Το Facebook και η ευθύνη των υποδομών εθνικής σημασίας τον 21ο αιώνα

Το Facebook και η ευθύνη των υποδομών εθνικής σημασίας τον 21ο αιώνα

Γράφει η Elisabeth Braw

Μια φορά κι έναν καιρό, οι περισσότεροι από μας θέλαμε να αγαπήσουμε το Facebook. Ή μάλλον, αγαπούσαμε να συνδεόμαστε με τους φίλους, τους γνωστούς μας ή ακόμη και με άγνωστους σε ολόκληρο τον κόσμο, και δωρεάν. Το γεγονός ότι ήταν δωρεάν γιατί δίναμε ως αντάλλαγμα στο Facebook τα δεδομένα μας φαινόταν μια ταλαιπωρία μικρής σημασίας. Το 2016 όμως, οι τελευταίοι εναπομείναντες ρομαντικού του Facebook μάθαμε ότι το μεγαλύτερο δίκτυο κοινωνικής δικτύωσης στον κόσμο χρησιμοποιούταν και για πολύ σκοτεινούς σκοπούς όπως η παρέμβαση σε εκλογές. Τώρα, η καταμαρτυρήτρια Frances Haugen περιέγραψε πόσο συχνές είναι οι σκοτεινές δραστηριότητες εντός της αυτοκρατορίας του Facebook. Τα κοινωνικά δίκτυα είναι κρίσιμο μέρος της εθνικής μας υποδομής και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τέτοια.

Το έτος που ιδρύθηκε το Facebook, μετακόμισα στο Σαν Φρανσίσκο. Ήμουν τότε ανταποκρίτρια για ένα σουηδικό μέσο ενημέρωσης, και μετά από ένα-δύο χρόνια έγραψα ένα ρεπορτάζ γι’ αυτή τη νέα ιστοσελίδα που φαινόταν ότι αποκτά μεγάλη δημοτικότητα. Ήταν η πρώτη φορά που αναφερόταν το Facebook στα σουηδικά μέσα. Σήμερα σχεδόν όλοι οι Σουηδοί μου φίλοι και γνωστοί χρησιμοποιούν το Facebook, όπως φυσικά και περίπου δύο εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι ανά τον κόσμο. Σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, το Facebook είναι το ίδιο το διαδίκτυο.

Σε συνεντεύξεις της στην Wall Street Journal και στην κατάθεσή της ενώπιον της Γερουσίας, η πρώην διευθύντρια προϊόντων του Facebook Frances Haugen εξήγησε - και τεκμηρίωσε παρέχοντας ογκώδη τεκμήρια - τις πολλές σκοτεινές δραστηριότητες που συμβαίνουν στο Facebook: παρακολούθηση από την Κίνα των Ουιγούρων που ζουν στο εξωτερικό, ιρανική κατασκοπεία, αλγόριθμοι που ενισχύουν την παραπληροφόρηση. Δεν πρόκειται όμως απλώς για δραστηριότητες από κάποιους τρίτους οργανισμούς που απλώς εκμεταλλεύονται το Facebook - είναι δραστηριότητες από την ίδια την εταιρία. Η Haugen έφερε προς γνώση του κοινού το γεγονός ότι το Facebook γνώριζε ότι το Instagram (που του ανήκει) προκαλεί ζημιά στην ψυχική υγεία των εφήβων κοριτσιών και ότι επιτρέπει σε δημόσια πρόσωπα να αναρτούν εμπρηστικό περιεχόμενο και παραπληροφόρηση. Τα προϊόντα του Facebook, δήλωσε η Haugen “βλάπτουν τα παιδιά, υποδαυλίζουν τον διχασμό και αποδυναμώνουν τη δημοκρατία μας”.

Η Haugen προσέφερε μια τεράστια υπηρεσία στη δημοκρατία, την εθνική ασφάλεια και τον δημόσιο διάλογο βρίσκοντας τη δύναμη να αποκαλύψει την αλήθεια. Ενώ όμως παρουσίασε τεράστια σε όγκο και λεπτομέρεια τεκμηρίωση, αυτά που είπε σίγουρα δεν εξέπληξαν κανέναν. Ρωτήστε σχεδόν το οποιοδήποτε έφηβο κορίτσι, και θα σας πει ότι οι τέλειες (και συχνά πειραγμένες) φωτογραφίες των άλλων κοριτσιών στο Instagram την κάνουν να αισθάνεται άσχημα για το σώμα της. Ρωτήστε σχεδόν τον οποιονδήποτε Αμερικανό και θα σας πει ότι ανησυχεί για τον τρόπο που οι συμπολίτες του αυτο-ριζοσπαστικοποιούνται χρησιμοποιώντας ψευδείς πληροφορίες και παραπληροφόρηση από το Facebook σε βαθμό που έφτασαν να εισβάλουν στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου.

