Ταμείο Ανάκαμψης: Θέλουν τις επιχειρήσεις, φοβούνται τα δάνεια οι «27»

Ταμείο Ανάκαμψης: Θέλουν τις επιχειρήσεις, φοβούνται τα δάνεια οι «27»

Πληθαίνουν τις τελευταίες ημέρες – στη σκιά της πανδημίας και της αντιπαράθεσης με τον Ταγίπ Ερντογάν γύρω από τη θέση του Ισλάμ στην Ευρώπη – οι ενδείξεις, οι πληροφορίες και τα ρεπορτάζ γύρω από το περίφημο Ταμείο Ανάκαμψης. Τη σημαντική απόφαση, δηλαδή, που ελήφθη στη δραματική σύνοδο κορυφής του περασμένου Ιουλίου, όμως μοιάζει να έχει «κολλήσει» στον βούρκο των αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους «27» και τους θεσμούς της ΕΕ, στις εσωτερικές αντιθέσεις που υπάρχουν σε πολλές χώρες, αλλά και τις... μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος.

Εάν, μάλιστα, η εικόνα δεν αλλάξει σύντομα και δεν γίνουν βήματα από όλες τις πλευρές για να δοθούν οι αναγκαίες διευκρινίσεις και να ξεπεραστεί το διαφαινόμενο αδιέξοδο, καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολη η ενεργοποίηση του νέου Ταμείου την 1η Ιανουαρίου 2021, όπως και η εκταμίευση των αρχικών δόσεων μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου του επόμενου έτους. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι αρκετά κράτη-μέλη έχουν αδήριτη ανάγκη την ευρωπαϊκή βοήθεια, ειδικά καθώς ο Covid-19 συνεχίζει να πλήττει με μανία τη Γηραιά Ήπειρο, τις κοινωνίες και την οικονομία της. 

Η βρετανική εφημερίδα Financial Times, για του λόγου το αληθές, διαπίστωνε την Δευτέρα ότι «οι πρωτεύουσες της ΕΕ διστάζουν αναφορικά με τα δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης». Σημείωνε δε τα εξής: «Οι πληττόμενες από την πανδημία χώρες-μέλη της ΕΕ έχουν καταστήσει σαφές ότι προτίθενται να απορροφήσουν πλήρως τα 390 δισ. ευρώ των επιχορηγήσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης, στα οποία συμφώνησαν οι ηγέτες τον Ιούλιο. Αυτό που είναι πολύ λιγότερο καθαρό, ωστόσο, είναι σε ποιο βαθμό είναι διατεθειμένοι να αξιοποιήσουν τα φτηνά δάνεια που επίσης προσφέρει η Κομισιόν». 

Ευνοϊκά επιτόκια, αλλά...

Σύμφωνα με τους FT, αν και η πρώτη έξοδος της Κομισιόν στις αγορές – για την άντληση 17 δισ. ευρώ με σκοπό τη χρηματοδότηση του προγράμματος SURE – έδειξε ότι μπορεί να πετύχει ευνοϊκούς όρους και εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, αρκετές κυβερνήσεις εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να εκδώσουν εθνικά ομόλογα (εφόσον τελικά κριθεί απολύτως απαραίτητο), προκειμένου να μην δεσμευτούν σε όρους και νέα «μνημόνια». Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι οι υπολογισμοί της ING δείχνουν ότι η Ισπανία θα μπορούσε να γλιτώσει 5,6 εκατ. ευρώ ετησίως για κάθε ένα δισ. που θα λάμβανε ως δάνειο εάν το έκανε διαμέσου της Κομισιόν, η Ιταλία 11,7 εκατ. και η Ελλάδα 12,8 εκατ. 

«Το μπαζούκα έπαθε εμπλοκή καθώς οι χώρες της ΕΕ σνομπάρουν τα δάνεια για την ανάκαμψη», σημείωνε από την πλευρά του το Politico, σε ανάλογη ανάλυση, διαπιστώνοντας πως «οι μνήμες της τρόικα και η απροθυμία της συσώρευσης επιπλέον χρέους κάνουν πολλές κυβερνήσεις διστακτικές απέναντι στον δανεισμό με κεφάλαια της ΕΕ». 

«Από τις εννιά χώρες της ΕΕ, κυρίως του Νότου, που τον Μάρτιο είχαν υπογράψει μια επιστολή με την οποία ζητούσαν ένα εργαλείο έκδοσης χρέους «ικανού μεγέθους και μακράς διάρκειας αποπληρωμής», οι τρεις έχουν ήδη δηλώσει σημοδίως πως για την ώρα δεν σχεδιάζουν πρόσβαση στα δάνεια. Τέσσερις ακόμη διστάζουν, ενώ εκείνες οι οποίες θέλουν να πάρουν δάνεια, όπως η Ιταλία, ελπίζουν ότι το χρέος δεν θα καταβυθίσει τους ισολογισμούς τους. Όσο για τα πλουσιότερα και με χαμηλότερο χρέος κράτη του Βορρά, ενδέχεται να παρακάμψουν πλήρως το σενάριο του δανεισμού», προσθέτει επίσης το Politico. 

Στενεύουν τα χρονικά περιθώρια

Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι η συγκεκριμένη ανάλυση επικαλείται και δηλώσεις Έλληνα αξιωματούχου. «Τίποτε δεν έχει καταληχθεί ακόμη. Τα επιτόκια για την Ελλάδα είναι πολύ χαμηλά», τονίζει, ισχυριζόμενος ότι με βάση αυτό το δεδομένο, για την ώρα «δεν φαίνεται» η Ελλάδα να έχει ανάγκη να κάνει χρήση τα δάνεια της ΕΕ. «Θα δούμε όμως», καταλήγει. 

Η ουσία σε όλα αυτά είναι ότι δύο μήνες πριν το τέλος του 2020 και την αυγή του 2021, δεν έχει καταληχθεί η τελική φόρμουλα για το Ταμείο Ανάκαμψης, ούτε όμως έχει υπάρξει συμφωνία για τον νέο επταετή προϋπολογισμό της ΕΕ, που πρέπει τυπικά να αρχίσει να «τρέχει» από την 1η Ιανουαρίου. Η γερμανική προεδρία και η Ανγκελα Μέρκελ έχουν ακόμη πολλή δουλειά να κάνουν εάν δεν θέλουν να παραδώσουν τη σκυτάλη ως αποτυχημένοι.