Όταν ο Reagan έκοψε τους φόρους και αυξήθηκαν τα έσοδα

Όταν ο Reagan έκοψε τους φόρους και αυξήθηκαν τα έσοδα

Των Phil Gramm και Mike Solon

Ένα σημαντικό πλεονέκτημα του να είσαι παρών όταν γραφόταν η ιστορία, είναι πως αργότερα μπορείς μερικές φορές να ανακαλείς τι συνέβη στην πραγματικότητα. Μια τέτοια θεσμική μνήμη είναι πολύτιμη σήμερα για την αποτίμηση των φοροελαφρύνσεων του Reagan το 1981, το αποτέλεσμα των οποίων συζητείται σήμερα εκ νέου στη διαμάχη για την προτεινόμενη από τους Ρεπουμπλικανούς φορολογική μεταρρύθμιση. Για να διαψεύσουμε τους ισχυρισμούς ότι οι φορολογικές ελαφρύνσεις του Reagan μείωσαν τα ομοσπονδιακά έσοδα, με τα λόγια του Προέδρου Reagan “ας τις πάρουμε για μια βολτίτσα στο μονοπάτι της μνήμης”.

Το 1980, ένα χρόνο πριν ο Reagan γίνει πρόεδρος, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσσου (Congressional Budget Office - CBO) ανέφερε τα εξής: “Κατά το μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης δεκαετίας, πολλοί φορολογούμενοι πλήρωσαν μεγαλύτερα ποσοστά των εισοδημάτων τους στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση με τη μορφή των φόρων εισοδήματος”. Ο διψήφιος πληθωρισμός στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ώθησε τις αμερικανικές οικογένειες σε ακόμη ψηλότερους φορολογικούς συντελεστές (εκείνη την εποχή υπήρχαν 15). Αυτή η διαδικασία που ονομάστηκε “σκαρφάλωμα συντελεστών” (bracket creep), οδήγησε στην αύξηση των φόρων με ρυθμό σχεδόν 50% μεγαλύτερο από τον πληθωρισμό, γεγονός που πλούτισε το κράτος αλλά φτώχυνε τους εργαζομένους.

Έτσι, ενώ η δεκαετία του 1970 ήταν η ασθενέστερη μεταπολεμικά σε ό,τι αφορά την οικονομική ανάπτυξη μέχρι εκείνο το σημείο, τα ομοσπονδιακά έσοδα διπλασιάστηκαν κατά το διάστημα 1976-1981. Κατά την οικονομική δυσπραξία του 1977-1980 ο πληθωρισμός έτρεχε με μέσο ρυθμό 9,7% ενώ τα ομοσπονδιακά έσοδα αυξάνονταν κατά το εντυπωσιακό ποσοστό του 14,8% ετησίως, ακόμη και με τους ρυθμούς ανάπτυξης να μειώνονται σταθερά και να φτάνουν σε αρνητικά ποσοστά το 1980.

Την ίδια χρονιά το CBO εκτιμούσε ότι ο πληθωρισμός και το σκαρφάλωμα των φορολογικών συντελεστών θα αύξανε αυτομάτως τα έσοδα κατά 2,7% του ΑΕΠ μέχρι το 1985. Σήμερα, αυτό θα ισοδυναμούσε με περίπου 500 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως - σχεδόν οκτώ φορές η φορολογική αύξηση του Προέδρου Ομπαμα το 2013. Το CBO όμως προειδοποιούσε ότι αυτή η εξέλιξη θα οδηγούσε τη φορολογική επιβάρυνση σε “χωρίς προηγούμενο επίπεδα, που θα δημιουργούσαν μια σημαντική δημοσιονομική επιβράδυνση στην οικονομία”. Το CBO παρουσίασε το πρόβλημα στο επίπεδο των ανθρώπων, αναφέροντας ότι με τον πληθωρισμό να φτάνει στο 13,3% το 1980, οι φορολογικές υποχρεώσεις των τετραμελών οικογενειών με εισοδήματα μεταξύ 15.000 και 50.000 δολαρίων (που ισοδυναμούν με περίπου 50.000 έως 150.000 δολάρια σήμερα), αυξάνονταν κατά 23% κατά μέσο όρο. Το ποσοστό φτώχειας αυξήθηκε σημαντικά και το μέσο οικογενειακό εισόδημα μετά τον πληθωρισμό σημείωσε εντυπωσιακή πτώση κατά 8,9%. Όπως ακριβώς προέβλεπε το CBO, αυτό το χωρίς προηγούμενο φορολογικό βάρος στραγγάλισε την οικονομική ανάπτυξη και οδήγησε τις ΗΠΑ στη δεύτερη ύφεση του 1980-82.

