Ήρθε η ώρα να ξανασκεφτούμε την εξωτερική βοήθεια

Ήρθε η ώρα να ξανασκεφτούμε την εξωτερική βοήθεια

Του Marian L. Tupy

Την προηγούμενη εβδομάδα εξήγησα στο CapX τους λόγους που το θεωρητικό επιχείρημα υπέρ της χορήγησης εξωτερικής βοήθειας είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφισβητήσιμο, καθώς οι πρακτικές συνέπειες αυτής της βοήθειας σε μερικές από τις φτωχότερες οικονομίες του κόσμου μπορεί να υπήρξαν επιβλαβείς. Το επιχείρημα εναντίον της εξωτερικής βοήθειας δεν σταματά εκεί. Υπάρχουν επίσης προβλήματα με τη διαδικασία της χορήγησής της και με τις αρνητικές συνέπειές της ως προς τη διάδοση της δημοκρατίας.

Η επίσημη βοήθεια διανέμεται με πολλούς διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση δίνει βοήθεια μέσω του Ευρωπαίου Επιτρόπου για την Ανάπτυξη και την Ανθρωπιστική Βοήθεια. Τα κράτη της ΕΕ όμως μεμονωμένα έχουν τους δικούς τους αντίστοιχους φορείς. Οι Ευρωπαίοι έχουν επίσης μια ισχυρή φωνή στα διοικητικά συμβούλια της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ, οργανισμοί που επίσης διανέμουν βοήθεια. Εκτός από αυτούς τους επίσημους φορείς, έχει σημειωθεί μια τεράστια αύξηση στον αριθμό των μη κυβερνητικών οργανώσεων που χορηγούν βοήθεια, οι οποίοι επίσης λαμβάνουν και διανέμουν χρήματα δυτικών φορολογούμενων.

Η “βιομηχανία της βοήθειας” απασχολεί πολλές χιλιάδες ανθρώπους. Κατά συνέπεια, ένα μεγάλο ποσοστό των χρημάτων που δαπανώνται για εξωτερική βοήθεια πηγαίνει στην κάλυψη του λειτουργικού κόστους, όπως το κόστος της διοίκησης, των ταξιδιών και της διαμονής. Ο Michael Maren, ένας πρώην εργαζόμενος στον κλάδο, γράφει ότι τα χρήματα που δαπανώνται στις γραφειοκρατίες της βοήθειας δημιουργούν στρεβλά κίνητρα. “Πρέπει να εκμεταλλευτούμε αυτό το λιμό για να επεκτείνουμε το κανονικό μας πρόγραμμα” υποστήριξε μία αξιωματούχος της βοήθειας που συνάντησε ο Maren στην Αφρική, η οποία είδε την πείνα και τη φτώχεια ως μία “ευκαιρία ανάπτυξης”. “Όποιες κι αν είναι οι αρχικές προθέσεις” επισημαίνει ο Maren, “τα προγράμματα βοήθειας έχουν γίνει αυτοσκοποί”.

Η αντιμετώπιση όλου αυτού του πλήθους των δωρητών και των φορέων βοήθειας, με καθέναν απ' αυτούς να απαιτεί κάποιον βαθμό προσοχής, έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο βάρος στις αφρικανικές γραφειοκρατίες. Ο χρόνος και η προσπάθεια που δαπανώνται για την εξυπηρέτηση των αναγκών των ξένων δωρητών, αντί για την επικέντρωση στις ανάγκες του πληθυσμού αυτών των χωρών, έχει μεγαλώσει την απόσταση που χωρίζει τις αφρικανικές κυβερνήσεις από τους ψηφοφόρους τους. Η συνεργασία με τις οργανώσεις βοήθειας που λειτουργούν στην Κένυα για παράδειγμα, έχει γίνει ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα που “η κυβέρνηση και οι δωρητές… συμφώνησαν σε κάποιες αρχές συνεργασίας που περιλαμβάνουν μια 'περίοδο ησυχίας' μεταξύ της 1ης Μαΐου και της 30ης Ιουνίου κάθε χρόνο”.

