Πώς ο καπιταλισμός εξημέρωσε τη μεσαιωνική Ευρώπη

Πώς ο καπιταλισμός εξημέρωσε τη μεσαιωνική Ευρώπη

Toυ Ed West

Το 1278, ο βασιλιάς της Αγγλίας επινόησε ένα νέο σχέδιο για να συγκεντρώσει χρήματα και γη, όπως συχνά αρέσει στους ηγέτες να κάνουν. Όντας σίγουρος ότι αλαζόνες υπήκοοί του είχαν σφετεριστεί ιστορικά προνόμια, ο βασιλιάς Εδουάρδος έστειλε βασιλικούς αξιωματούχους να ρωτήσουν επιφανή άτομα με ποιο νομικό δικαίωμα - quo warranto - έχουν τους τίτλους τους. Όταν όμως οι άνθρωποι του Εδουάρδου έφτασαν στο σπίτι κάποιου John de Warenne, Κόμη του Σάρρεϋ, ο ηλικιωμένος αριστοκράτης τράβηξε το σκουριασμένο του ξίφος και διακήρυξε: “Οι πρόγονοί μου ήρθαν με τον Γουλιέλμο τον Νόθο, και κατέκτησαν τις γαίες τους με το ξίφος, κι εγώ θα τους υπερασπιστώ με το ξίφος έναντι του οποιουδήποτε ελπίζει να τις αρπάξει”.

Κι έτσι τελείωσε η ιστορία. Το Μεσαίωνα, η κοινωνική θέση πήγαζε από την στρατιωτική ισχύ ή, ακόμη περισσότερο, από την στρατιωτική ισχύ των προγόνων. Η ιδιαίτερη ευρωπαϊκή αυτή τάξη βασιζόταν σε μια κάστα ιπποτών που ήταν αφοσιωμένοι στη βία - κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που η κοινωνία αυτή ήταν τόσο παράλογα επικίνδυνη, με τα ποσοστά ανθρωποκτονιών στην Οξφόρδη εκείνης της εποχής να είναι τα διπλάσια απ' ό,τι στη σημερινή Βαλτιμόρη.

Επειδή οι ιππότες ήταν δυνατοί, η ιπποσύνη εξυμνούταν σε τραγούδια και ποιήματα. Παρ' όλα αυτά η βίαιη κουλτούρα που βρισκόταν στα θεμέλια της κοινωνικής θέσης των ιπποτών οδηγούσε σε ολοένα και μεγαλύτερη αιματοχυσία - μέχρι που η ανάδυση των εμπόρων τους σάρωσε. Μολονότι διάφοροι παράγοντες συνέβαλαν στην τεράστια πτώση της βίας κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, μεταξύ των οποίων η Καθολική Εκκλησία και το νομικό σύστημα, η ανάπτυξη του καπιταλισμού και η ανάδυση μιας εμπορικής τάξης της οποίας ο πλούτος δεν κερδήθηκε με το ξίφος έπαιξε τεράστιο ρόλο.

Οι Φλαμανδοί εμπαίζουν τους Γάλλους

Το μεσαιωνικό σύστημα ξεκίνησε με τους Φράγκους, οι οποίοι όντας ειδικοί στην ιππασία αναδείχθηκαν στην ισχυρότερη φυλή στην πρώην δυτική αυτοκρατορία. Αργότερα, οι Νορμανδοί χρησιμοποίησαν άλογα σε πολύ μεγαλύτερους αριθμούς, και ανέπτυξαν την επίθεση με ιππικό, που αξιοποίησαν με αιματηρή αποτελεσματικότητα στη Μάχη του Χάστινγκς. Το ιππικό βρέθηκε στη βάση της ευρωπαϊκής κοινωνικής τάξης καθώς μόνοι όσοι διέθεταν μια σημαντική έκταση γης μπορούσαν να συντηρήσουν ένα πολεμικό άλογο, που κόστιζε 30 φορές όσο ένα συνηθισμένο ζώο αγροκτήματος και μπορούσε να μεταφέρει μέχρι 150 κιλά φορτίο, μεταξύ των οποίων και 25 κιλά σιδηράς πανοπλίας - που κι αυτή κόστιζε πολύ.

