Οι εννιά μήνες που συγκλόνισαν τον Λίβανο

Οι εννιά μήνες που συγκλόνισαν τον Λίβανο

Δύο κυβερνήσεις έχουν υποβάλει την παραίτησή τους – η μία τον Οκτώβριο του 2019 (μετά από κύμα μαζικών και βίαιων διαδηλώσεων) και η άλλη χθες. Στο ενδιάμεσο και για πρώτη φορά, λόγω και της κρίσης την οποία προκάλεσε η πανδημία δίνοντας τη χαριστική βολή στην οικονομία, κηρύχθηκε και επισήμως καθεστώς χρεοκοπίας – τον περασμένο Μάρτιο, μετά την αδυναμία εξυπηρέτησης ενός ομολόγου αξίας 1,2 δισ. δολαρίων. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, την προηγούμενη εβδομάδα και για άγνωστη μέχρι στιγμής αιτία, μία τεράστια έκρηξη κατέστρεψε σχεδόν ολοσχερώς το λιμάνι της πρωτεύουσας – το οποίο αποτελεί την κύρια πηγή ζωής για τη χώρα και τους πολίτες της.

Όλα αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα έχουν συμβεί μέσα σε διάστημα μόλις εννιά μηνών και έχουν οδηγήσει τον Λίβανο – την πάλαι ποτέ «Ελβετία της Μέσης Ανατολής» – κυριολεκτικά στο χείλος της διάλυσης και τον λαό του στην απόγνωση. Κάτι που έχει ως αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, οι γνωστές «ύαινες» της περιοχής (συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, η οποία έχει αποδείξει πως δεν λείπει από καμία τέτοια μοιρασιά...) να ακονίζουν ήδη τα μαχαίρια τους για να διασφαλίσουν το μερίδιο που θεωρούν ότι τους ανήκει. 

«Να φύγουν όλοι!»

Όποιος προσπαθήσει να ερμηνεύσει τις δραματικές εξελίξεις με βάση τα γνωστά κλισέ, αποδίδοντας την ευθύνη αποκλειστικά στη μία ή την άλλη πλευρά, θα πέσει έξω. Αρκεί, άλλωστε, να ρίξει μια ματιά στις ανταποκρίσεις διάφορων διεθνούς εμβέλειας ΜΜΕ από τη Βηρυτό (και ορισμένων ελληνικών Μέσων) για να διαπιστώσει ότι η λάβα της λαϊκής οργής έχει στόχο το σύνολο του πολιτικού συστήματος, το οποίο θεωρεί – δικαίως – διεφθαρμένο ως το κόκκαλο και υπεύθυνο για όλα τα δεινά. Γι' αυτό και απαιτεί από όλους να πάρουν τα μπογαλάκια τους και να φύγουν, εγκαταλείποντας την εξουσία που τόσο αγάπησαν και από την οποία τόσο πλούτισαν. 

Σε όσους εξακολουθούν να μην πείθονται θα άξιζε να υπενθυμίσουμε ότι της πρώτης κυβέρνησης που παραιτήθηκε επικεφαλής ήταν ο Σαάντ Χαρίρι, γιος του πρώην δολοφονηθέντος (το 2005) πρωθυπουργού, εκλεκτός της Δύσης και της Σαουδικής Αραβίας, αλλά διόλου συμπαθής στην Χεζμπολάχ. Από την πλευρά του, ο Χασάν Ντιάμπ, ο οποίος επέλεξε να ακολουθήσει χθες τον ίδιο δρόμο, μετά και τις αλλεπάλληλες παραιτήσεις υπουργών του, ήταν αποδεκτός από την φιλοϊρανική οργάνωση, της οποίας το «αποτύπωμα» υπήρξε σαφώς πιο ισχυρό σε αυτή την κυβέρνηση σε σύγκριση με την προηγούμενη. 

Το ερώτημα είναι εάν και τι μπορεί να γίνει την επόμενη ημέρα προκειμένου να αποφύγει ο Λίβανος το μοιραίο – δηλαδή, να έχει πρακτικά την τύχη της Συρίας και της Λιβύης. Εάν υπάρχει κάποιο σχέδιο πίσω από την απαίτηση του Εμ. Μακρόν και των υπόλοιπων «δωρητών» να έρθουν στην εξουσία κάποιοι αδιάφθοροι για να παραλάβουν τα 300 εκατ. περίπου δολάρια της διεθνούς βοήθειας που συγκεντρώθηκε στη διάσκεψη της Δευτέρας και όσα ακόμη είναι πολύ πιθανό να ακολουθήσουν. 

Η Χεζμπολάχ και οι άλλοι

Το ιδανικό σενάριο θα ήταν αυτό της συγκρότησης μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η οποία θα παραμέριζε τις τεράστιες διαφορές και το μίσος που υπάρχει ανάμεσα σε όλους θα τη συγκροτούσαν για το καλό του λαού του Λιβάνου, με στόχο την άμεση επιβίωση και την ταχύτερη δυνατή ανοικοδόμηση. Μόνο που για να γίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει όλοι να εγκαταλείψουν τα «κεκτημένα» τους ή έστω κάποια από αυτά. 

Η Χεζμπολάχ, για παράδειγμα, θα έπρεπε να πάψει να λειτουργεί ως κράτος εν κράττει και να εντάξει το τεράστιο δίκτυό της στην υπηρεσία της νέας κυβέρνησης. Οι δε αντίπαλοί της θα όφειλαν να ξεχάσουν τον στόχο που έχουν στο μυαλό τους, δηλαδή να αξιοποιήσουν αυτή την κρίση για να καταστρέψουν μια και καλή την Χεζμπολάχ. 

Εάν τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβεί, τότε οι πρόωρες εκλογές – ένα από τα πιθανότερα σενάρια, μαζί με εκείνο της συγκρότησης μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης, μέχρις ότου αντιμετωπιστούν οι άμεσες ανάγκες και διαλευκανθεί η πρόσφατη τραγωδία – δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε λύση. Εκτός και αν οι ανώνυμοι πρωταγωνιστές της «Άνοιξης του Λιβάνου» καταφέρουν να κάνουν το τεράστιο άλμα και να συγκροτηθούν πολιτικά, επιβάλλοντας τη θέλησή τους στις παραδοσιακές δυνάμεις, με βασικό κριτήριο όχι τις θρησκευτικές και εθνοτικές διαιρέσεις, αλλά τις κοινωνικές ανάγκες. 

Η εμπειρία από τις υπόλοιπες αραβικές χώρες, πάντως, δείχνει πως κάτι τέτοιο κάθε άλλο παρά εύκολο είναι...