«Πρώτα η Αμερική» ή «Κάτω ο Τραμπ»;

«Πρώτα η Αμερική» ή «Κάτω ο Τραμπ»;

Tου Γιώργου Παυλόπουλου

«Αυτές οι εκλογές θα κρίνουν εάν θα οικοδομήσουμε πάνω στις εξαιρετικές προοπτικές που έχουμε δημιουργήσει ή εάν θα επιτρέψουμε στους εξτρεμιστές Δημοκρατικούς να καταστέψουν το μέλλον μας». Έτσι περιέγραψε ο Ντόναλντ Τραμπ την σημερινή αναμέτρηση στις Ηνωμένες Πολιτείες για την εκλογή της νέας Βουλής, του ενός τρίτου της Γερουσίας και δεκάδων κυβερνητών, δίνοντας στην αναμέτρηση χαρακτήρα... ζωής ή θανάτου. 

Και η απέναντι πλευρά, όμως, έκανε ακριβώς το ίδιο. «Η Αμερική βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Ο χαρακτήρας της χώρας μας κρίνεται σε αυτή την ψήφο», δήλωσε χαρακτηριστικά ο προκάτοχος του Τραμπ, Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος έχει αναλάβει μεγάλο μέρος του βάρους της αντιπαράθεσης με τον νυν πρόεδρο -ελλείψει, προφανώς, κάποιας πιο αξιόπιστης λύσης και πιο ισχυρής προσωπικότητας από την πλευρά των Δημοκρατικών. 

Αντικειμενικά, λοιπόν, αυτές οι ενδιάμεσες εκλογές (που ονομάζονται έτσι επειδή διεξάγονται ακριβώς στο ενδιάμεσο δύο προεδρικών εκλογών και επίσης την πρώτη Τρίτη του Νοεμβρίου) είναι πιο σημαντικές και κρίσιμες από ό,τι συνήθως. Κάτι που αποδεικνύεται από την «έκρηξη» του αριθμού των λεγόμενων «πρώιμων ψηφοφόρων», αυτών δηλαδή που προσέρχονται στις κάλπες πριν την Τρίτη, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις είναι μεγαλύτερος ακόμη και κατά 50% σε σύγκριση με το 2014.

Το ίδιο αποτυπώνεται στα ποσά που διαθέτουν οι υποψήφιοι και οι υποστηρικτές τους, τα οποία συνολικά αναμένεται να ξεπεράσουν τα 5 δισ. δολάρια, καθιστώντας τις σημερινές ενδιάμεσες εκλογές ως τις ακριβότερες στην ιστορία των ΗΠΑ. Πιο σημαντικό από όλα είναι, όμως, ότι ο ίδιο ο Τραμπ έχει αποφασίσει να πάρει πάνω του την μάχη, δίνοντάς της τον χαρακτήρα του δημοψηφίσματος για τον ίδιο και την προεδρία του.

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι όλα τα παραπάνω συμβαίνουν όχι επειδή κρίνεται εάν οι Ρεπουμπλικάνοι θα διατηρήσουν την απόλυτη κυριαρχία και στο Κογκρέσο ή θα αναγκαστούν να... συγκυβερνήσουν με τους Δημοκρατικούς -αυτό, άλλωστε, έχει συμβεί και άλλες φορές στο παρελθόν. Αλλά, κυρίως, εξαιτίας της παρουσίας στον Λευκό Οίκο του Τραμπ, ο οποίος έχει προκαλέσει τεράστια πόλωση τόσο εντός της αμερικανικής κοινωνίας όσο και ανάμεσα στις ΗΠΑ και πολλούς από τους παραδοσιακούς τους συμμάχους στον πλανήτη. 

Τα όπλα των μονομάχων

Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν και τα όπλα που έχουν επιλέξει να χρησιμοποιήσουν τα δύο στρατόπεδα σε αυτή τη μονομαχία. Από την πλευρά του, ο Τραμπ ποντάρει κυρίως στο χαρτί που λέγεται οικονομία, η οποία μοιάζει κυριολεκτικά να «πετάει», τουλάχιστον με βάση τους δείκτες. Για του λόγου το αληθές, το ποσοστό της ανεργίας βρέθηκε τον Σεπτέμβριο στο 3,7%, ποσοστό που είναι το χαμηλότερο από το 1969, δηλαδή εδώ και σχεδόν μισό αιώνα! Επίσης, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ διαμορφώνεται στο εντυπωσιακό 3,5% (ειδικά εάν συγκριθεί με την ευρωζώνη και τον υπόλοιπο ανεπτυγμένο καπιταλισμό), βοηθούμενος και από τις φοροαπαλλαγές ύψους 1,8 τρισ. δολαρίων που έχει ψηφίσει η κυβέρνηση Τραμπ -με αποτέλεσμα και η Wall Street να καλπάζει (παρά την πρόσφατη κόπωσή της). 