Οι γόνοι της αριστοκρατίας εκπαιδεύονταν κυρίως στον πόλεμο από μικρή ηλικία και απεχθάνονταν τη μάθηση και το εμπόριο, που θεωρούνταν άτιμες ενασχολήσεις, γεγονός που οδήγησε σε μεγάλους αριθμούς ακτημόνων μικρότερων υιών με μόνη δεξιότητά τους η μάχη, πολλοί από τους οποίους συμμετείχαν σε πολέμους, ή τους προκάλεσαν, ή κέρδιζαν τα προς το ζην σε παράλογα επικίνδυνους ιπποτικούς αγώνες. Το ιππικό ανέπτυξε συγκεκριμένους κανόνες - την ιπποσύνη, που κυρίως αφορούσε τη μεταχείριση αριστοκρατών αιχμαλώτων - καθώς και την εξιδανίκευση του αριστοκράτη πολεμιστή μέσω των ιστοριών του Αρθούρου, του Λανσελότου και του Ρολάνδου που απήγγελλαν οι τραγουδιστές στις αυλές των δουκών και των κόμηδων.

Αυτή η τάξη κλονίστηκε για πρώτη φορά το 1302, όταν το ιππικό της Γαλλίας εξεστράτευσε με αυτοπεποίθηση προς τον βορρά για να καταστείλει μια εξέγερση των Φλαμανδών. Η Φλάνδρα δεν είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους - η λέξη Vlaanderen σημαίνει “πλημμυρισμένη” - αλλά οι κάτοικοι της περιοχής μετέτρεψαν τους βάλτους σε βοσκοτόπια για τα πρόβατά τους και σε πόλεις, χτίζοντας μια βιοτεχνική παραγωγή υφαντουργίας που κατέστησε την περιοχή το πλουσιότερο μέρος της Ευρώπης, το κατά κεφαλή ΑΕΠ της 20% μεγαλύτερο από της Γαλλίας και 25% μεγαλύτερο από της Αγγλίας. Ο πλούτος των εμπόρων της Φλάνδρας ήταν τέτοιος που όταν η Βασίλισσα Ιωάννα της Γαλλίας επισκέφθηκε την περιοχή, έγραψε μετά με φρίκη: “Νόμιζα πως θα ήμουν η μόνη βασίλισσα εδώ, αλλά βρέθηκα περικυκλωμένη από εξακόσιες άλλες βασίλισσες”.

Οι Φλαμανδοί ήταν έμποροι και όχι ιππότες, γι' αυτό και η Γαλλία ήταν σίγουρη για τη νίκη της. Και παρ' όλα αυτά, διαθέτοντας αρκετά χρήματα για να πληρώσουν για ένα μεγάλο και καλά εκπαιδευμένο πεζικό κατόρθωσαν, για πρώτη φορά, να καταστρέψουν το ιππικό στη Μάχη των Χρυσών Σπιρουνιών. Ήταν η αρχή του τέλους. Η αριστοκρατία δεν θα μπορούσε πια να εκβιάζει τους αστούς και, καθώς οι τελευταίοι αύξαναν τη δύναμή τους, υπονόμευσαν την μανιακή με τη βία κουλτούρα των ευγενών.

Εμπόριο αλά ιταλικά

Ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός ξεκίνησε στη βόρεια Ιταλία και κυρίως στη Βενετία, μία από τις 9 ιταλικές πόλεις που είχαν υπερβεί εκείνη την εποχή τους 50.000 κατοίκους. Όπως και η Φλάνδρα, έτσι και η Βενετία ήταν στο έλεος της θάλασσας, αλλά η απομονωμένη και ευάλωτη γεωγραφία της πόλης οδήγησε σ' αυτό που ο John Julius Norwich αποκάλεσε: “ένα μοναδικό πνεύμα συνοχής και συνεργασίας… όχι μόνο σε εποχές εθνικής κρίσης, αλλά ακόμη πιο εντυπωσιακά, και στην καθημερινή διαχείριση των υποθέσεων της πόλης”.

Η Βενετία διέθετε υψηλό κεφάλαιο εμπιστοσύνης, ένα ζωτικό συστατικό για την ανάπτυξη περίπλοκων αγορών, και έτσι ήταν η πρώτη δύναμη που ανέπτυξε μετοχικές εταιρίες και τράπεζες. Το 1156, η Δημοκρατία της Βενετίας εξέδωσε ένα δημόσιο δάνεια, για πρώτη φορά από την αρχαιότητα, και τον επόμενο χρόνο θέσπισε τους πρώτους τραπεζικούς νόμους στην Ευρώπη.

