Μήπως τα προγράμματα για την αντιμετώπιση της φτώχειας εντέλει την ενέτειναν;

Μήπως τα προγράμματα για την αντιμετώπιση της φτώχειας εντέλει την ενέτειναν;

του Gary M. Galles

Στο άρθρο του με τίτλο “Poverty in the U.S. Was Plummeting—Until Lyndon Johnson Declared War On It” (Η φτώχεια στην Αμερική μειωνόταν με γρήγορο ρυθμό μέχρι που ο Λίντον Τζόνσον κήρυξε πόλεμο εναντίον της), ο Daniel J. Mitchell παρουσίασε τα πορίσματα διαφόρων ερευνητών ως προς το πώς τα προγράμματα που ξεκίνησαν με τον Πόλεμο εναντίον της Φτώχειας είχαν τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα καθώς τα αντικίνητρα που δημιούργησαν καθυστέρησαν αντί να επιταχύνουν τη μείωση της φτώχειας.

Δεν υπάρχει κάποιο ελάττωμα στα στοιχεία που παρουσιάζονται στο άρθρο, τα οποία μάλιστα αποτελούν πολύτιμη πληροφόρηση. Υπάρχει όμως κάτι που μπορεί να κάνει το επιχείρημα ακόμη ισχυρότερο απ' ό,τι η χρήση των συνολικών ποσοστών φτώχειας: η κατάτμηση των αποτελεσμάτων βάσει της ηλικίας των βασικών βιοποριστών για την εκάστοτε οικογένεια. Και ενώ δεν έχω δει τέτοια στοιχεία να αναδεικνύονται μέχρι σήμερα, οι James Gwartney και Thomas McCaleb έκαναν αυτό ακριβώς στο άρθρο τους με τίτλο “Have Antipoverty Programs Increased Poverty” (Μήπως τα προγράμματα για την αντιμετώπιση της φτώχειας εντέλει την ενίσχυσαν” που δημοσιεύθηκε στο Cato Journal το 1985.

Είναι σημαντικό να ξαναδούμε αυτή την εργασία τους καθώς προσφέρει περιεκτικές εξηγήσεις για τα είδη των αντικινήτρων που παρήχθησαν και επίσης για τον λόγο που τα παραγωγικά αντικίνητρα που παράγουν τα προγράμματα πρόνοιας έχουν περισσότερο αρνητικά αποτελέσματα όσο νεότερο είναι το νοικοκυριό, επιτρέποντας την κατάτμηση των δεδομένων ανά ηλικιακή ομάδα προκειμένου να καταδειχθούν σαφέστερα οι διαφορές στα αποτελέσματα.

Οι Gwartney και McCaleb μιλούν για τέσσερις μηχανισμούς αντικινήτρων: το αποτέλεσμα του υψηλότερου πραγματικού ωφελήματος, το αποτέλεσμα του υψηλού υπόρρητου φόρου, το αποτέλεσμα της απομείωσης των δεξιοτήτων, και το αποτέλεσμα του ηθικού κινδύνου.

Το αποτέλεσμα του υψηλότερου πραγματικού ωφελήματος είναι ότι “οι αυξήσεις της πραγματικής αξίας των πληρωμών ωφελημάτων κάνουν την εξάρτηση από το κράτος ακόμη πιο ελκυστική σε σύγκριση με την εναλλακτική της ανεξαρτησίας”. Το αποτέλεσμα αυτό θα είναι μεγαλύτερο για τους νέους εργαζομένους των οποίων το δυνητικό εισόδημα είναι μικρότερο απ' ό,τι για τους μεγαλύτερους και πιο έμπειρους εργαζομένους.

Το αποτέλεσμα του υψηλού υπόρρητου φόρου είναι ότι τα προγράμματα εναντίον της φτώχειας που χρησιμοποιούν κριτήρια επιλογής ως προς το εισόδημα μειώνουν τα ωφελήματα στο βαθμό που τα νοικοκυριά κερδίζουν περισσότερα, επιβάλλοντας έτσι το ισοδύναμο ενός επιπλέον φόρου εισοδήματος επί των επιπλέον εσόδων. Όταν συνυπολογιστεί το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα με τα πολλαπλά προγράμματα, αυτός ο υπόρρητος φορολογικός συντελεστής μπορεί να είναι πολύ ψηλός - κατά πολύ ψηλότερος από τον υψηλότερο επίσημο φορολογικό συντελεστή επί του εισοδήματος και, για κάποιες περιπτώσεις, ψηλότερος ακόμη και από 100%. Συνεπώς “τέτοιοι ψηλοί υπόρρητοι οριακοί φορολογικοί συντελεστές δημιουργούν ένα σημαντικό αντικίνητρο στην εργασία για εκείνα τα άτομα των οποίων τα δυνητικά έσοδα είναι σχετικά χαμηλά”.