Οι σημερινοί επικριτές των φοροελαφρύνσεων του Reagan συγκρίνουν την αύξηση των ομοσπονδιακών εσόδων κατά 11,6% το 1980, την τελευταία χρονιά της διακυβέρνησης Κάρτερ, με τη μείωση των εσόδων το 1983. Διακηρύττουν στη συνέχεια ότι οι φοροελαφρύνσεις του Reagan οδήγησαν τα ομοσπονδιακά έσοδα σε μεγάλη μείωση. Αυτό που βολικά δεν αναφέρουν σ' αυτή την σύγκριση, είναι ότι η ύφεση του 1980-82, με την ανεργία να φτάνει στο 10,8%, μείωσε τα ομοσπονδιακά έσοδα δύο φορές περισσότερο από την εκτίμηση της Κοινής Επιτροπής για τη Φορολογία (Joint Committee on Taxation) ως προς τα αποτελέσματα των φοροελαφρύνσεων του Reagan το 1982, και 15% περισσότερο από τις εκτιμήσεις της το 1983.

Επιπλέον, οι προσδοκίες για αυξημένα έσοδα τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Reagan βασίζονταν στην υπόθεση ότι ο πληθωρισμός και το σκαρφάλωμα των φορολογικών συντελεστών θα συνεχίζονταν. Το 1981, όλες οι προβλέψεις από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς μιλούσαν για συνέχιση του υψηλού πληθωρισμού. Συνέβη το αντίθετο. Καθώς ο πληθωρισμός έπεσε σημαντικά, από τις προβλέψεις του CBO του 8,3% για το 1982-86 ετησίως, στο 3,8% κατά μέσο όρο, τα έσοδα μειώθηκαν σε σχέση με τις προβλέψεις κατά 22 δισεκατομμύρια δολάρια το 1982 και κατά 70,4 δισεκατομμύρια το 1983 αποκλειστικά και μόνο λόγω της μείωσης του πληθωρισμού και του σκαρφαλώματος των συντελεστών. Η Κοινή Επιτροπή για τη Φορολόγηση εκτίμησε τα στατικά κόστη των φοροελαφρύνσεων του Reagan στα 37,6 δισεκατομμύρια δολάρια το 1982 και στα 92,7 δισεκατομμύρια το 1983. Με άλλα λόγια, η κατάρρευση του πληθωρισμού και του σκαρφαλώματος των συντελεστών και η δεύτερη ύφεση οδήγησαν σε μεγαλύτερη από διπλάσια μείωση εσόδων σε σύγκριση με τις προβλέψεις για τα στατικά κόστη των φοροελαφρύνσεων του Reagan.

Οι φοροελαφρύνσεις του Reagan εφαρμόστηκαν σε τρεις δόσεις, με τους υψηλότατους οριακούς συντελεστές να πέφτουν στο 50% από το 70%. Όταν οι μειώσεις αυτές είχαν πλήρως εφαρμοστεί το 1983, η οικονομία βγήκε από την ύφεση και η πραγματική ανάπτυξη έφτασε στο 4,6% κατά μέσο όρο για το υπόλοιπο της προεδρείας Reagan - περισσότερο δηλαδή από το τι υποσχόταν το περίφημο “ρόδινο σενάριο” του που τόσο πολύ κακολογήθηκε. Το 1984, τέθηκε σε εφαρμογή μια τελική πρόβλεψη καλής φορολογικής διακυβέρνησης - που συνέδεσε τους επιμέρους συντελεστές με τον πληθωρισμό και έτσι εξάλειψε το σκαρφάλωμα των συντελεστών. Μετέπειτα, οι προβλέψεις της φορολογικής μεταρρύθμισης για την περικοπή των επιδοτήσεων και των ειδικών συμφερόντων, μείωσαν τον ανώτατο ατομικό φορολογικό συντελεστή στο 28%, έριξαν τον ανώτατο εταιρικό φορολογικό συντελεστή στο 34% από το 46% και έδωσαν πρόσθετα κίνητρα για εργασία, αποταμίευση και επενδύσεις.