Οι Βενετοί, μαζί με τους ανταγωνιστές τους τους Γενοβέζους και τους Πιζάνους, συμμετείχαν στις σταυροφορίες, αλλά, παρά την παπική απαγόρευση, συνέχιζαν να εμπορεύονται με τους απίστους. Πράγματι, τίποτα δεν σταματούσε την επιθυμία τους να κάνουν εμπόριο, και ο Άραβας γεωγράφος και ταξιδιώτης Ιμπν Τζουμπαΐρ επεσήμανε πως “είναι εντυπωσιακό να βλέπει κανείς τις φλόγες της διχόνοιας να μαίνονται” μεταξύ των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων για θέματα πολιτικής, αλλά στο εμπόριο οι ταξιδιώτες “πηγαινοέρχονται χωρίς ενοχλήσεις”. Οι θρησκευτικοί ζηλωτές της Ευρώπης παρατηρούσαν με αγανάκτηση ότι οι Δυτικοί που εγκαθίσταντο στην Ανατολή, από την στιγμή που άρχισαν να εμπορεύονται με τους Μουσουλμάνους, έχαναν τη δίψα τους για τον ιερό πόλεμο.

Αν η Βενετία ήταν το κυρίαρχο καπιταλιστικό κράτος, τότε η Φλωρεντία ήταν εκεί όπου η ηθική της μεσαίας τάξης αναπτύχθηκε ισχυρότερη. Ο Φλωρεντίνος φιλόσοφος Ματτέο Παλμιέρι έγραψε πως μόνο ένας έμπορος μπορεί να έχει τιμή. Και ο Γκρεγκόριο Ντάτι, ένας από τους εμπόρους μεταξιού με το εξωτερικό της Φλωρεντίας, έφτασε μέχρι το σημείο να πει “Ένας Φλωρεντίνος που δεν είναι έμπορος, που δεν έχει ταξιδέψει στον κόσμο, δεν έχει δει ξένα έθνη και ανθρώπους για να γυρίσει πίσω στη Φλωρεντία με πλούτο, είναι κάποιος που δεν αξίζει καμία εκτίμηση” - επρόκειτο για τη θέση ενός πρωτο-φιλελεύθερου κοσμοπολίτη σνομπ.

Στην Ιταλία ο πόλεμος έφτασε τον 14ο αιώνα να διεξάγεται από μισθοφόρους, και ακόμη και στη Γαλλία, οι άνθρωποι παρατηρούσαν ότι αυτή η νέα ζωή του εμπόρου είχε τα οφέλη της. Η γαλλική σάτιρα του 14ου αιώνα Renart le Contrefait επεσήμανε ότι: “Οι έμποροι ζουν σαν ευγενείς, ντύνονται αρχοντικά, έχουν κυνηγετικά γεράκια, και ωραία άλογα. Όταν οι υποτελείς πρέπει να συντρέξουν τον άρχοντά τους, οι αστοί ξεκουράζονται στα κρεβάτια τους. Όταν οι υποτελείς πάνε ως σφάγια στις μάχες, οι αστοί κάνουν πικνίκ στην όχθη του ποταμιού”.

Ακόμη και η Αγγλία

Το Λονδίνο ήταν πίσω από την Ιταλία ή τη Φλάνδρα, αλλά κέρδιζε έδαφος. Η πόλη είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ως εμπορικό κέντρο κατά τον 12ο αιώνα, και ο δήμαρχός της William Hardel ήταν ο μόνος μη ευγενής που παρευρέθη στην υπογραφή της Μάγκνα Κάρτα το 1215 και συνέβαλε στη διασφάλιση της Ρήτρας 41 που όριζε ότι  όλοι οι ξένοι έμποροι θα είναι ασφαλείς στο να αποχωρούν και να καταφθάνουν στην Αγγλία, χωρίς “κακόβουλες απαιτήσεις”.

Το Λονδίο επεκτάθηκε ραγδαία κατά τον ύστερο μεσαίο, αυξάνοντας το μερίδιό του από τον πλούτο της Αγγλίας από το 2% στο 9%, και ο Ερρίκος Δ' (1399-1413) ήταν ο πρώτος βασιλιάς που προσκάλεσε τους εμπόρους του στο ανακτοβούλιο, μεταξύ των οποίων και των Sir Richard Whittington (μολονότι, αντιθέτως, ο Ερρίκος μισούσε ένα άλλο αναδυόμενο επάγγελμα, τους νομικούς, στους οποίους και απαγόρευσε να μετέχουν στο κοινοβούλιο, ή το “Κοινοβούλιο των Αμόρφωτων” όπως αποκαλούταν).

