Ο Macron τα βάζει με τον επικεφαλής του στρατού και ο στρατός χάνει

Ο Macron τα βάζει με τον επικεφαλής του στρατού και ο στρατός χάνει

Του Gary J. Schmitt

Αυτή την εβδομάδα, ο επικεφαλής των γαλλικών ενόπλων δυνάμεων, Στρατηγός Pierre de Villers υπέβαλε την παραίτησή του με αφορμή την απόφαση του νέου Προέδρου της Γαλλίας Emmanuel Macron να περικόψει τον αμυντικό προϋπολογισμό κατά 850 εκατομμύρια ευρώ - μια περικοπή που ο Macron υποστήριξε ότι η Γαλλία έπρεπε να κάνει ώστε το έλλειμμά της να προσεγγίσει τον στόχο-όριο της EE του 3% του ΑΕΠ.

Ο Γάλλος Πρόεδρος Emmanuel Macron και ο πλέον τέως επικεφαλής του Επιτελείου Αμύνης της Γαλλίας Στρατηγός Pierre de Villiers παρακολουθούν την παραδοσιακή στρατιωτική παρέλαση για την Ημέρα της Βαστίλης στα Ηλύσια Πεδία στο Παρίσι, στις 14 Ιουλίου 2017. REUTERS/Charles Platiau

Ο Villiers δεν δέχθηκε τις περικοπές υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση ζητά ολοένα και περισσότερα από τον στρατό, αλλά μετά βίας του παρέχει αρκετούς πόρους ώστε να ανταποκριθεί στις αποστολές του, να συντηρήσει και να εκπαιδεύσει σύγχρονες ένοπλες δυνάμεις. Όπως είπε ένας πρώην ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχους “δεν μπορούμε να πάρουμε ανάσα”. Οι περικοπές ήταν η σταγόνα που ξεχύλισε το ποτήρι για τον επικεφαλής του γαλλικού στρατού που είδε τις αμυντικές δαπάνες να περικόπτονται από το 2,6% του ΑΕΠ το 2000 στο 1,8% φέτος.

Ενώ οι αμυντικές δαπάνες αποτελούσαν κάθε χρόνο την πέμπτη μεγαλύτερη κατηγορία δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού από το 2000, αν αυτές προσαρμοστούν στον πληθωρισμό, δεν είχε σημειωθεί αύξηση. Η πιο σημαντική αλλαγή στις προτεραιότητες δαπανών της Γαλλίας συνέβη τη δεκαετία που ακολούθησε τον προϋπολογισμό του 2000. Μολονότι οι αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν, αν μετρηθούν μη προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό, κατά 29%, με την εξαίρεση των κρατικών πόρων για την εκπαίδευση, όλες οι άλλες κατηγορίες δαπανών του ΟΟΣΑ (δημόσιες υπηρεσίες, δημόσια ασφάλεια, οικονομικά ζητήματα, περιβαλλοντικά ζητήματα, υπηρεσίες στέγασης, υγεία, αναψυχή και κοινωνική προστασία) αυξήθηκαν με πολύ γρηγορότερο ρυθμό. Με απλά λόγια, οι γαλλικές προτεραιότητες άλλαξαν αρκετά έντονα. Και μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-9, όταν οι κρατικοί προϋπολογισμοί δέχτηκαν ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις, η κυβέρνηση αποφάσισε να μην αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες, μολονότι ο γαλλικός στρατός συνέχιζε την εμπλοκή του σε διαμάχες στη Μέση Ανατολή και την υποσαχάρια Αφρική, καθώς και στον πόλεμο της Λιβύης.

Δεν προκαλεί συνεπώς έκπληξη η δυσαρέσκεια του Villiers ενόψει των προτεινόμενων περικοπών. Πράγματι, η αντιπαράθεση Macron και Villiers γρήγορα έγινε δημόσια. Ο Macron ήταν αποφασισμένος να μην ανεχθεί τα παράπονα του επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων, θεωρώντας τον έλεγχο του προϋπολογισμού ως ένα απαραίτητο βήμα για να κερδίσει την εύνοια του Βερολίνου και της Καγγελαρίου Merkel προκειμένου να προωθήσει την ευρύτερη ατζέντα μεταρρυθμίσεών του για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως αιχμηρά και ορθά επεσήμανε ο Macron “Εγώ κάνω κουμάντο”. Ο Villiers όμως είχε δίκιο να υποστηρίζει ότι οι γαλλικές ένοπλες δυνάμεις είχαν ήδη ανταποκριθεί στο καθήκον τους παρά τις περικοπές και ότι το πράγμα δεν πήγαινε άλλο - και προς τιμήν του, είχε το θάρρος να παραιτηθεί για λόγους αρχής. Μπορεί να μην πρόκειται για την κρίση ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία των Παρισίων και των γαλλικών ενόπλων δυνάμεων όπως κάποιοι υποστηρίζουν, αλλά είναι κάπως ασυνήθιστο αυτή η διαφωνία να λαμβάνει χώρα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της χώρας.

Απαντώντας στη διαμάχη, ο Macron δήλωσε ότι οι αμυντικές δαπάνες θα αυξηθούν του χρόνου - αντίθετα με όλες τις άλλες κατηγορίες δαπανών του προϋπολογισμού. Ο γαλλικός στρατός μπορεί να ελπίζει ότι αυτό όντως θα συμβεί. Στο μεταξύ όμως, δεν πρέπει να περιμένουμε ότι οι γαλλικές ένοπλες δυνάμεις, επιζώντας με τα ελάχιστα δυνατά, θα αντέξουν να χειριστούν απρόβλεπτες κρίσεις.

 --

Ο Gary J. Schmitt είναι ερευνητής και συνδιευθυντής του Marilyn Ware Center for Security Studies καθώς και διευθυντής του Program on American Citizenship

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 20 Ιουλίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute (AEI) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.

 

 

Φωτογραφία: SOOC