Το Facebook θεωρεί τον εαυτό του μια κανονική επιχειρηματική δραστηριότητα, και ο διευθύνων του σύμβουλος Mark Zuckerberg θέλει μάλιστα να το παρουσιάζει ως μια αγορά για τον 21ο αιώνα. Σε σύγκριση όμως με πολλές αμερικανικές εταιρίες-γίγαντες των προηγούμενων γενεών, το Facebook αποδίδει λίγη έμφαση στην ιδιότητα του εταιρικού πολίτη. Ενώ οι εταιρίες αυτές λάμβαναν υπόψη τους τι είναι καλό για την Αμερική, το Facebook - όπως είναι σαφές από την τεκμηρίωση της Haugen - εστιάζει στα οφέλη για το ίδιο, εις βάρος της δημοκρατίας και του δημόσιου διαλόγου.

Ίσως έτσι πρέπει να είναι. Κανείς δεν μπορεί να επιβάλλει στις εταιρίες να είναι καλοί εταιρικοί πολίτες. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε αν οι αεροπορικές εταιρίες, οι εταιρίες διαχείρισης της λειτουργίας εργοστασίων ενέργειας, και οι εταιρίες τηλεπικοινωνιών λειτουργούσαν χωρίς επίβλεψη. Μπορεί να ήταν καλοί εταιρικοί πολίτες, ή και όχι - επειδή όμως είναι μέρη κρίσιμων εθνικών υποδομών, υπόκεινται σε ρυθμίσεις. Σήμερα και το Facebook είναι μέρος μιας κρίσιμης εθνικής υποδομής: τα προϊόντα του αποτελούν ένα ζωτικό μέρος της καθημερινής μας ζωής.

Βεβαίως, σε κανέναν δεν αρέσουν νέες κρατικές ρυθμίσεις, και οι ρυθμιστές έχουν να αντιμετωπίζουν τις δικές τους προκλήσεις. Ποιος αποφασίζει τι είναι το κοινό καλό; Παρ’ όλα αυτά, ένας ολόκληρος κλάδος που λειτουργεί ανά τον κόσμο με ελάχιστη επίβλεψη - ένας κλάδος που μπορεί να επηρεάσει την ατομική συμπεριφορά των ανθρώπων και μάλιστα τον τρόπο με τον οποίο οι δημοκρατικές κοινωνίες διεξάγουν τον δημόσιο διάλογο και εκλέγουν τους ηγέτες του - είναι σαφές ότι πρέπει να ακολουθήσει πιο αυστηρούς κανόνες απ’ ό,τι, για παράδειγμα, οι υποδηματοποιοί.

Λίγο μετά την ίδρυση του ανταγωνιστικού προς το Facebook Twitter, πήγα να τους συναντήσω στο Σαν Φρανσίσκο, όπως συχνά συναντούσα πολλές νεοφυείς επιχειρήσεις. Ήταν κάποιοι τύποι σε λίγα γραφεία, με ποδήλατα να στηρίζονται στους τοίχους - όχι μια εικόνα μιας δημόσιας δύναμης υπό διαμόρφωση. Και ο ίδιος ο Zuckerberg δεν ίδρυσε το Facebook με τη φιλοδοξία να το καταστήσει μέρος μιας κρίσιμης εθνικής υποδομής. Η επιτυχία όμως επιφέρει ευθύνη, και αν οι εταιρίες δεν την αναλαμβάνουν οικειοθελώς, τότε πρέπει να παρέμβει η κοινωνία.

Κατά την περίοδο 2017-2019, η κοινοβουλευτική επιτροπή ψηφιακών μέσων, κουλτούρας, μέσων ενημέρωσης και αθλητισμού του βρετανικού Κοινοβουλίου διεξήγαγε μια έρευνα για την παραπληροφόρηση και τις ψευδείς ειδήσεις. Αυτό συνέβη λίγο μετά το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, και η επιτροπή όπως αναμενόταν ήθελε να ακούσει το Facebook. “Προσκαλέσαμε τον διευθύνοντα σύμβουλο του Facebook, Mark Zuckerberg… για να παρουσιάσει στοιχεία σε μας και σε αυτή την επιτροπή. Εκείνος επέλεξε να αρνηθεί, τρεις φορές”, σημείωσε η Επιτροπή στην τελική της έκθεση, προσθέτοντας ότι “επιλέγοντας να μην εμφανιστεί ενώπιον της Επιτροπής, και επιλέγοντας να μην ανταποκριθεί προσωπικώς σε καμία από τις προσκλήσεις που του απευθύναμε, ο Mark Zuckerberg επέδειξε περιφρόνηση έναντι τόσο του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου, όσο και της Διεθνούς Μεγάλης Επιτροπής (International Grand Committee) που περιλαμβάνει μέλη από εννιά νομοθετικά σώματα ανά τον κόσμο”. Μια τέτοια συμπεριφορά, δείχνει επίσης και το γιατί η ρύθμιση έχει καταστεί αναπόφευκτη.

*Η Elisabeth Braw είναι ερευνήτρια στο American Enterprise Institute.

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 6 Οκτωβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.