Εκτός αυτού, όμως, ο πρόεδρος των ΗΠΑ απευθύνεται στα πιο συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας, κυρίως στον Νότο, με ένα ακόμη επιχείρημα: Ότι είναι αυτός που κλείνει τα σύνορα στους μετανάστες, οι οποίοι έρχονται στις ΗΠΑ για να πάρουν τις δουλειές των Αμερικανών, να αλλοιώσουν τον πολιτισμό τους και να απειλήσουν την ασφάλειά τους. Όσο για τους κατοίκους των παραδοσιακών βιομηχανικών περιοχών, έχει και γι'' αυτούς ένα «τυράκι»: Τον εμπορικό πόλεμο και τους δασμούς σε βάρος των ανταγωνιστών των ΗΠΑ, τους οποίους κατηγορεί ότι τόσα χρόνια τις εκμεταλλεύονταν και αποκόμιζαν τεράστια πλεονάσματα, σε βάρος των νοικοκύρηδων και σκληρά εργαζόμενων Αμερικανών. 

Και τι έχουν, αλήθεια, να αντιτάξουν απέναντι σε όλα αυτά τα -πειστικά, σε μεγάλο βαθμό- επιχειτήματα οι Δημοκρατικοί και ο Ομπάμα; 

Η αλήθεια είναι ότι αυτό που προβάλλουν κυρίως είναι ο φόβος του Τραμπ: Των αλλαγών που φέρνει για το «φιλελεύθερο» και «κοσμοπολίτικο» τμήμα της κοινωνίας των ΗΠΑ. Της προσπάθειάς του να αναθεωρήσει τα ιερά και όσια της εξωτερικής πολιτικής, προσεγγίζοντας τη Ρωσία και τη Βόρεια Κορέα και εγκαταλείποντας το ΝΑΤΟ και την Ευρώπη. Της αμφισβήτησης των δικαιωμάτων των πάσης φύσης μειονοτήτων, σε μία χώρα που σε όλη της την ιστορία βασίστηκε σε αυτές. Του μισογυνισμού και του χυδαίου σεξισμού του. 

Είναι αρκετά, άραγε, όλα αυτά για να δώσουν τη νίκη στους υποψήφιους των Δημοκρατικών και να αλλάξουν τα δεδομένα στο Κογκρέσο, κάνοντας έτσι τη ζωή πιο δύσκολη στον πρόεδρο και το κόμμα του για την επόμενη διετία και μην επιτρέποντάς του να ισχυριστεί ότι δικαιώθηκε και άρα μπορεί άνετα να διεκδικήσει και μια δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο; 

Τι λένε τα προγνωστικά

Οι δημοσκόποι είναι διχασμένοι και προσεκτικοί. Εξάλλου, η μαζική (όπως όλα δείχνουν) προσέλευση μπορεί να κρύβει εκπλήξεις και οι ίδιοι δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν μια ηχηρή διάψευση και αποτυχία. 

Οι περισσότεροι, πάντως, μοιάζουν να συγκλίνουν στο εξής συμπέρασμα: Ο Τραμπ θα καταφέρει, έστω και δύσκολα, να διατηρήσει τον έλεγχο της Γερουσίας, κάτι για το οποίο του φτάνουν ακόμη και 50 μέλη (σήμερα έχει 51), μιας και σε αυτή την περίπτωση μετρά διπλή η ψήφος του αντιπροέδρου της χώρας. Οι δε Δημοκρατικοί έχουν σοβαρές πιθανότητες να κερδίσουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, επιβάλλοντας ένα είδος δυαρχίας στο Κογκρέσο και πετυχαίνοντας μια μερική ανατροπή. 

Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, της «ισοπαλίας», τα δύο στρατόπεδα θα έχουν τη δυνατότητα να ισχυριστούν ότι νίκησαν, το καθένα για τους λόγους του. Σε οποιοδήποτε από τα άλλο δύο σενάρια, όμως, τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα για τους ηττημένους: Εάν οι Δημοκρατικοί ανακτήσουν τον έλεγχο του Κογκρέσου, ο Τραμπ θα έχει δεχθεί ένα βαρύτατο πλήγμα και δύσκολα θα καταφέρει να το ξεπεράσει μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές, στις 3 Νοεμβρίου 2020. 

Σε αντίθετη περίπτωση, ο Τραμπ θα είναι πρακτικά ασυγκράτητος -και όσοι θέλουν να τον σταματήσουν θα πρέπει να θέσουν σε ενέργεια άλλες μεθόδους και μέσα, ενδεχομένως πιο σκοτεινά. Η επιτροπή Μάλερ θα έχει τον λόγο...

AP Photo/Susan Walsh