Την επομένη του κορονοϊού χρειαζόμαστε λιγότερο Ρούσβελτ και περισσότερο Έρχαρντ

Την επομένη του κορονοϊού χρειαζόμαστε λιγότερο Ρούσβελτ και περισσότερο Έρχαρντ

του Philip Booth

Λίγο πριν τον μεγάλο λόγο του Βρετανού Πρωθυπουργού, όλοι εκτιμούσαν ότι θα υποσχεθεί ένα “αλά Ρούσβελτ” New Deal για τη χώρα. Ευτυχώς, εντέλει δεν υποσχέθηκε κάτι τέτοιο. Γιατί ευτυχώς; Μια ιστορία δύο χωρών μας δίνει την απάντηση.

Παρά τις δυσκολίες που υπέστη το Ηνωμένο Βασίλειο (ιδίως στα βορειοανατολικά, την Ουαλία και τη Σκωτία) η χώρα πέρασε σχετικά ανώδυνα τη Μεγάλη Ύφεση σε σύγκριση με τα διεθνή πρότυπα. Παρά την εξαιρετικά συντηρητική δημοσιονομική πολιτική (πολύ περισσότερο απ’ ό,τι κατά τη λεγόμενη λιτότητα μετά το 2008) η οικονομία ανέκαμψε γρήγορα. Κατά την περίοδο 1930 - 1933, το μέσο έλλειμμα του δημοσίου τομέα ήταν μόλις 1,1% του ΑΕΠ. Και σημειώθηκαν μόλις δύο χρόνια αρνητικής ανάπτυξης του ΑΕΠ (το 1930 και το 1931). Μέχρι το 1938, η ανάπτυξη του ΑΕΠ υπήρξε αρκετά ραγδαία ώστε η χώρα να επιστρέψει στις τάσεις του εθνικού εισοδήματος σαν να μην είχε συμβεί ποτέ η Μεγάλη Ύφεση.

Ένας σημαντικός μοχλός ανάπτυξης εκείνη την περίοδο ήταν η οικοδόμηση οικιών από τον ιδιωτικό τομέα. Για να γίνει αυτό κατανοητό, πέρσι η οικοδομή βρέθηκε σε υψηλό 30 ετών και χτίσαμε τρία σπίτια για κάθε χίλιους ανθρώπους. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, σύμφωνα με τον Nick Crafts, το ποσοστό της οικοδομής ήταν πάνω από διπλάσιο. Μια σημαντική αιτία γι’ αυτό ήταν η απελευθέρωση της αγοράς. Μόνο σε ένα μικρό μέρος της χώρας εφαρμόζονταν πολεοδομικές ρυθμίσεις. Στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαμε ένα σταθερό ρυθμιστικό περιβάλλον, απελευθερωμένη αγορά γης προς οικοδόμηση και δημοσιονομική αυστηρότητα.

Φυσικά, οι ΗΠΑ υπέστησαν και μια τραπεζική κρίση που αναπόφευκτα επιδείνωσε τη Μεγάλη Ύφεση. Μολονότι όμως ο Ρούσβελτ συχνά θεωρείται ο μεγάλος σωτήρας, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν του ανήκει. Όντως, υπήρξε μια ανάκαμψη του ΑΕΠ των ΗΠΑ στα πρώιμα χρόνια του Ρούσβελτ. Όπως όμως πιθανότητα θα συμβεί και μετά τον κορονοϊό, το ΑΕΠ των ΗΠΑ είχε συρρικνωθεί τόσο πολύ που μια ανάκαμψη ήταν αναπόφευκτη. Σε διάφορα χρονικά σημεία κατά την περίοδο 1930-1939, οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν αρκετά υψηλοί. Αν όμως δούμε την περίοδο 1929-1939 συνολικά, η πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ ήταν μόλις 1% ετησίως. Δεν υπήρξε κάποια επιστροφή στην τάση των επιπέδων του εθνικού εισοδήματος. Καθώς η οικονομία μετακινήθηκε στην κατεύθυνση της κεντρικής διεύθυνσής της προκειμένου να παραχθούν όπλα κατά τη διάρκεια του πολέμου, είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς κάτι πέραν του ότι η Μεγάλη Ύφεση δεν τερματίστηκε ουσιαστικά για την Αμερική παρά μόνο μετά τον πόλεμο.

Υπάρχει πολλή συζήτηση για την ανεργία στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Σύμφωνα με μια εκτίμηση που δεν συμπεριλαμβάνει στην απασχόληση όσους συμμετείχαν σε προγράμματα δημιουργίας θέσεων εργασίας, η ανεργία κυμαινόταν μεταξύ του 15% και του 20% όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Άλλα δεδομένα που συμπεριλαμβάνουν ως εργαζόμενους όσους συμμετείχαν σε προγράμματα δημιουργίας θέσεων εργασίας αφαιρεί πέντε ποσοστιαίες μονάδες. Σε κάθε περίπτωση, η ανεργία στις ΗΠΑ ήταν πολύ υψηλότερη απ’ ό,τι στο Ηνωμένο Βασίλειο. Για να λειτουργεί η οικονομία σε αυτά τα επίπεδα της ανεργίας για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, χρειάζονται κάποιες πολύ κακές πολιτικές.

