Ο λαϊκισμός δεν είναι αλά καρτ

Ο λαϊκισμός δεν είναι αλά καρτ

Του Dalibor Rohac

Σε ένα πρόσφατο άρθρο του στο Project Syndicate, ο Dani Rodrik επικρίνει τον αυταρχικό λαϊκισμό - που «καταπνίγει τον πολιτικό πλουραλισμό και υπονομεύει τους φιλελεύθερους δημοκρατικούς κανόνες» - χαρακτηρίζοντάς τον απειλή που πρέπει να αποφεύγεται με κάθε κόστος. Στη συνέχεια όμως υποστηρίζει ότι ο οικονομικός λαϊκισμός μπορεί «μερικές φορές να είναι απαραίτητος». Στο πρώτο μέρος του επιχειρήματός του έχει δίκιο, όμως κάνει ένα σοβαρό λάθος στο δεύτερο.

Ο Rodrik, ένας από τους πιο πρωτότυπους και οξύνοες οικονομολόγους της εποχής μας, υποστηρίζει πως ενώ πρέπει να υποστηρίξουμε τους περιορισμούς στην εξουσία του εκτελεστικού σώματος, τους οποίους απεχθάνονται οι αυταρχικοί λαϊκιστές, παρόμοια εμπόδια στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής - με τη μορφή «αυτόνομων ρυθμιστικών φορέων, ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών, ή κανόνων παγκόσμιου εμπορίου» έχουν προχωρήσει υπερβολικά πολύ και έχουν καταληφθεί από ομάδες ειδικών συμφερόντων, προκαλώντας έτσι μια αντικαθεστωτική, λαϊκιστική αντίδραση. Καταλήγει ότι μια δόση οικονομικού λαϊκισμού μπορεί να είναι ακριβώς αυτό που χρειάζονται οι δυτικές κοινωνίες για να βγουν από τη σημερινή τους πολιτική κρίση.

Αυτό που δεν λαμβάνει υπόψη του αυτό το επιχείρημα είναι πως η διάκριση ανάμεσα στις δύο αυτές εκδοχές λαϊκιστών σπάνια είναι ξεκάθαρη. Δεν χρειάζεται κανείς να συμφωνήσει πλήρως με τις απόψεις που εξέφρασε ο οικονομολόγος Friedrich von Hayek στο βιβλίο του Ο δρόμος προς τη δουλεία το 1944, όπου και υποστηρίζει ότι ο οικονομικός παρεμβατισμός οδηγεί στην τυραννία, για να αναγνωρίσει ότι η αποδόμηση των περιορισμών στη λήψη αποφάσεων οικονομικής πολιτικής και η αποδυνάμωση της ανεξάρτητης δικαιοσύνης, των ελεύθερων μέσων ενημέρωσης και του πολιτικού ανταγωνισμού αλληλοενισχύονται. Ο λαϊκισμός με άλλα λόγια είναι ένα συνολικό πακέτο.

Εξάλλου, η άνοδος του Viktor Orban στην εξουσία στην Ουγγαρία κατέστη ευκολότερη από τις λαϊκιστικές του κινήσεις που εξυπηρετούσαν εγχώρια οικονομικά συμφέροντα. Ανάμεσα σ' αυτές, αναφέρονται ο αναδρομικός πρόσθετος φόρος επί των λιανικών πωλήσεων που εισήχθη τον Δεκέμβριο του 2010 ο οποίος υπολογίζεται επί του τζίρου και πλήττει ασύμμετρα τις επιχειρήσεις με ξένη ιδιοκτησία, η δημιουργία ενός κρατικού μονοπωλίου καπνού για τη διανομή αδειών πώλησης προϊόντων καπνού στους υποστηρικτές του κόμματος, και η κρατικοποίηση των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων για να καλυφθεί η τρύπα στα δημοσιονομικά της χώρας.

 

Μια γυναίκα κρατά το Σύνταγμα της Πολωνίας κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης έξω από τα γραφεία του Κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης στη Βαρσοβία, 24 Ιουλίου 2017. REUTERS/Kacper Pempel]

Η εμπειρία της Πολωνίας υπήρξε παρόμοια. Εκεί, η αρπαγή των αποθεματικών των συνταξιοδοτικών ταμείων το 2014 προηγήθηκε την ανάδυση στην εξουσία του Κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS), συνέβαλε όμως στη μετακίνηση του παραθύρου Όβερτον σε μια λαϊκιστική κατεύθυνση. Μέχρι σήμερα η κυβέρνηση του PiS έχει επανεθνικοποιήσει μεγάλα τμήματα του τραπεζικού τομέα, έχει εισαγάγει ένα νέο πρόγραμμα επιδομάτων, το Οικογένεια 500+ που προσθέτει στο δομικό έλλειμμα της χώρας, και έχει μειώσει την ηλικία συνταξιοδότησης.

Δεδομένων των οικονομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Πολωνία - τη μείωση του πληθυσμού, την πολύ αρχή άνοδο της παραγωγικότητας, και τα χαμηλά ποσοστά αποταμίευσης και επενδύσεων - τέτοια μέτρα θα αποδειχθούν δαπανηρά μακροπρόθεσμα. Στο μεταξύ, η κρατικώς προκληθείσα τόνωση της κατανάλωσης έχει συμβάλει στην εμπέδωση της υποστρήριξης για την κυβέρνηση του PiS ενώ αυτή αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο έλεγχο επί του δικαστικού σώματος της χώρας, αποδυναμώνει την επιτήρηση των εκλογών και προχωρεί σε εκκαθαρίσεις των όποιων διαφωνούντων από τα δημόσια μέσα ενημέρωσης.

