Το αδιέξοδο της Βρετανίας

Το αδιέξοδο της Βρετανίας

Του Παύλου Ελευθεριάδη*

Μετά και το τέλος των ετήσιων συνεδρίων των δύο μεγάλων κομμάτων, που παραδοσιακά γίνονται κάθε Σεπτέμβριο, η Βρετανία εισέρχεται πια στην τελική ευθεία για την έξοδό της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή «Βrexit» (ή ίσως «Βρέξοδος»), η οποία προγραμματίζεται να γίνει τα μεσάνυχτα της 29ης Μαρτίου 2019.

Δυστυχώς, αν και δύο πλευρές επιθυμούν κατ' αρχήν  την συμφωνία, η πολιτική κατάσταση δείχνει ότι δύσκολα θα την καταφέρουν. Η προθεσμία για εξεύρεση λύσης είναι ο Νοέμβριος, όποτε αναμένεται να γίνει μια ειδική σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Οι πιθανότητες επιτυχίας είναι χαμηλές, για λόγους κυρίως εσωτερικούς της Βρετανίας.

Αν και η πλειοψηφία στο δημοψήφισμα υπέρ της αποχώρησης ήταν σχετικά μικρή και συνδύαζε ψήφους από την  άκρα αριστερά (εναντίον της «παγκοσμιοποίησης») και την νεο-Θατσερική δεξιά (εναντίον της υπερβολικής κρατικής επέμβασης από την ΕΕ), και φυσικά την ψήφο των εξοργισμένων κατοίκων πόλεων που υποφέρουν από την αποβιομηχάνιση και την ανεργία (και που πίστευαν ότι για τα προβλήματά τους φταίει η ΕΕ), η ρητορική της αποχώρησης έχει αποκτήσει ισχυρό εθνικιστικό χαρακτήρα.

Ο λόγος της στροφής αυτής αφορά το εσωτερικό του Συντηρητικού Κόμματος. Εκεί κυριαρχούν απόψεις που νοσταλγούν τα μεγαλεία της αυτοκρατορίας και δυσπιστούν προς την ΕΕ. Κατά μια έννοια το «UKIP», το ακραίο ξενοφοβικό κόμμα του Nigel Farage, έχει πλέον επιβάλει στην κυβέρνηση την ιδεολογία του περί μοχθηρών και καθυστερημένων Ευρωπαίων, που καταπιέζουν και υπονομεύουν την Βρετανία, που αν τους ξεφύγει θα ξαναγίνει υπερδύναμη.

Έτσι λοιπόν ο Υπουργός Εξωτερικών Τζέρεμυ Χαντ, παρομοίωσε στην ομιλία του στο Συνέδριο την περασμένη εβδομάδα την Ευρωπαϊκή Ένωση με την κομμουνιστική Σοβιετικη Ένωση, δηλαδή με μια δικτατορία όπου «οι κρατούμενοι δεν μπορούν να αποδράσουν».

Αν και οι ανόητες και ανιστόρητες αυτές απόψεις δεν είναι πλειοψηφικές στην κοινωνία, φαίνεται είναι πλειοψηφικές στα μέλη του Συντηρητικού Κόμματος, οι οποίοι επευφήμησαν τον Χαντ. Αυτοί είναι κυρίως ανθρώποι της μέσης ηλικίας και συνταξιούχοι, συνήθως εύποροι κάτοικοι της εκτός Λονδίνου νότιας Αγγλίας, που δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα τι γίνεται στον έξω κόσμο ή την υπόλοιπη Βρετανία.

Υπάρχει έτσι αναντιστοιχία στην ηγεσία της σημερινής κυβέρνησης, που υποτιμά τις οικονομικές συνέπειες της εξόδου, και τους ψηφοφόρους του Brexit, που πίστεψαν ότι η έξοδος θα βελτιώσει την οικονομική τους κατάσταση.  Δυστυχώς ο επιχειρηματικός κόσμος, ο χρηματοοικονομικός τομέας και τα εργατικά συνδικάτα, έχουν μικρή επιρροή στην σημερινή ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος.

Έτσι, η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, αμέσως μόλις διαδέχθηκε τον Νταίηβιντ Κάμερον το καλοκαίρι του 2016, υιοθέτησε μια πολύ σκληρή στάση. Διατύπωσε τότε «κόκκινες γραμμές» για την μελλοντική σχέση με την ΕΕ μετά την έξοδο, απορρίπτοντας την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της ΕΕ, την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, και ανακοινώνοντας την αδιαπραγμάτευτη πρόθεση της Βρετανίας να συνάπτει ελεύθερα εμπορικές συμφωνίες με τρίτες χώρες.

Για μεγάλο διάστημα η κυβέρνηση δεν εξηγούσε τι ακριβώς ήθελε από την ΕΕ. Το υπουργικό συμβούλιο ήταν μοιρασμένο μεταξύ όσων ήθελαν στενή οικονομική σχέση (ή «ήπια» έξοδο), και όσους ήθελαν να προστατεύσουν την «κυριαρχία» της Βρετανίας αποφεύγοντας τους ρυθμιστικούς περιορισμούς της ΕΕ («σκληρή» έξοδο). Η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο περίπλοκη από τις προσωπικές φιλοδοξίες του πρώην υπουργού εξωτερικών, Mπόρις Τζόνσον,  ο οποίος με διάφορες κινήσεις επεδίωκε να ανατρέψει τη Μέι. Η κυβέρνηση έτσι για καιρό διαπραγματευόταν με τον εαυτό της.