Και υπήρξαν κάποιες πολύ κακές πολιτικές. Η αυθαίρετη ρύθμιση έβλαψε τις επιχειρήσεις και δημιούργησε “αβεβαιότητα πολιτικής” και οι ανώτατοι οριακοί φορολογικοί συντελεστές αυξήθηκαν στο 77% και έπειτα στο 94% κατά τη διάρκεια του πολέμου. Και μολονότι ο Πωλ Κρούγκμαν έχει υποστηρίξει ότι δεν εφαρμόστηκαν κεϋνσιανές φορολογικές πολιτικές, ο κρατικός δανεισμός στις ΗΠΑ ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος ήταν πολύ υψηλότερο απ’ ό,τι στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Κάποιοι θα έλεγαν ότι παρουσιάζω τον Ρούσβελτ υπερβολικά αρνητικά. Άλλοι θα έλεγαν πως δεν τον παρουσιάζω αρκετά αρνητικά. Ένα όμως είναι σίγουρο - ότι δεν υπάρχουν δεδομένα που να καταδεικνύουν ότι η προσέγγιση του Ρούσβελτ στην Μεγάλη Ύφεση ήταν πιο πετυχημένη από την αντίστοιχη βρετανική. Η αποτίμηση του Ρούσβελτ αναγκαστικά κυμαίνεται από κακή έως μέτρια.

Γιατί λοιπόν ο Μπόρις Τζόνσον ισχυρίζεται ότι ακολουθεί στα βήματα του αποτυχημένου σοσιαλιστή των ΗΠΑ που υπήρξε υποψήφιος των Δημοκρατικών, αντί να ακολουθήσει τα βήματα του Philip Snowden, του επιτυχημένου δημοσιονομικώς συντηρητικού Βρετανού που υπήρξε υποψήφιος των σοσιαλιστών; Πρόκειται για μια ρητορική ερώτηση που μόνο ο Μπόρις Τζόνσον μπορεί να απαντήσει.

Αυτό είναι ακόμη πιο ακατανόητο δεδομένου του ότι μια σοβαρή ανάλυση της δήλωσης του Τζόνσον υποδεικνύει ότι, ενώ ο δανεισμός θα παραμείνει σε πολύ υψηλά επίπεδα, οι δαπάνες δεν θα αλλάξουν ιδιαίτερα.Μάλλον δεν βρισκόμαστε λοιπόν στα βήματα του Ρούσβελτ.

Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση. Η αντίδραση του Ρούσβελτ στη Μεγάλη Ύφεση υπήρξε λανθασμένη. Μολονότι όμως διαφωνώ μ’ αυτήν, τουλάχιστον υπάρχει μια αξιοσέβαστη οικονομική θεωρία που υποστηρίζει ότι ο κρατικός δανεισμός είναι μια κατάλληλη αντίδραση σε ένα σοκ ζήτησης. Εμείς έχουμε ένα σοκ προσφοράς. Το να αντιδράσουμε σε μια κρίση που αφορά την προσφορά με μέτρα τύπου Ρούσβελτ μοιάζει με το να προσπαθεί κανείς να σφίξει μια βίδα με ένα σφυρί - είναι το λάθος εργαλείο για τη δουλειά που θέλουμε.

Η Βρετανία σταμάτησε βιαίως να δουλεύει και χρειάζεται να απελευθερώσουμε την πλευρά της ζήτησης της οικονομίας ώστε οι επιχειρήσεις να αναδομηθούν και να δημιουργηθούν ξανά θέσεις εργασίας. Για να το πετύχουμε αυτό θα πρέπει να στραφούμε όχι στον Ρούσβελτ, αλλά σε προσωπικότητες όπως ο Λούντβιχ Έρχαρντ και στους στοχαστές πίσω από αυτόν, χάρη στους οποίους διασφαλίστηκε ότι οι πολίτες της Δυτικής Γερμανίας υπήρξαν ελεύθεροι από κρατικούς ελέγχους να ξαναχτίσουν την οικονομία τους μετά το μεγαλύτερο σοκ προσφοράς του αιώνα. Δεν ήταν New Deal, αλλά κάτι πολύ καλύτερο.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο  CapX.

-

Ο Philip Booth είναι καθηγητής χρηματοπιστωτικών, δημόσιας πολιτικής και ηθικής στο St Mary’s University, Twickenham και μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του Institute of Economic Affairs. 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 7 Ιουλίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.