυτό δεν είναι εξαίρεση του κανόνα σε ότι αφορά τις κρατικές δαπάνες αλλά ο κανόνας ο ίδιος. Όπως είχε πει ο Μίλτον Φρίντμαν, υπάρχουν τεσσάρων ειδών χρήματα. Τα δικά σου χρήματα που δαπανάς για τον εαυτό σου, τα δικά σου χρήματα που δαπανάς για κάποιον άλλον, χρήματα κάποιου άλλου που δαπανάς για τον εαυτό σου και χρήματα κάποιου άλλου που δαπανάς για κάποιον άλλο. Από τις τέσσερις αυτές κατηγορίες χρήματος, το κρατικό γκουβαρνταλίκι - που προκύπτει από τη μεγάλη διακριτική ευχέρεια των διαχειριστών δημοσίου χρήματος - ανήκει στην τέταρτη κατηγορία. Σε εκείνη, δηλαδή, που τα κίνητρα για εξοικονόμηση και αποδοτικότητα είναι τα λιγότερα και το κίνητρο για σπατάλη μεγάλο και ισχυρό.