Οι βιβλιοθήκες πρέπει να είναι τρίτοι χώροι

Οι βιβλιοθήκες πρέπει να είναι τρίτοι χώροι

Γράφει ο Samuel J. Abrams

Ως καθηγητής, οι βιβλιοθήκες είναι για μένα ιεροί χώροι. Η ποικίλη αρχιτεκτονική τους, οι ιστορίες, οι δεσμοί τους με τις τοποθεσίες στις οποίες βρίσκονται και το γεγονός ότι καταγράφουν την πρόοδο της ανθρωπότητας στα ράφια τους με εμπνέουν. Κάθε φορά που ταξιδεύω, μου αρέσει να επισκέπτομαι όσες περισσότερες βιβλιοθήκες μπορώ, είτε είναι μεγάλες όπως η Bodleian της Οξφόρδης, είτε πολύ μικρές όπως η κοινοτική βιβλιοθήκη Stanley στο Αϊντάχο. Ως εκ τούτου, δε χαίρομαι καθόλου να γράφω τους τελευταίους μήνες ότι οι αμερικανικές βιβλιοθήκες δε λειτουργούν ως κεντρικά κομμάτια κοινωνικής υποδομής. Όταν οι New York Times δημοσίευσαν πρόσφατα ένα άρθρο που επεσήμανε ότι οι βιβλιοθήκες πρέπει να θεωρούνται ως «τρίτοι χώροι» για να ευδοκιμήσουν, ενθουσιάστηκα γιατί αυτός είναι ακριβώς ο τρόπος σκέψης που πρέπει να γίνει ευρέως διαδεδομένος για να γίνουν οι βιβλιοθήκες πραγματικά λαϊκά μέγαρα λειτουργώντας ως σημεία που συνέχουν τις κοινότητές τους.

Σήμερα, οι βιβλιοθήκες γνωρίζουν μια έντονη παρακμή και για τους περισσότερους Αμερικανούς δεν είναι τρίτοι χώροι - κοινωνικοί χώροι ξεχωριστοί από τα δύο συνηθισμένα κοινωνικά περιβάλλοντα του σπιτιού και του χώρου εργασίας. Ο μέσος Αμερικανός σπάνια πατάει το πόδι του σε βιβλιοθήκες. Το Ινστιτούτο Υπηρεσιών Μουσείων και Βιβλιοθηκών διαπίστωσε ότι την τελευταία δεκαετία, υπήρξε μια όχι ασήμαντη μείωση των κατά κεφαλήν επισκέψεων σε βιβλιοθήκες σε εθνικό επίπεδο: Το 2009, οι Αμερικανοί επισκέπτονταν βιβλιοθήκες 5,4 φορές το χρόνο, ενώ μια δεκαετία αργότερα, το 2019, ο αριθμός αυτός μειώθηκε στις 3,9 επισκέψεις ετησίως - μια μείωση 28%. Ο Tim Coates βρήκε μια παρόμοια τάση μείωσης κατά 31% της χρήσης των κτιρίων των δημόσιων βιβλιοθηκών μεταξύ 2000 και 2018. Αυτή η μείωση δεν έχει να κάνει με τη χρηματοδότηση, καθώς τα έσοδα έχουν μάλιστα αυξηθεί στα περισσότερα μέρη, και τα περισσότερα χρόνια, από το 2012.

Επιπλέον, στοιχεία έρευνας από το Κέντρο Έρευνας για την Αμερικανική Ζωή έδειξαν ότι μόνο το 7% των Αμερικανών επισκέπτεται βιβλιοθήκες εβδομαδιαίως, ενώ το 22% αναφέρει ότι επισκέπτεται βιβλιοθήκες τουλάχιστον μία ή δύο φορές το μήνα - ένας καθόλου μεγάλος αριθμός. Σχεδόν 6 στους 10 Αμερικανούς αναφέρουν ότι σπάνια ή ποτέ δεν επισκέπτονται την τοπική δημόσια βιβλιοθήκη τους, με το 32% - τη σχετική πλειονότητα του δείγματος να λέει ότι δεν την επισκέπτεται ποτέ, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την υποτιθέμενη κεντρική θέση αυτών των δημόσιων χώρων. Και αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος για τις βιβλιοθήκες είναι ένα ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο. Είτε ζει κανείς σε ένα μικρό προάστιο της πόλης, είτε σε μια μεγάλη πόλη ή σε αγροτική περιοχή, και είτε ανήκει στη γενιά X, στους Millennial ή τους Boomer, οι άνθρωποι δεν επισκέπτονται τις βιβλιοθήκες. Μάλιστα, οι διαφορές στο εισόδημα, την απόσταση, τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, ακόμη και τις οικογενειακές δομές δεν είναι στατιστικά σημαντικές - οι Αμερικανοί ομοιόμορφα δεν επισκέπτονται τις βιβλιοθήκες.