Και δεν είναι μόνο η Δεξιά: ο αριστερός οικονομικός λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα συνοδεύεται από προσπάθειες για το κλείσιμο αντιπολιτευτικών τηλεοπτικών σταθμών και την αποδυνάμωση του δικαστικού ελέγχου. Ένα παρόμοιο μοτίβο έχει παρατηρηθεί σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, μιας ηπείρου που έχει μεγαλύτερη εμπειρία από οποιαδήποτε άλλη στον οικονομικό λαϊκισμό. Εκεί, οι λαϊκιστικές κυβερνήσεις συνδέονται με πτώση των επιδόσεων σε διάφορους δείκτες θεσμικής ποιότητας, κυβερνητικής λογοδοσίας και νομοκρατίας, όπως οι Δείκτες Παγκόσμιας Διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η Βενεζουέλα είναι το πιο ακραίο τέτοιο παράδειγμα.

Αν ψάχνουμε ενδείξεις για το αντίθετο, μπορούμε να τις βρούμε στη Βραζιλία και τον Ισημερινό, όπου περίοδοι λαϊκιστικής οικονομικής διακυβέρνησης δεν οδήγησαν σε κάποια διακριτή μετακίνηση στην κατεύθυνση του αυταρχισμού. Παρ' όλα αυτά, οι πολιτικές δεν μπορούν να αποτιμηθούν μόνο βάσει της επιδόσής τους όταν τα κράτη αποδεικνύονται τυχερά, αλλά και από τα αποτελέσματα που παράγουν υπό λιγότερο από ιδανικές συνθήκες. Τις περισσότερες φορές, η απουσία περιορισμών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων οικονομικής πολιτικής έχει συνδεθεί με μια συνολική αυταρχική τάση των λαϊκιστών.

Υπάρχει ακόμη ένα πρόβλημα με την υποστήριξη του οικονομικού λαϊκισμού που διατυπώνει ο Rodrik: είναι μια λύση που αναζητά ένα πρόβλημα. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι οι περιορισμοί που επιβάλλονται στη λήψη αποφάσεων οικονομικής πολιτικής μέσω της ανάθεσης αρμοδιοτήτων, τις εμπορικές συνθήκες και τη διατύπωση ρητών κανόνων που δεσμεύουν την πολιτική ευχέρεια είναι υπεράνω κριτικής, ιδιαίτερα σε τομείς όπου έχουν καταληφθεί από ρυθμίσεις, όπως η πνευματική ιδιοκτησία και οι χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις.

Ένα σημαντικό όμως μέρος της αντίδρασης του ευρωσκεπτικισμού που έχει παρατηρηθεί στην ευρωζώνη τροφοδοτήθηκε από τη θεώρηση ότι οι υφιστάμενοι κανόνες - και ιδίως η πολιτική μη διάσωσης που έχει ενσωματωθεί στις ευρωπαϊκές Συνθήκες - καταπατούνται ανοιχτά. Η ίδρυση του γερμανικού AfD και η αρχική δημοσκοπική άνοδός του ήταν μια άμεση αντίδραση στα έκτακτα μέτρα που θεωρήθηκαν ότι διασώζουν ανεύθυνα κράτη της περιφέρειας της ευρωζώνης και τους δανειστές τους. Η αρχική δυναμική του κινήματος του Tea Party στις Ηνωμένες Πολιτείες γεννήθηκε από τη θεώρηση ότι τα προγράμματα διάσωσης του χρηματοπιστωτικού κλάδου παραβιάζουν τους νομικούς και συνταγματικούς περιορισμούς ως προς το τι μπορεί να κάνει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Το δημοκρατικό βεβαίως έλλειμμα της ΕΕ, και ιδίως το έλλειμμα διαφάνειας και μηχανισμών λογοδοσίας για τη λήψη πολιτικώς φορτισμένων αποφάσεων που έχουν συνέπειες, είναι από μόνο του ένα σημαντικό μέρος του προβλήματος. Το πρόβλημα όμως αυτό δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί ενθαρρύνοντας τους πολιτικούς να κάνουν οτιδήποτε φαίνεται πρόσκαιρα δημοφιλές ανεξάρτητα από μακροπρόθεσμες συνέπειες. Αντιθέτως, αυτό προϋποθέτει θεσμικές μεταρρυθμίσεις - την αποκέντρωση κάποιων από τις εξουσίες της ΕΕ, την ενίσχυση της πολιτικής της λογοδοσίας, καθώς και περισσότερο αξιόπιστους κανόνες για την ενιαία αγορά της ΕΕ, τα δημόσια ελλείμματα και τη διαχείριση των χρηματοπιστωτικών κινδύνων.

Όπως ακριβώς κατά τη δεκαετία του 1930 οι πολιτικές συνέπειες της Μεγάλης Ύφεσης δεν αδρανοποιήθηκαν από την επιστροφή στον προστατευτισμό και τις οικονομικές πολιτικές βραχέως ορίζοντα, τα τρωτά σημεία που πλήττουν την ΕΕ και την παγκόσμια οικονομία δεν θα διορθωθούν ενθαρρύνοντας τους πολιτικούς να εφαρμόζουν επιβλαβείς οικονομικές πολιτικές. Είναι απίστευτα ανεύθυνο να υποστηρίζεται το αντίθετο.

--

Ο Dalibor Rohac είναι ερευνητής στο American Enterprise Institute (AEI) όπου μελετά τις ευρωπαϊκές πολιτικές και οικονομικές τάσεις.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Ιανουαρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute (AEI) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».