Παρά την ισχύ τους, οι έμποροι απέφευγαν σκοπίμως τη σύγκρουση έτσι ώστε, όταν το 1380, ο Ριχάρδος Β' προσπάθησε να εγείρει στρατεύματα στην πόλη για να πολεμήσει εναντίον διάφορων εσωτερικών αντιπάλων του, αντιμετώπισε την απάθεια, με τους πολίτες να του απαντούν πως ήταν “απλοί έμποροι, αμαθείς στην τέχνη του πολέμου”.

Αντιθέτως, μεταξύ των Άγγλων αριστοκρατών που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1350 και το 1375, ένας στους τέσσερις βρήκε βίαιο θάνατο, και κατά τον επόμενο αιώνα, με τον Πόλεμο των Ρόδων, ολόκληρες οικογένειες εξολοθρέφτηκαν. Μολονότι οι έμποροι είχαν μικρό ρόλο στη διαμάχη, υποστήριξαν με ενθουσιασμό τον Εδουάρδο Δ' του οίκου της Υόρκης, τον πρώτο βασιλιά που πραγματικά συνειδητοποίησε τη σημασία της Πόλης του Λονδίνου ως χρηματοπιστωτικού κέντρου. Επένδυσε ο ίδιος στην πόλη, και έπαιρνε μαζί του επιφανείς εμπόρους για εξόδους όπου έπαιζαν ομαδικά αθλήματα, έπιναν μέχρι τελικής πτώσης, και είχαν κάπως πρόστυχες σχέσεις με γυναίκες (τα πρόσφατα σκάνδαλα του Σίτυ δεν είναι κάτι το νέο). Ακόμη και η αγαπημένη παλλακίδα του Εδουάρδου, η Jane Shore προερχόταν από την εμπορική ελίτ, κόρη ενός εμπόρου του Cheapside και σύζυγος ενός άλλου.

Η αριστοκρατία όμως ακόμη ποθούσε τον πόλεμο με τη Γαλλία και το 1475 ο Βασιλιάς εξωθήθηκε να διασχίσει επικεφαλής στρατού τα στενά όπου πρόθυμα εξαγοράστηκε. Μετά από ένα τεράστιο γλέντι οινοποσίας όπου οι Άγγλοι και οι Γάλλοι στρατιώτες αναμείχθηκαν, οι κυβερνήτες της πόλης του Λονδίνου υποδέχθηκαν τον βασιλιά με ενθουσιασμοί, χαρούμενοι για την προοπτική εμπορικών σχέσεων για τις δύο χώρες και τους υπηκόους τους.

Η αριστοκρατική τάξη που ήθελε την δόξα στα πεδία των μαχών βρισκόταν σε αποδρομή. Παρ' όλα αυτά όμως, κέρδισε τη μάχη της αφήγησης. Ενώ βρισκόταν εξόριστος στη Βουργουνδία, ο βασιλιάς Εδουάρδος είχε συναντήσει έναν έμπορο από το Λονδίνο ονόματι William Caxton, ο οποίος στον ελεύθερό του χρόνο μετέγραφε βιβλία για γυναίκες της αριστοκρατίας. Εξουθενωμένος από τον όγκο της δουλειάς του, έμαθε μέσω επαγγελματικών του επαφών για μια νέα τεχνολογία στη Γερμανία που ονομαζόταν τυπογραφία κινητών στοιχείων. Όταν ο Caxton έφερε πίσω στην Αγγλία μια τυπογραφική μηχανή, ένα από τα πιο πετυχημένα βιβλία που εξέδωσε ήταν Ο θάνατος του Αρθούρου του Thomas Malory.

Το επιδραστικό αυτό έργο εξύμνησε την ιστορική αφήγηση του μεσαίωνα, όμως τα αριστοκρατικά ιδεώδη στα οποία αναφερόταν ήταν απατηλά και εντέλει βασίζονταν στο σκουριασμένο ξίφος (και ο Μάλορι καταδικάστηκε για βιασμό). Μολονότι κανείς έμπορος ή τραπεζίτης δεν μπορούσε βεβαίως ποτέ να ανταγωνιστεί αυτές τις ιπποτικές ιστορίες, θα μπορούσε κανείς να πει πως αυτοί ήταν οι πραγματικοί ήρωες που διαμόρφωσαν τον κόσμο μας.

--

Ο Ed West είναι συγγραφέας του έργου England in the Age of Chivalry (and Awful Diseases) [Η Αγγλία την εποχή της ιπποσύνης (και των φριχτών ασθενειών)].

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 14 Φεβρουαρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.