Γιατί πέθανε σε ισπανική φυλακή ο πρωτοπόρος των anti-virus λογισμικών

Γιατί πέθανε σε ισπανική φυλακή ο πρωτοπόρος των anti-virus λογισμικών

Υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ, υποστηρικτής των κρυπτονομισμάτων, φυγάς, συνομωσιολόγος,  ο Τζον Μακάφι ο οποίος έγραψε το όνομά του στην ιστορία της βιομηχανίας του λογισμικού, ήταν γιατί δημιούργησε το πρώτο πρόγραμμα που «σκανάρει» για όλους τους ιούς, βρέθηκε νεκρός την Τετάρτη στο κελί μιας φυλακής της Βαρκελώνης, έχοντας πιθανότατα αυτοκτονήσει.

«Ελπίζω το ισπανικό δικαστήριο να δει την αδικία σε όλο αυτό. Οι ΗΠΑ θέλουν να με χρησιμοποιήσουν ως παράδειγμα», ανέφερε σε μια από τις τελευταίες του δηλώσεις.

Το ένταλμα σύλληψης που εκκρεμούσε στις ΗΠΑ αφορούσε κατηγορίες περί διαφυγόντων φόρων από έσοδα κρυπτονομισμάτων καθώς και από έσοδα από τις ομιλίες του και την πώληση των δικαιωμάτων για ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του.

Σε ένα από τα τελευταία tweets του τον Ιούνιο του 2020, ο Μακάφι είχε αναφέρει πώς η εξουσία διαφθείρει.

«Σε μία δημοκρατία, η εξουσία δίνεται, δεν παίρνεται. Αλλά είναι και πάλι εξουσία. Η αγάπη, η συμπόνια και η φροντίδα, δεν μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν. Αλλά είναι καύσιμο για την απληστία, την εχθρότητα, τη ζήλια… Κάθε εξουσία διαφθείρει. Φροντίστε ποιες εξουσίες θα επιτρέπετε να έχει μία δημοκρατία», ανέφερε.

To 2019 o επιχειρηματίας, ο οποίος ήταν γνωστός για την ελευθεροστομία του –κατ’ άλλους για το ακαταλόγιστο των ισχυρισμών του-, είχε γράψει ότι λαμβάνει έμμεσα μηνύματα από την αμερικανική κυβέρνηση ότι τον θέλει νεκρό, σχεδιάζοντας να τον δολοφονήσει με τρόπο που να φανεί ως αυτοκτονία.

Ο επιχειρηματίας, συνελήφθη τον Οκτώβριο του 2020 στο αεροδρόμιο της Βαρκελώνης μετά το ένταλμα έκδοσης που εξέδωσαν οι ΗΠΑ τον Ιούνιο του 2020 με το οποίο κατηγορείτο για απόκρυψη ενεργητικού και αποφυγή υποβολής φορολογικών δηλώσεων επί μια τετραετία. Τον Μάρτιο, κατηγορήθηκε για απάτη και ξέπλυμα χρήματος λόγω της χρήσης των κοινωνικών δικτύων για την προώθηση κρυπτονομισμάτων, δραστηριότητα η οποία παρήγαγε 13 εκατομμύρια δολάρια σε παράνομα κέρδη για τον ίδιο και τον συνεργάτη του, σύμφωνα με τις εισαγγελικές αρχές των ΗΠΑ.

Στην πορεία της ζωής του ο Μακάφι δούλεψε για τη NASA, την Xerox και τη Lockheed Martin, πριν να ιδρύσει την εταιρεία που έφερε το όνομά του, το 1987. Το 2011 η εταιρεία του πουλήθηκε στην Intel αντί 7,68 δισ. δολαρίων και εκείνος έπαψε να έχει εμπλοκή με αυτήν. 

Μετά τη μεγάλη περιουσία που έκανε με το λογισμικό του κατά των ιών τη δεκαετία του 1980, ο Τζον ΜακΆφι έγινε γκουρού των κρυπτονομισμάτων. Όμως οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς υποστηρίζουν ότι αγόραζε μυστικά μεγάλες ποσότητες κρυπτονομισμάτων σε χαμηλές τιμές. Έπειτα, μέσα από το Twitter του, προσέφερε επενδυτικές συμβουλές στους ακολούθους του που ανέβαζαν τις τιμές και έπειτα, πουλούσε τα κρυπτονομίσματά του, αποσπώντας το κέρδος.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η απάτη πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στον Δεκέμβριο του 2017 και τον Οκτώβριο του 2018, όταν ο Μακάφι είχε περίπου 784.000 ακόλουθους στο Twitter. Τα κρυπτονομίσματα τα οποία υποστήριζε περιλάμβαναν τα Dogecoin, Verge, Electroneum, Burstcoin και Tron. Το FBI επίσης ισχυρίστηκε ότι αφού ο Μακάφι αποσπούσε τα κέρδη του, οι τιμές τους έπεφταν δραματικά έπειτα από έναν χρόνο.

Το 2019, παραδέχθηκε ότι δεν είχε πληρώσει φόρους στις ΗΠΑ για οκτώ χρόνια, για ιδεολογικούς λόγους. Τη χρονιά εκείνη, εγκατέλειψε τις ΗΠΑ για να αποφύγει να δικαστεί, με αποτέλεσμα να ζει στο megayacht του, με τη σύζυγό του, τα 4 μεγάλα σκυλιά τους, 2 σωματοφύλακες και 7 άτομα προσωπικό.

Το 2016, ο Μακάφι ανακοίνωσε ότι θα λάβει μέρος στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ με το Libertarian Party με πλατφόρμα που περιελάμβανε ιδέες για τη δημιουργία αμυντικής στρατηγικής για την κυβερνοασφάλεια. Τελικά, επικεφαλής του κόμματος αναδείχθηκε ο πρώην κυβερνήτης του Νέου Μεξικού, Γκάρι Τζόνσον.