Όταν ο Reagan αποχώρησε από τη θέση του Προέδρου, τα πραγματικά ομοσπονδιακά έσοδα ήταν περισσότερο από 19% υψηλότερα απ' ό,τι τη μέρα της πρώτης ορκωμοσίας του. Είχε ξεπεράσει μια μείζονα ύφεση, είχε υπερνικήσει τον πληθωρισμό, είχε εξαλείψει το σκαρφάλωμα των συντελεστών με τη σύνδεσή τους με τον πληθωρισμό, και είχε εφαρμόσει τη μεγαλύτερη φοροελάφρυνση της μεταπολεμικής εποχής. Οι φοροελαφρύνσεις του Reagan και η οικονομική ανάπτυξη που δημιούργησαν αποτελούν την επιτυχέστερη πολιτική πρωτοβουλία ανάκαμψης της μεταπολεμικής εποχής - το ακριβώς αντίθετο από το πρόγραμμα και την οικονομική πολιτική του κ. Ομπάμα.

Οι φοροελαφρύνσεις του Reagan έθεσαν τα θεμέλια για 25 χρόνια ισχυρής, χωρίς πληθωρισμό ανάπτυξης, η οποία, παρά τρεις μετέπειτα υφέσεις, κινήθηκε στο 3,4% κατά μέσο όρο μέχρι τις αρχές της διακυβέρνησης Ομπάμα. Και τα φορολογικά έσοδα παράγονταν από την επέκταση της οικονομίας και όχι από τη λεηλάτηση μέσω του σκαρφαλώματος των συντελεστών.

Δεν ήταν μόνο οι φοροελαφρύνσεις όμως, και δεν ήταν μόνο ο Reagan. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Πρόεδρος Κάρτερ ηγήθηκε της σημαντικότερης προσπάθειας απορρύθμισης της μεταπολεμικής εποχής, μειώνοντας τα ρυθμιστικά βάρη στα φορτηγά μεταφορών, τους σιδηροδρόμους, τις αεροπορικές εταιρίες και τις τηλεπικοινωνίες, καθώς και τους τόκους που κατέβαλλαν οι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί. Ο Reagan έχτισε πάνω σ' αυτή την παρακαταθήκη του Κάρτερ, εξαλείφοντας τους ελέγχους τιμών στο εγχώριο πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Αυτές οι κινήσεις ενίσχυσαν τη συνολική οικονομική αποτελεσματικότητα, καθώς και τα αποτελέσματα των φοροελαφρύνσεων του 1981 και της φορολογικής μεταρρύθμισης του 1986.

Η σημασία αυτής της ιστορίας είναι ότι καταδεικνύει τη δύναμη των φοροελεφρύνσεων και της απορρύθμισης - ακριβώς των προτάσεων που συζητιούνται σήμερα. Το πρόγραμμα των Ρεπουμπλικανών για τη φορολογική μεταρρύθμιση συνδυάζει τις φοροελαφρύνσεις του 1981 με τη μεταρρύθμιση του 1986 καθώς και με μια προσπάθεια απορρύθμισης μέσω της νομοθεσίας, της θέσπισης κανόνων από τους φορείς και την δράση της εκτελεστικής εξουσίας, συνιστώντας έτσι τη σημαντικότερη προσπάθεια απορρύθμισης από την εποχή των μεταρρυθμίσεων Κάρτερ-Reagan.

Η οικονομική ανάπτυξη μειώθηκε καθώς ο Πρόεδρος Ομπάμα αύξησε τους φόρους και κατέπνιξε την οικονομία με χωρίς προηγούμενο ρυθμιστικά βάρη. Αν αντιστρέψουμε αυτές τις πολιτικές, δεν θα μπορούσαμε άραγε να ξαναφέρουμε τους ρυθμούς ανάπτυξης του Reagan τους οποίους απολάμβανε η Αμερική το 1980; Η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει ότι η απάντηση είναι καταφατική.

-

Ο κ. Gramm, πρώην πρόεδρος της Τραπεζικής Επιτροπής της Γερουσίας (Senate Banking Committee) είναι επισκέπτης ερευνητής στο American Enterprise Institute. Ο κ. Solon είναι συνεταίρος της US Policy Metrics.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 3 Αυγούστου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute (AEI) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.