Ακόμη, η πρόκληση της αποτελεσματικής χορήγησης βοήθειας από μια πληθώρα φορέων έχει αποδειχθεί ανυπέρβλητη. Συχνά, το αποτέλεσμα είναι ο “διπλασιασμός” των προσπαθειών τους. Έτσι “οι έρευνες παρακολούθησης καταδεικνύουν ότι η πρόοδος που έχει επιτευχθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τους δωρητές συνολικά στην κατεύθυνση του συντονισμού είναι περιορισμένη”. Στην Αιθιοπία για παράδειγμα, οι κρατικοί αξιωματούχοι αφιερώνουν “το ένα τρίτο έως και το μισό του χρόνου τους” στο να συμμετέχουν σε “συναντήσεις συντονισμού” με πολλές και διάφορες ΜΚΟ, με διεθνείς φορείς βοήθειας και διμερείς δωρητές.

Επίσης, πολλοί ξένοι δωρητές έχουν τις δικές τους ατζέντες που μπορεί να είναι καταστροφικές για την ευημερία των ανθρώπων που υποτίθεται ότι προσπαθούν να βοηθήσουν. Όπως οι Ευρωπαίοι ιεραπόστολοι που πήγαν τον 19ο στην Αφρική για να διαδώσουν τη δική τους αντίληψη για την “καλή ζωή”, οι σύγχρονοι ιεραπόστολοι της βοήθειας έχουν δει την Αφρική ως ένα εύφορο έδαφος για κοινωνικά πειράματα που ποτέ δεν θα επιτρέπονταν στις πατρίδες τους. Η Τανζανία για παράδειγμα, ακόμη προσπαθεί να ανακάμψει από μια προσπάθεια να σχεδιαστεί κεντρικά η οικονομία της στο πλαίσιο της λεγόμενης πολιτικής “Ujaama” για την κολλεκτιβοποίηση που χρηματοδοτήθηκε με 10 δισεκατομμύρια δολάρια από σοσιαλιστικές κυβερνήσεις των σκανδιναβικών χωρών στις δεκαετίες του 1970 και 1980. Ομοίως, κάποιοι δυτικοί ΜΚΟ όπως η Oxfam παρακινούν τις αφρικανικές χώρες να μην απελευθερώσουν τις εμπορικές τους πολιτικές, μολονότι υπάρχει γενική συναίνεση μεταξύ των ακαδημαϊκών ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι μια σημαντική πηγή οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας.

Ακόμη, οι έρευνες καταδεικνύουν ότι ένα μέρος της βοήθειας καταλήγει στις τσέπες των κρατικών γραφειοκρατών αντί να φτάνει σ' αυτούς που υποτίθεται ότι θα ωφελούσε. Σε ένα στρογγυλό τραπέζι με θέμα την οικονομική και κοινωνική πολιτική το 2012, ο τότε Πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ban Ki-moon υποστήριξε ότι το 30% της αναπτυξιακής βοήθειας “δεν φτάνει στον τελικό του προορισμό”. Μια διαρροή ενός τηλεγραφήματος της Πρεσβείας των ΗΠΑ στο Ναϊρόμπι το 2009 αποκάλυψε ότι 1,3 εκατομμύρια δολάρια βοήθειας για τα σχολεία “έχει χαθεί στη διαφθορά”, και πως ακόμη σχολικά εγχειρίδια αξίας 17,3 εκατομμυρίων δολαρίων που αγοράστηκαν με πόρους ξένης βοήθειας έχουν “χαθεί” από τους κρατικούς αξιωματούχους.

Επίσης, η βοήθεια ενθαρρύνει την προσοδοθηρία στις χώρες που τη λαμβάνουν. Οι ομάδες ειδικών συμφερόντων και τα άτομα εστιάζουν τις προσπάθειές τους όχι στο να είναι παραγωγικοί, αλλά στο να πείσουν τους κρατικούς αξιωματούχους ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στη βοήθεια. Με αυτόν τον τρόπο, η βοήθεια μειώνει το δυνητικό οικονομικό αποτέλεσμα και ενθαρρύνει τη διαφθορά και την πολιτική σύγκρουση.

