Οι παράπλευρες συνέπειες του σήριαλ με το TikTok

Οι παράπλευρες συνέπειες του σήριαλ με το TikTok

Του Claude Barfield*

Το σήριαλ με το TikTok συνεχίζεται ακάθεκτο, αλλά μπορούμε να εξαγάγουμε κάποια συμπεράσματα ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθεί η ανεκδιήγητη προτεινόμενη εταιρική συμμαχία μεταξύ της Oracle-Walmart και της TikTok.

Πρώτον η δυνητικά θεμιτή απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να απαγορεύσουν το TikTok (και το WeChat) για λόγους εθνικής ασφαλείας ακυρώθηκε από την κυνική εναλλακτική που απαιτούσε να δοθεί σε αμερικανικές εταιρίες μετοχική συμμετοχή ή έλεγχος της πλατφόρμας του TikTok στις ΗΠΑ και στα 100 εκατομμύρια των ενεργών χρηστών από τις ΗΠΑ μηνιαίως. Ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επικαλέστηκε την εθνική ασφάλεια μέσω ενός εκτελεστικού διατάγματος και των επικρίσεων της Επιτροπής Ξένων Επενδύσεων στις ΗΠΑ (Committee on Foreign Investment in the United States - CFIUS).

Ο Τραμπ όμως έδειξε την προτίμησή του υπέρ των ευνοημένων επιχειρήσεων αρκετά νωρίς και οι τελικοί νικητές - ιδιαίτερα η Oracle και η Walmart - δεν έκαναν καμία προσπάθεια να κρύψουν το lobbying προς τον Πρόεδρο και τον Υπουργό Οικονομικών Steven Mnuchin. Όπως αναφέρθηκε ευρέως, ο ιδρυτής και πρόεδρος της Oracle Larry Ellison και η διευθύνουσα σύμβουλος Safra Catz κατα τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων συνομίλησαν συχνά με τον Τραμπ και τον Mnuchin.

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει τίποτα το παράνομο σε αυτές τις εταιρικές δράσεις, αλλά από την σκοπιά της δημόσιας πολιτικής, το εκβιαστικό στοιχείο αυτού του επεισοδίου υπερβαίνει την εθνική ασφάλεια και φτάνει ως τον παρεοκρατικό καπιταλισμό. Όπως σωστά επισήμανε η εκδοτική ομάδα της Wall Street Journal, η συμφωνία “αποπνέει εταιρική ευνοιοκρατία που θα πλήξει την αξιοπιστία του κράτους των ΗΠΑ και τη φήμη της για κανόνες ελεύθερες αγοράς”. Καταγγέλλοντας την “κυβερνητική ανάμειξη που επιβράβευσε τους πολιτικούς της συμμάχους” προσέθεσε ότι η CFIUS “ιδρύθηκε για την προστασία της εθνικής ασφάλειας και όχι για να χρησιμοποιείται ως μοχλός κατεύθυνσης των επενδύσεων σε συγκεκριμένες εταιρίες”. Είναι βέβαιο ότι το Πεκίνο είδε όλα αυτά ως ένα ζήτημα οικονομικής στρατηγικής, καθώς αμέσως απείλησε να ασκήσει βέτο στην πρόταση της Nvidia - εταιρείας με βάση τις ΗΠΑ - να εξαγοράσει την Arm που εδράζει στο Ηνωμένο Βασίλειο και κυρίως σχεδιάζει μικροτσιπ.

Σε μια πολύ διαφορετική και ευρύτερη κλίμακα, το σήριαλ του TikTok έχει ευρείες και βαθιές συνέπειες για το μέλλον του παγκόσμιου διαδικτύου - και τις πιθανές του αποσχίσεις. Για δύο δεκαετίες, αμερικανικές εταιρίες κυριαρχούν στο διαδίκτυο με πλατφόρμες όπως το Facebook, το Google, το Amazon, και το Twitter που καλύπτουν ολόκληρο τον κόσμο από τη βάση τους στις ΗΠΑ. Μολονότι υπάρχουν ειδικές συνθήκες σε ό,τι αφορά την Κίνα, η έλευση του TikTok σηματοδοτεί την ανάδυση ενός παγκόσμιου διαδικτυακού ανταγωνισμού. Όπως επεσήμανε ένας τεχνολογικός σχολιαστής στους New York Times:

“Οι χρήστες του TikTok ζουν για πρώτη φορά κάτι οικείο σε πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών: έναν ανθηρό διαδικτυακό κοινωνικό κόσμο που δέχεται υπαρξιακές απειλές από διπλωματικές και πολιτικές διαμάχες μεταξύ κρατών και επιχειρήσεων, με πολύ λίγη δυνατότητα παρέμβασης από εκείνους που επηρεάζονται από τις αποφάσεις αυτές… Η ανησυχία για την επίδραση μιας ξένης κυβέρνησης ή για την πρόσβασή της σε δεδομένα - ή για το αν οι εισαγόμενοι ανταγωνιστές θα πλήξουν τις εγχώριες εταιρείες - υπήρξε ένα βάρος για ουσιαστικά κάθε χώρα του κόσμου εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου ξεκίνησαν πολλές από τις πιο δημοφιλείς παγκοσμίως υπηρεσίες του διαδικτύου”.

Μολονότι το αυταρχικό “Μεγάλο Firewall” του Πεκίνου έχει πιο σαρωτικό χαρακτήρα, άλλες χώρες - μεταξύ των οποίων η Τουρκία, η Αίγυπτος, το Βιετνάμ, το Μπαγκλαντές και η Ινδία - έχουν δημιουργήσει φράγματα δεδομένων και προϋποθέσεις τοπικότητας που βάζουν στο στόχαστρο αμερικανικές εταιρείες. Χονδρικά, ενώ υπάρχουν πειστικοί λόγοι για τον καθορισμό αυστηρών προϋποθέσεων για το TikTok, το προηγούμενο που δημιουργείται εδώ μπορεί να στοιχειώσει τις ΗΠΑ στο μέλλον. Υπό αυτή την άποψη, ο Mark Zuckerberg του Facebook αποτελεί παράδειγμα. Πέρσι, επιτέθηκε άμεσα στο TikTok και την πράξη της υποχώρησης στη λογοκρισία του Πεκίνου, και προειδοποίησε έναντι της ανάδυσης ενός διαδικτύου με κινεζικές αξίες. Πιο πρόσφατα, άλλαξε πορεία και είπε σε μια ομάδα υπαλλήλων του ότι η απαγόρευση του TikTok θα δημιουργήσει “ένα πραγματικά κακό μακροπρόθεσμο προηγούμενο… που μπορεί κάλλιστα να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες και σε άλλες χώρες στον κόσμο”.

Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να ήρθε με λίγη καθυστέρηση, αλλά αυτό δεν ακυρώνει το περιεχόμενό της.

*Ο Claude Barfield είναι επιστημονικό στέλεχος του American Enterpise Institute και έχει διατελέσει σύμβουλος στο γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά την 1η Οκτωβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.