Όλη αυτήν την περίοδο η κυβέρνηση παράλληλα ισχυριζόταν ότι ο λαός «αποφάσισε» δημοκρατικά την έξοδο με τρόπο που δεσμεύει τους πάντες. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν όμως παραπλανητικός και παράδοξος. Το υπουργικό συμβούλιο έχει χωριστεί σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα με εκατέρωθεν προσβολές και υπονόμευση, ακριβώς πάνω στο ερώτημα τι ακριβώς πρέπει να γίνει με το Brexit. Αν η απόφαση έχει ήδη ληφθεί από τον λαό, προς τι οι διαφωνίες;

Η πρόταση της Βρετανίας για  την μελλοντική σχέση έγινε τελικά τον Ιούλιο που μας πέρασε, το λεγόμενο σχέδιο Τσέκερς (από το όνομα της εξοχικής κατοικίας των πρωθυπουργών της Βρετανίας). Ήταν ένας εσωκομματικός συμβιβασμός, που προέβλεπε κάποια αποδοχή των εμπορικών κανόνων της ΕΕ, ώστε να υπάρχει τουλάχιστον ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών, που θα απέτρεπε τελωνειακούς ελέγχους μεταξύ Βορείου και Νοτίου Ιρλανδίας με αντάλλαγμα την χωρίς όρους πρόσβαση των βρετανικών προϊόντων στην ΕΕ.

Το σχέδιο απογοήτευσε τους ευρωσκεπτικιστές και οδήγησε σε παραίτηση τον Τζόνσον. Το σχέδιο όμως απογοήτευσε και την ΕΕ. Το σχέδιο πρότεινε κάτι που η ΕΕ είχε αποκλείσει εξ' αρχής: την συμμετοχή της Βρετανίας στην ενιαία αγορά χωρίς να σέβεται όλους τους κανόνες συμμετοχής. Η Τερέζα Μέι φαίνεται ότι πίστευε ότι η ΕΕ θα άλλαζε τις συνταγματικές αρχές της και θα υποχωρούσε μέσω μιας διμερούς «πολιτικής διαπραγμάτευσης». Όπως και άλλοι στο παρελθόν, διαψεύστηκε.

Από το σημερινό αδιέξοδο δεν πρόκειται να βγάλει την κ. Μέι το Εργατικό Κόμμα. Η ηγεσία και τα οργανωμένα μέλη προτιμούν την έξοδο, αν και δεν το λένε καθαρά για να μην αποξενώσουν τους καταρχήν φιλο-ευρωπαίους ψηφοφόρους και βουλευτές τους. Και στα δύο κόμματα υπάρχει συνεπώς μια απρόβλεπτη σχέση μεταξύ ηγεσίας, μελών, βουλευτών και ψηφοφόρων.  

Όμως, αν και η περαιτέρω παράλυση θα φέρει αυτόματη έξοδο - που είναι είναι το χειρότερο ενδεχόμενο για τους πολίτες, με τεράστιες συνέπειες στο εμπόριο, την βιομηχανία και τις μεταφορές - ίσως να είναι το ευκολότερο σενάριο για τις ηγεσίες. Αν οι πολιτικοί αρχηγοί λάβουν κάποια απόφαση ίσως ανατραπούν από τους βουλευτές τους. Αν αφήσουν τον χρόνο να παρέλθει, ίσως επιβιώσουν χωρίς εσωκομματικούς κλυδωνισμούς.

Θα περάσουν έτσι στην άλλη πλευρά, με καταστροφική έξοδο από την ΕΕ, κατηγορώντας όμως την «αδιαλλαξία» της ΕΕ, και επικαλούμενοι την «δημοκρατικότητα» του δημοψηφίσματος, ώστε τελικά ο λαός ο ίδιος να ευθύνεται για τις συνέπειες. Το δημοψήφισμα προστατεύσει την κυβέρνηση από την λογοδοσία – και για αυτό η πρωθυπουργός το επικαλείται διαρκώς, ως την «μεγαλύτερη δημοκρατική έκφραση» στην ιστορία της χώρας.

Η Βρετανία βρίσκεται σήμερα έτσι σε ένα πολιτικό και συνταγματικό αδιέξοδο, που η ίδια δημιούργησε. Η άτακτη έξοδος χωρίς μεταβατική συμφωνία, είναι μια εξέλιξη που δεν μπορεί να αποκλειστεί. Οι ηγέτες της καλούνται τώρα να δείξουν ωριμότητα και θάρρος. Αν δεν το πράξουν, οι συνέπειες θα εξαπλωθούν τα ξημερώματα της Παρασκευής 30ης Μαρτίου 2019 παντού στην Ευρώπη.

* Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο