Ο άνθρωπος πίσω από το θαύμα του Χονγκ Κονγκ

Ο άνθρωπος πίσω από το θαύμα του Χονγκ Κονγκ

Του Marian L. Tupy

Μόλις διάβασα το νέο βιβλίο του Neil Monery, Architect of Prosperity: Sir John Cowperthwaite and the Making of Hong Kong. Αυτή η συναρπαστική αφήγηση για την ανάδυση του Χονγκ Κονγκ ως μιας παγκόσμιας οικονομικής δύναμης είναι καλογραμμένο και γι' αυτό ευανάγνωστο και εύληπτο. Με χαρά το συνιστώ ενθέρμως στους αναγνώστες του CapX.

Άρχισα να ενδιαφέρομαι για την ιστορία του Χονγκ Κονγκ στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Για παράδειγμα, η συναισθηματικά φορτισμένη παράδοση της αποικίας από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Κίνα είναι βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου. Ταυτόχρονα όμως, στο πλαίσιο της διδακτορικής μου έρευνας στο πανεπιστήμιο του St. Andrews, διάβασα διάφορα δοκίμια για την ανάδυση του Χονγκ Κονγκ από τον νομπελίστα οικονομολόγο Milton Friedman. Ο Friedman, υποστηρικτής της ελεύθερης αγοράς και του μικρού κράτους, πίστευε ότι τα άτομα, όταν αφήνονται ανενόχλητα, θα αγωνιστούν για να βελτιώσουν τις ζωές τις δικές τους και των μελών της οικογενείας τους. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την ευημερία.

Ο στοχασμός του μοιάζει με την ιδέα του Adam Smith:

“Λίγα χρειάζονται για να μεταφέρουν ένα κράτος από τη χαμηλότερη βαρβαρότητα στον υψηλότερο βαθμό πλούτου, πέρα από την ειρήνη, τη χαμηλή φορολόγηση και μια ανεκτή απόδοση δικαιοσύνης. Όλα τα υπόλοιπα έρχονται ως αποτέλεσμα της φυσικής πορείας των πραγμάτων. Όλες οι κυβερνήσεις που εμποδίζουν αυτή τη φυσική πορεία, που εξωθούν βιαίως τα πράγματα σε μια άλλη κατεύθυνση, ή που προσπαθούν να σταματήσουν την πρόοδο της κοινωνίας σε ένα συγκεκριμένο σημείο, είναι αφύσικες, και προκειμένου να επιβιώσουν οφείλουν να είναι καταπιεστικές και τυραννικές”.

Καμία χώρα στη σύγχρονη ιστορία δεν πλησίασε τόσο το ιδανικό του Smith όσο το Χονγκ Κονγκ. Η περιοχή, την οποία ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών υποκόμης Palmerston περιέγραψε ως “ένα άγονο νησί χωρίς σχεδόν κανένα σπίτι πάνω του”, ήταν κάποτε πολύ φτωχή. Αμέσως μετά τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και την ιαπωνική κατοχή, το κατά κεφαλή εισόδημά της ήταν περίπου το ένα τρίτο του αντίστοιχου στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Μέχρι τη λήξη της βρετανικής αποικιακής διοίκησης, το Χονγκ Κονγκ έφτασε να είναι 10% πλουσιότερο από την μητρόπολη. Πέρσι, η πρώην αποικία ήταν 37% πλουσιότερη από το Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι συνεπώς ταιριαστό το γεγονός ότι ο άνθρωπος στον οποίο πιστώνεται η επιτυχία του Χονγκ Κονγκ είναι Σκωτσέζος δημόσιος υπάλληλος, απόφοιτος του πανεπιστημίου του St. Andrews και λάτρης του Adam Smith: o σερ John Cowperthwaite.

Όπως εξηγεί ο Monnery, ο Cowperthwaite δεν ήταν ο πρώτος υποστηρικτής του μικρού κράτους που ανέλαβε την επίβλεψη της οικονομίας και των δημοσιονομικών της αποικίας αυτής. Διαδοχικοί αποικιακοί κυβερνήτες και οι υπουργοί οικονομικών τους εφάρμοζαν πολιτικές περιορισμένου κράτους. Αλλά το έκαναν από οικονομική ανάγκη και όχι από κάποια βαθιά ιδεολογική δέσμευση στο μικρό κράτος.

Ως υπουργοί Οικονομίας, οι Geoffrey Fellows (1945-1951) και Arthur Clarke (1951-1961) εγκαθίδρυσαν ένα καθεστώς χαμηλών φόρων και πλεονασμάτων προϋπολογισμού, καθώς και την ελεύθερη ροή αγαθών και κεφαλαίων. Πάνω σ' αυτά τα θεμέλια, ο Cowperthwaite (1961-1971) προσέθεσε όχι μόνο το σθένος των πεποιθήσεών του, αλλά και τον διάδοχό του τον οποίο ο ίδιος επέλεξε, τον Philip Haddon-Cave (1971-1981). Μέχρι την αποχώρηση του Haddon-Cave, η επιτυχία του πειραματισμού του Χονγκ Κονγκ με το μικρό κράτος ήταν αδιαμφισβήτητη όχι μόνο μεταξύ των Βρετανών, αλλά και των Κινέζων. Η Margaret Thatcher ξεκίνησε την προσπάθειά της να διαλύσει τον βρετανικό σοσιαλισμό το 1979, ενώ ο Deng Xiaoping άρχισε να διορθώνει τη ζημιά που προκάλεσε ο κινεζικός κομμουνισμός το 1978.

Και αυτό με φέρνει στον σημαντικότερο ρόλο που ο Cowperthwaite, και όχι οι Fellows και Clarke, αξίζει να πιστωθεί με την ανάδυση του Χονγκ Κονγκ. Βασικά, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος, στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη ώρα - τη δεκαετία του 1960. Δεν υπήρχε καμία αντίδραση στο να ακολουθείται μια πολιτική μικρού κράτους όταν η αποικία ήταν ακόμη φτωχή. Μέχρι όμως τη δεκαετία του 1960, η αποικία ευημερούσε και το αίτημα για μεγαλύτερες κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ ενισχυόταν. Παρεμπιπτόντως, οι ονομαστικές κρατικές δαπάνες αυξάνονταν παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη. Ακόμη χειρότερα, ο σοσιαλισμός, είτε στη σοβιετική του μορφή (δηλαδή, τον κεντρικό σχεδιασμό) είτε στην πιο ήπια βρετανική του εκδοχή (την κρατική ιδιοκτησία του πεδίου διοίκησης της οικονομίας) βρισκόταν σε άνοδο.

(Κατά κεφαλή ΑΕΠ σε δολάρια ΗΠΑ 2015, σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης)

Μάλιστα, λίγο πριν αποχωρήσει από το Χονγκ Κονγκ ο Clarke φαίνεται να είχε μια συνειδησιακή κρίση ως προς το οικονομικό μοντέλο της αποικίας, σημειώνοντας ότι:

“Πιστεύω ότι έχουμε φτάσει σε ένα σημείο καμπής στην οικονομική μας ιστορία… Φαίνεται να υπάρχουν δύο πορείες μπροστά μας. Μπορούμε να συνεχίσουμε αυτό που κάνουμε… Ή μπορούμε να κάνουμε κάτι για να σχεδιάσουμε την οικονομία μας… Ποιον δρόμο να υιοθετήσουμε;”

Ευτυχώς, ο Cowperthwaite είχε την ικανότητα να διατυπώσει ρητώς τα επιχειρήματα υπέρ του να συνεχιστεί η ίδια πορεία. Στις πρώτες συζητήσεις για τον προϋπολογισμό στις οποίες συμμετείχε, επεσήμανε:

“Φτάνω τώρα στην γενικότερη και πιο εκτεταμένη στο εύρος της πρόταση των κ. Barton και Knowles, δηλαδή την ανάγκη να σχεδιάσουμε το οικονομικό μας μέλλον και ιδιαίτερα, την ανάγκη ενός πενταετούς σχεδίου. Θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες σκέψεις ως προς κάποιες από τις αρχές που αφορούν το ζήτημα του σχεδιασμού της συνολικής οικονομικής ανάπτυξης της αποικίας.

Φοβάμαι ότι πρέπει πρώτα απ' όλα να εκφράσω τη βαθιά μου αντιπάθεια και δυσπιστία για οτιδήποτε τέτοιο στο Χονγκ Κονγκ. Η επίσημη αντίθεση στο συνολικό οικονομικό σχεδιασμό και τους σχεδιαστικούς ελέγχους έχει χαρακτηριστεί σε ένα πρόσφατο άρθρο ως 'Papa knows best' (ο πατερούλης ξέρει καλύτερα). Ακριβώς όμως επειδή ο πατερούλης δεν ξέρει καλύτερα, πιστεύω ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να αναλαμβάνει το ρόλο να λέει στον εκάστοτε επιχειρηματία ή βιομήχανο το τι θα πρέπει ή όχι να κάνει, πόσο μάλλον το τι μπορεί ή όχι να κάνει - και όπως και να τον μεταμφιέσουμε, αυτό το πράγμα είναι ο σχεδιασμός”.

Και:

“Μια οικονομία μπορεί να σχεδιαστεί, δεν θα πω πόσο αποτελεσματικά, όταν υπάρχουν αναξιοποίητοι πόροι και μια πεπερασμένη, αιχμάλωτη, εγχώρια αγορά, δηλαδή όταν υπάρχει η δυνατότητα του ελέγχου τόσο της παραγωγής όσο και της κατανάλωσης, τόσο της προσφοράς όσο και της ζήτησης. Εδώ δεν υπάρχουν αυτές οι συνθήκες - ο έλεγχος αυτών των παραμέτρων βρίσκεται πέρα από τα σύνορά μας. Για μας, η ποικιλία των ατομικών αποφάσεων των επιχειρηματιών και των βιομηχάνων θα συνεχίσει, είμαι πεπεισμένος, να παράγει ένα καλύτερο και σοφότερο αποτέλεσμα απ' ό,τι η μία και μόνη απόφαση της εκάστοτε Κυβέρνησης ή του εκάστοτε συμβουλίου με την αναπόφευκτα περιορισμένη γνώση των μυριάδων παραμέτρων, και με την ακαμψία των φορέων αυτών.

Σε ένα ευρύ πεδίο της οικονομίας μας, παραμένει ακόμη καλύτερη επιλογή να βασιζόμαστε στο 'κρυφό χέρι' του 19ου αιώνα απ' ό,τι να χώσουμε άτσαλα γραφειοκρατικά δάχτυλα στον ευαίσθητο μηχανισμό της. Ιδίως, δεν έχουμε την πολυτέλεια να βλάψουμε το κύριο ελατήριό της, την ελευθερία της ανταγωνιστικής επιχειρηματικότητας”.

Δεν είναι γνωστό αν ο Cowperthwaite διάβασε ποτέ το δοκίμιο του Friedrich Hayek “The Use of Knowledge in Society” του 1945, που υπογραμμίζει ότι η κατανομή των “σπάνιων πόρων απαιτεί γνώση που είναι κατεσπαρμένη μεταξύ πολλών ανθρώπων, με κανένα επιμέρους άτομο και καμία ομάδα ειδικών να μη μπορεί να την αποκτήσει στην πληρότητά της”, ή αν έφτασε από μόνος του στα ίδια συμπεράσματα με τον Αυστριακό νομπελίστα οικονομολόγο. Ακόμη όμως κι αν επηρεάστηκε συνειδητά ή υποσυνείδητα από τον Hayek, είναι αποκαλυπτικό του “στοχαστή” Cowperthwaite το ότι πήρε στα σοβαρά τις ιδέες του Hayek, αντίθετα με τόσους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων σε ολόκληρο τον κόσμο που υπέκυψαν στις σειρήνες του σοσιαλισμού.

Έτσι, με ιδιαίτερη κατάπληξη ανακάλυψα προς το τέλος του πρώτου μου έτους στο St. Andrews ότι ήμουν γείτονας του Cowperthwaite. Το σπίτι του στο 25 της South Street ήταν μερικά μέτρα μακριά από το Deans Court, τον τόπο κατοικίας των μεταπτυχιακών φοιτητών του πανεπιστημίου. Του έγραψα αμέσως κι αυτός μου απάντησε, προσκαλώντας με σπίτι του για τσάι. Πέρασα ένα υπέροχο απόγευμα μαζί του και κράτησα επαφή κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στο St. Andrews.

Τελευταία φορά που τον είδα, είχε έρθει στο γεύμα του φιλελεύθερου φοιτητικού περιοδικού Catallaxy, το οποίο συνέγραφα από κοινού με τον φίλο μου Alex Singleton. Καθώς έφευγε, τον είδα να περπατά στην Market Street και ένιωσα ότι θα ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Λίγο μετά την αποφοίτησή μου μετακόμισα στην Ουάσινγκτον. Προτεραιότητά μου ήταν πλέον η νέα ζωή και η νέα μου δουλειά και το St. Andrews σιγά-σιγά βυθίστηκε στη μνήμη μου.

Το βιβλίο του Neil Monnery μου ξαναζωντάνεψε αυτές τις υπέροχες αναμνήσεις. Το έργο του απαθανάτισε έναν άνθρωπο στον οποίο τόσοι πολλοί οφείλουν τόσα πολλά. Το Architech of Prosperity είναι μια οικονομική και διανοητική ιστορία. Πάνω απ' όλα είναι ένας φόρος τιμής σε έναν σημαντικό, βαθιά ηθικό άνθρωπο, με αρχές και χωρίς την επιθυμία της αυτοπροβολής. Ο Monnery αξίζει την ευγνωμοσύνη μας για το έργο του.

--

Ο Marian L. Tupy είναι υπεύθυνος έκδοσης του HumanProgress.org και διακεκριμένος αναλυτής δημόσιας πολιτικής στο Center for Global Liberty and Prosperity.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Αυγούστου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Human Progress και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.