Ανεξαρτησία της Καταλονίας: Από την αυτοκρατορία στον Franco και τη δημοκρατική Ισπανία

Ανεξαρτησία της Καταλονίας: Από την αυτοκρατορία στον Franco και τη δημοκρατική Ισπανία

Μακρά ιστορία έχει η υπόθεση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη, καθώς και το κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας της Καταλονίας. Μια ιστορία οι ρίζες της οποίας φτάνουν στον 15ο-16ο αιώνα (αν όχι ακόμη πιο παλιά), ενώ έχει σημαδευτεί από αρκετές εξεγέρσεις και ένοπλες συγκρούσεις.

Σε μία από αυτές, στις 11 Σεπτεμβρίου 1714, η Βαρκελώνη αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να παραδοθεί στα γαλλοϊσπανικά στρατεύματα, σηματοδοτώντας έτσι το τέλος εκείνης της περιόδου της καταλανικής αυτονομίας. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι η συγκεκριμένη ημερομηνία, η καταλανική «11η Σεπτεμβρίου», εορτάζεται ως η Εθνική Ημέρα της Καταλονίας.

Σε κάθε περίπτωση, το σχίσμα βάθυνε κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, το 1936-''39, που έληξε με ήττα των Ρεπουμπλικάνων και την εγκαθίδρυση, με τη βοήθεια της χιτλερικής Γερμανίας, της δικτατορίας του Francisco Franco, η οποία πρακτικά διήρκεσε μέχρι τον θάνατό του, το 1975. Τα χρόνια του πολέμου, η Βαρκελώνη αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της δημοκρατικής Ισπανίας και της αντίστασης κατά των εθνικιστών και φασιστών -και ο Franco την τιμώρησε καταργώντας, μετά την κατάληψή της το 1938, του καθεστώτος αυτονομίας και της τοπικής κυβέρνησης, που είχαν και πάλι νομοθετηθεί το 1931.

Κυρίαρχη πολιτική δύναμη, τότε, ήταν η Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλονίας (ERC), γεγονός που -μαζί φυσικά με τις εμπειρίες του εμφυλίου- προσέδωσε βαθιά και διαχρονικά αριστερά χαρακτηριστικά στην υπόθεση της ανεξαρτησίας. Τα χαρακτηριστικά αυτά διατηρήθηκαν και στη συνέχεια, παρά την απόσχιση από τον βασικό κορμό της ERC του πιο εθνικιστικού τμήματός του, που ονομάστηκε Εθνικό Μέτωπο της Καταλονίας (FNC), καθώς έτσι δόθηκε το έναυσμα για τη δημιουργία και ενίσχυση άλλων, σαφώς πιο αριστερών δυνάμεων. 

Ωστόσο, το τέλος της δικτατορίας του Franco, το 1975, έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη εκδημοκρατισμού όλης της χώρας, στο πλαίσιο της ισπανικής μεταπολίτευσης. Έτσι, το κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας της Καταλονίας βρέθηκε προσωρινά στο περιθώριο, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και με τα δημοψηφίσματα για το νέο σύνταγμα. Ένα σύνταγμα που ναι μεν επανέφερε το καθεστώς της αυτονομίας, χωρίς να αναγνωρίζει κανένα περαιτέρω δικαίωμα, καθώς πρότασσε το «ενιαίο της Ισπανίας». Παρά την αντίθεση των εθνικιστικών κομμάτων της Καταλονίας, η έγκριση του συντάγματος στην Καταλονία ήρθε με συντριπτική πλειοψηφία, της τάξης του 88%...

Το όραμα της ανεξαρτησίας δεν έσβησε, φυσικά, ποτέ και επανήλθε σύντομα στο προσκήνιο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ''80, ομάδες διανοουμένων έθεταν μετ'' επιτάσεως το ζήτημα των διακρίσεων στη γλώσσα και σε άλλα επίπεδα, οργανώνοντας και δημόσιες συγκεντρώσεις. 

Οι διεργασίες διήρκεσαν περίπου δύο δεκαετίες, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν τη διακυβέρνηση ανέλαβε εκ νέου ένας (κεντρο)αριστερός συνασπισμός, αποτελούμενος από κόμματα που τάσσονταν τόσο κατά της απόσχισης (όπως οι Σοσιαλιστές) όσο και υπέρ (ERC και συμμαχία άκρας Αριστεράς και Πρασίνων). Εκείνη η κυβέρνηση, μάλιστα, είχε επεξεργαστεί ένα νέο σχέδιο για την πιο διευρυμένη αυτονομία της Καταλονίας, το οποίο προωθήθηκε στο κοινοβούλιο της Μαδρίτης. Εκεί, όμως, έγινε το λάθος.