Επιπλέον, η μεταφορά πόρων στα αγαπημένα σχέδια των κυβερνητικών αξιωματούχων υπονομεύει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εγχώριων παραγωγών. Η κυβερνητική ευνοιοκρατία έχει ως αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό μέρους της εγχώριας καταναλωτικής βάσης σε εταιρίες που παρέχουν μη ποιοτικά και ακριβά αγαθά και υπηρεσίες.

Ομοίως, η βοήθεια μπορεί να υπονομεύσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των αφρικανικών εξαγωγών ενισχύοντας τεχνητά το τοπικό νόμισμα. Όπως ανακάλυψαν ερευνητές του ΔΝΤ “η εισροή βοήθειας έχει συστηματικές αρνητικές συνέπειες στον ανταγωνισμό της χώρας που την λαμβάνει, όπως καταδεικνύεται από τη μείωση του ποσοστού των εμπορεύσιμων κλάδων και των κλάδων έντασης εργασίας στον παραγωγικό τομέα. Βρήκαμε δεδομένα που καταδεικνύουν ότι αυτά τα αποτελέσματα πηγάζουν από την υπερτίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας που προκάλεσε η εισροή βοήθειας”.

Την κατάσταση δυσχεράνει η απουσία λογοδοσίας και ανατροφοδότησης που χαρακτηρίζει τον τομέα εξωτερικής βοήθειας. Ελάχιστοι φορείς βοήθειας και σχεδόν κανένα από τα άτομα δεν έχουν την άμεση ευθύνη για τα συγκεκριμένα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, σπανίζουν οι ανεξάρτητες αποτιμήσεις της αποτελεσματικότητας των προσπαθειών των δωρητών για την ανακούφιση της φτώχειας ή για την ανάσχεση της εξάπλωσης των νόσων. Ακόμη, οι δωρητές συχνά καθορίζουν οι ίδιοι τι θα παράσχουν χωρίς να τους απασχολούν ιδιαίτερα οι πραγματικές ανάγκες. Αυτή η από πάνω προς τα κάτω προσέγγιση έχει αποτύχει εντυπωσιακά να ανακουφίσει τη φτώχεια στην Αφρική, σε μια περιοχή όπου η λογοδοσία των κυβερνήσεων είναι ασθενής και οι θεσμικές ατέλειες εκτεταμένες.

Μήπως όμως η βοήθεια, παρά τα πολλά προβλήματα που πλήττουν την παροχή της, προάγει τη δημοκρατία; Πολλοί άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και ο τέως ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών Kofi Annan, έχουν υποστηρίξει ότι την προάγει. Ερευνητές όμως της Παγκόσμιας Τράπεζας δεν βρήκαν ενδείξεις ότι η βοήθεια προήγαγε τη δημοκρατία κατά το διάστημα 1975-2000. Μάλιστα, οι φορείς εξωτερικής βοήθειας έχουν συστηματικά συμβάλει στη χρηματοδότηση κάποιων από τα πιο απεχθή καθεστώτα του κόσμου. Σύμφωνα με μία μελέτη “Οι 25 πιο αντιδημοκρατικοί ηγέτες του κόσμου (από τις 199 χώρες που κατέταξε η Παγκόσμια Τράπεζα ως προς τον βαθμό της δημοκρατίας) έλαβαν συνολικά 9 δισεκατομμύρια δολάρια σε εξωτερική βοήθεια το 2002. Ομοίως, οι 25 πιο διεφθαρμένες χώρες του κόσμου έλαβαν 9,4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2002.

Μια άλλη έρευνα πάει ακόμη παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι η βοήθεια μπορεί να πλήττει τον εκδημοκρατισμό στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για διάφορους λόγους. Η βοήθεια συμβάλλει στην υπονόμευση της δημοκρατικής λογοδοσίας στην Αφρική, καθώς οι αφρικανικές κυβερνήσεις βρίσκονται ολοένα και περισσότερο στη θέση να λογοδοτούν στους δωρητές και όχι στο κοινό. Οι προτάσεις για κρατικές δαπάνες για παράδειγμα, κατανέμουν τα κονδύλια σύμφωνα με τις συμβουλές των ξένων εμπειρογνωμόνων και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες των εκλογέων.