Μια λύση σε αυτό το πρόβλημα είναι να επανεφευρεθούν οι βιβλιοθήκες και να συμβάλλουν στη δημιουργία χώρων στους οποίους τα μέλη των κοινοτήτων θα θέλουν πραγματικά να συναντηθούν πέρα ​​από τον δανεισμό βιβλίων ή την κατανάλωση ψηφιακού υλικού. Η κεντρική βιβλιοθήκη της Βοστώνης στην Copley Square είχε κάνει αυτόν τον μετασχηματισμό λίγο νωρίτερα και σημείωσε σημαντική αύξηση στη χρήση και την επισκεψιμότητα της. Ως εκ τούτου, ενθουσιάστηκα που είδα τους Times να παρουσιάζουν τελικά μια τέτοια ιδέα αντί να φιλοξενήσουν μια άλλη ιστορία ισχυριζόμενοι ότι το έθνος βιώνει μια «χρυσή εποχή» βιβλιοθηκών με δείγματα προσεκτικά επιλεγμένα ώστε να εξάγονται ευρύτερα επιχειρήματα που θα υποστηρίζουν ότι οι βιβλιοθήκες όντως βρίσκονται «στην καρδιά των κοινοτήτων τους» και ευδοκιμούν.

Ο Richard Reyes-Gavilan, εκτελεστικός διευθυντής των βιβλιοθηκών της Ουάσιγκτον DC, αναφέρεται στο ρεπορτάζ Times όπου μιλά για μια σημαντική ανακαίνιση στο κεντρικό παράρτημα, δηλώνοντας ότι «οι βιβλιοθήκες προσπαθούν να βρουν τρόπους για να κάνουν τα κτίριά τους λιγότερο συναλλακτικά. Θέλουμε οι άνθρωποι να έρχονται και να μένουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα και να βλέπουν τη βιβλιοθήκη ως χώρο συνεργασίας ή ως τον τρίτο χώρο τους». Γι’ αυτό ακριβώς μιλάω, και η κεντρική βιβλιοθήκη της DC έκανε ακριβώς αυτό μετατρέποντας ένα κτήριο ορόσημο του 1972 του Ludwig Mies van der Rohe που δεν είχε τους χώρους που χρειαζόταν η κοινότητα σε έναν χώρο που τώρα διαθέτει στούντιο ηχογράφησης, κήπους στον τελευταίο όροφο, παιδική τσουλήθρα, στούντιο κατασκευής και πολυάριθμους χώρους για συγκεντρώσεις, συναντήσεις, γωνιές εκμάθησης, αμφιθέατρα και ποικίλα, άνετα καθίσματα που όλα βοηθούν στη δημιουργία χρηστικών και επιθυμητών κοινόχρηστων χώρων.

Οι Times παρουσίασαν επίσης το παράδειγμα της νέας κεντρικής δανειστικής βιβλιοθήκης στη Νέα Υόρκη, όπου ο αρθρογράφος έμεινε έκπληκτος από τη βεράντα του τελευταίου ορόφου δηλώνοντας ότι “Είναι μια δημόσια ταράτσα στη μέση του Μανχάταν όπου μπορείς να καθίσεις ήσυχα και να διαβάσεις ή να πιεις καφέ (υπάρχει ένα κλαδί του Amy's Bread), για όσο καιρό θέλεις”. Η δημιουργία ενός δημόσιου καφέ και ενός φιλόξενου χώρου για κοινωνικοποίηση και ανάγνωση είναι ακριβώς τα συστατικά που συνθέτουν έναν υγιή τρίτο χώρο.

Φυσικά, το άρθρο των Times εξέτασε τις νέες εξελίξεις στις μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές με προϋπολογισμούς και δωρητές που μπορούν να βοηθήσουν τις βιβλιοθήκες να μεταμορφωθούν. Πολλές άλλες κοινότητες απλώς δεν έχουν τέτοιους τόσο άμεσα διαθέσιμους πόρους. Γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία ότι τέτοιοι μετασχηματισμοί λειτουργούν και μπορούν να βοηθήσουν στη δημιουργία μιας κοινότητας. Οι βιβλιοθήκες θα χρειαστούν αναμφισβήτητα σημαντική υποστήριξη για να μετατραπούν σε γνήσιους τρίτους χώρους στην πορεία του χρόνου, αλλά τουλάχιστον η “εφημερίδα αναφοράς”
της χώρας είναι πιο ειλικρινής ως προς το ότι οι βιβλιοθήκες πρέπει να μεταμορφωθούν και να ξανασκεφτούν πώς οι κοινότητες μπορούν να τις κάνουν ανοιχτού και ζωντανούς τρίτους δημόσιους χώρου που θα χρησιμοποιούνται τακτικά.

--

Ο Samuel J. Abrams είναι καθηγητής πολιτικής στο Sarah Lawrence College επισκέπτης ερευνητής στο American Entreprise Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 25 Απριλίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.