Κι αυτό διότι παρά την έγκρισή του, αφαιρέθηκαν από το τελικό κείμενο τόσο οι διατάξεις που αφορούσαν την οικονομική και γλωσσική αυτοδιάθεση όσο και εκείνη που αναγνώριζε την Καταλονία ως «έθνος». Η συνέπεια ήταν να προκληθεί έντονη αντίδραση στην Βαρκελώνη, η κυβέρνηση της οποίας οδήγησε το σύνολο του διατάγματος σε δημοψήφισμα, καλώντας τους πολίτες να το απορρίψουν -τελικά, το αποτέλεσμα ήταν μεν «ναι», με συμμετοχή όμως της τάξης του 48%.

Από εκεί και στο εξής, η υπόθεση της ανεξαρτησίας φαίνεται πως είχε μπει πια οριστικά στον δρόμο της αντιπαράθεσης. Μέχρι το 2011, διεξήχθησαν δεκάδες δημοψηφίσματα σε επίπεδο δήμων, που επιβεβαίωσαν ότι η πλειοψηφία τασσόταν υπέρ της ανεξαρτησίας και προετοίμαζαν το έδαφος για το επόμενο μεγάλο βήμα. Ένα βήμα που ήρθε με τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας το 2013 (η οποία κρίθηκε αντισυνταγματική), τις «ανθρώπινες αλυσίδες» από τα σύνορα με τη Γαλλίας μέχρι την Βαλένθια και κατέληξε στο δημοψήφισμα που διεξήχθη σε όλη την Καταλονία στις 9 Νοεμβρίου 2014 -παρά την απαγόρευση από τη Μαδρίτη και με τον τότε πρωθυπουργό Artur Mas, να κάνει τον ελιγμό και να το χαρακτηρίζει άτυπο.

Το αποτέλεσμα ήταν 81% υπέρ της ανεξαρτησίας, όμως η συμμετοχή υπήρξε και πάλι χαμηλή, της τάξης του 42%, γεγονός που αφενός απονομιμοποίησε το ίδιο το δημοψήφισμα και, αφετέρου, έδωσε το δικαίωμα στην κυβέρνηση να κινηθεί νομικά κατά του Mas, ο οποίος και καταδικάστηκε. 

Το αμέσως επόμενο βήμα οδηγεί στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα. Πλέον, από τις αρχές του 2016, τα ηνία της καταλανικής κυβέρνησης έχει αναλάβει μια ιδιότυπη συμμαχία που υποστηρίζει την ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους, ανάμεσα στον κεντροδεξιό συνασπισμό Junts pel Si (Μαζί για το Ναι), στον οποίο ανήκει τόσο ο Mas όσο και ο νυν πρωθυπουργός Carles Puigdemont, όσο και το ακροαριστερό κόμμα CUP, που συγκέντρωσε ποσοστό άνω το 10% στις τελευταίες εκλογές -με τους Σοσιαλιστές και το Λαϊκό Κόμμα να γνωρίζουν βαριά ήττα.

Όσο για τους Podemos, το αδελφό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ που στήριξαν και την νυν δήμαρχο της Βαρκελώνης, Ada Colau, ακολουθούν μια... μεσοβέζικη στάση: Αν και επισήμως τάσσονται κατά της απόσχισης της Καταλονίας και υπέρ της εκχώρησης πιο διευρυμένης αυτονομίας, υποστηρίζουν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος και κατήγγειλαν τα μέτρα καταστολής κατά της κυβέρνησης Puigdemont για την ακύρωση του δημοψηφίσματος.

Υστερόγραφο: Πέραν των ιστορικών αντιθέσεων, το γεγονός ότι σήμερα ηγείται της κυβέρνησης της Ισπανίας ο Mariano Rajoy εντείνει την κρίση. Κι αυτό είναι κοινό μυστικό ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης) το Λαϊκό Κόμμα δεν κατάφερε ποτέ να «απογαλακτιστεί» από τα φρανκικά κατάλοιπα και έτσι, ξυπνά δυσάρεστες μνήμες του παρελθόντος για τους Καταλανούς...

Γιώργος Παυλόπουλος