Η βοήθεια ενθαρρύνει τις εξοπλιστικές δαπάνες. Καθώς η βοήθεια είναι ανταλλάξιμη, βοηθά κάποιες χώρες-λήπτριες να απελευθερώσουν για την αγορά εξοπλισμών πόρους που διαφορετικά θα αξιοποιούνταν, για παράδειγμα, για τους δρόμους και την εκπαίδευση. Αναλογιστείτε την πρόσφατη συνεισφορά ύψους 180 εκατομμυρίων δολαρίων της Παγκόσμιας Τράπεζας για την κατασκευή του αγωγού πετρελαίου που συνδέει το Τσαντ και το Καμερούν. Η Παγκόσμια Τράπεζα, με τον φόβο ότι το εισόδημα από το πετρέλαιο μπορεί να δαπανηθεί λάθος, έπεισε την κυβέρνηση του Τσαντ να δεσμευθεί ότι θα το δαπανήσει στην εκπαίδευση, την υγεία και τις υποδομές. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; “Τα πρώτα 4,5 εκατομμύρια που λήφθηκαν ως μπόνους για την υπογραφή των συμβάσεων με τις πετρελαϊκές εταιρίες χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά όπλων - και υπολογίζεται ότι μέχρι και 12 εκατομμύρια δολάρια μπορεί να πήγαν στην αγορά όπλων”.

Ο καθηγητής Paul Collier της Οξφόρδης μάλιστα ανακάλυψε ότι “περίπου το 40% των αμυντικών δαπανών της Αφρικής χρηματοδοτείται εμμέσως από την εξωτερική βοήθεια”. Η βοήθεια μπορεί επίσης να τροφοδοτήσει τον ένοπλο ανταγωνισμό για πόρους. Υπάρχουν ενδείξεις για παράδειγμα ότι ο εμφύλιος πόλεμος στη Σομαλία παρατάθηκε λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των αντιμαχόμενων για μεγαλύτερα μερίδα βοήθειας σε τροφή που λάμβανε η χώρα.

Ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός Αφρικανών αμφισβητεί τα αποτελέσματα της ξένης βοήθειας στην οικονομική ανάπτυξη και τη δημοκρατία στην Αφρική. Για παράδειγμα, ο Πρόεδρος Paul Kagame της Ρουάντα κάλεσε τους Αφρικανούς “να είναι ειλικρινείς ως προς τις συνέπειες της εξάρτησης από τη βοήθεια” καθώς “αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τον κοινωνικο-οικονομικό μετασχηματισμό είναι το ιδιωτικό κεφάλαιο”. Ο Kagame κάλεσε τις αφρικανικές κυβερνήσεις να δημιουργήσουν περιβάλλοντα πολιτικής στα οποία μπορούν να ακμάσουν οι επιχειρηματίες Άλλοι, όπως ο δημοσιογράφος Andrew Mwenda από την Ουγκάντα καταδεικνύουν τις αρνητικές πολιτικές συνέπειες της βοήθειας. Σύμφωνα με τον Mwenda “η ξένη βοήθεια… δίνει στην κυβέρνηση μια ανεξάρτητη πηγή εισοδήματος που δεν την έχει κερδίσει. Αυτό της επιτρέπει να αποφεύγει να λογοδοτήσει στους πολίτες της Ουγκάντα”. Δυστυχώς, μόλις ο Mwenda μίλησε εναντίον της περαιτέρω ξένης βοήθειας στο TED Conference του 2007, ο οργισμένος Ιρλανδός μουσικός Bono τον διέκοψε φωνάζοντας “Αρχίδια!” και “Αυτά είναι μαλακίες”.

Όχι μόνο η ξένη βοήθεια δεν έχει φέρει ανάπτυξη στην Αφρική, αλλά και δεν έχει βοηθήσει και τη δημοκρατία. Οι δυτικοί δωρητές, και στο Ηνωμένο Βασίλειο, πρέπει να επανεξετάσουν τη δέσμευσή τους για περαιτέρω διανομή βοήθειας στην αφρικανική ήπειρο.

--

Ο Marian L. Tupy είναι υπεύθυνος έκδοσης του HumanProgress.org και διακεκριμένος αναλυτής δημόσιας πολιτικής στο Center for Global Liberty and Prosperity.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 14 Ιουλίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του HumanProgress.org και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.