Το αποτέλεσμα της απομείωσης των δεξιοτήτων είναι ότι τα άτομα που δεν έχουν χρησιμοποιήσει τις δεξιότητές τους για μεγάλες χρονικές περιόδους, όπως εκείνοι που βρίσκονται για πολύ χρόνο εκτός του εργατικού δυναμικού, διαπιστώνουν ότι οι δεξιότητες αυτές φθίνουν. Αυτό όχι μόνο γίνεται χειρότερο όσο διαρκούν αυτού του είδους τα κίνητρα, αλλά και είναι εντονότερο για τους νεότερους εργαζομένους: “Καθώς οι μεταβιβάσεις καθιστούν ελκυστικότερη την εξάρτηση σε σχέση με την εργασιακή εμπειρία, την εκπαίδευση και άλλες μορφές επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο, οι νεότεροι ωφελούμενοι δεν αναπτύσσουν δεξιότητες που στο παρελθόν επέτρεψαν σε νέους ανθρώπους να ξεφύγουν από τη φτώχεια”.

Το αποτέλεσμα του ηθικού κινδύνου είναι ότι η προνοιακή αρωγή μπορεί να χρηματοδοτήσει την επιλογή κάποιων “ενός τρόπου ζωής που αυξάνει τις πιθανότητες της φτώχειας”. Αυτό το κίνητρο γίνεται επιβλαβέστερο για την παραγωγικότητα κάποιου όσο νωρίτερα ξεκινά στη ζωή.

Όχι μόνο καθένα από τα αποτελέσματα αυτά είναι βαρύτερο για τα νεότερα νοικοκυριά, αλλά και έχει πολύ μικρότερες επιπτώσεις στην παραγωγή στους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένους και σχεδόν καμία για τις οικογένειες με χαμηλό εισόδημα των οποίων τα μέλη έχουν συνταξιοδοτηθεί. Αναρωτηθείτε απλώς αν και πόσο ανησυχείτε για τις επιπτώσεις τους στον παππού και τη γιαγιά σας. Αυτό σημαίνει ότι τα αντικίνητρα στους νεότερους εργαζόμενους με χαμηλά εισοδήματα μπορούν να εξεταστούν σε αντιδιαστολή με τα νοικοκυριά ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας και χαμηλού εισοδήματος.

Και οι συνέπειες αυτές είναι έντονες. Όπως συμπέραναν οι Gwartney και McCaleb, μετά τη σημαντική μείωση που σημειώθηκε στη φτώχεια για όλες τις ηλικιακές ομάδες πριν ξεκινήσει ο Πόλεμος εναντίον της Φτώχειας, τόσο τα επίσημα ποσοστά φτώχειας, όσο και τα ποσοστά της φτώχειας προσαρμοσμένα για ωφελήματα σε είδος (που δεν προσμετρώνται επισήμως ως εισόδημα) για τους ηλικιωμένους (για τους οποίους οι συνέπειες των αντικινήτρων είναι ελάχιστες) συνέχισαν να μειώνονται δραματικά, από 15,9% το 1968 στο 5,5% το 1982.

Για την ηλικιακή ομάδα 45-54, τα προσαρμοσμένα ποσοστά φτώχειας μειώθηκαν από το 6,7% το 1968 στο 5,8% το 1975 για να αυξηθούν στη συνέχεια στο 8%. Για την ηλικιακή ομάδα 25-44, τα προσαρμοσμένα ποσοστά φτώχειας μειώθηκαν μόλις από το 8,6& στο 8,5% αρχικά, αλλά αυξήθηκαν σημαντικά στη συνέχεια στο 12,3% το 1982. Τέλος, για τη νεότερη ομάδα που μελετήθηκε, τα μέλη νοικοκυριών ηλικίας κάτω των 25, τα προσαρμοσμένα ποσοστά φτώχειας αυξήθηκαν από το 1968 και έπειτα, από 12,3% το 1968 στο 24% το 1982.

Ο Daniel J. Mitchell είναι μια ανεκτίμητη πηγή πληροφόρησης για όλους όσοι ενδιαφερόμαστε για την ελευθερία. Οφείλω να τον ευχαριστήσω για τις πληροφορίες που μου έδωσε σε πολλές περιπτώσεις. Κοιτάζοντας όμως απλώς τα διαφορετικά αποτελέσματα που παρήχθησαν μεταξύ των νεότερων νοικοκυριών και των υπολοίπων μπορεί κανείς να διακρίνει μια έντονη διάσταση στα στοιχεία που μας παρουσίασε τόσο αποτελεσματικά. Και καθώς είναι τόσο παραγωγικός, μπορεί να επεκτείνει αυτή τη σύγκριση και στο παρόν. Τουλάχιστον το ελπίζω.

--

Ο Garry M. Galles είναι καθηγητής οικονομικών στο Pepperdine University Ανάμεσα στα πρόσφατα βιβλία του είναι το Faulty Premises, Faulty Policies (2014), και το Apostle of Peace (2013). Είναι μέλος του Faculty Network του FEE.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 22 Οκτωβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.