Μήπως οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες εκμεταλλεύονται αθέμιτα τα δεδομένα μας;

Μήπως οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες εκμεταλλεύονται αθέμιτα τα δεδομένα μας;

Του Donovan Choy*

Μήπως οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες εκμεταλλεύονται αθέμιτα τα δεδομένα μας; Αυτή η πεποίθηση σε τόσο μεγάλο βαθμό διαδεδομένη που φαίνεται κάπως ανόητο ακόμη και να το ρωτά κανείς. Το ζήτημα αυτό είναι ένα κεντρικό θέμα στο δημοφιλές ντοκιμαντέρ του Netflix εναντίον των μεγάλων τεχνολογικών εταιριών The Social Dilemma, και συχνό πολεμιστήριο σάλπισμα ειδημόνων και πολιτικών. 

Η ιδέα που ανακυκλώνεται στην ταινία (και στον ευρύτερο δημόσιο διάλογο) είναι ότι εταιρίες όπως η Facebook, η Google, η Amazon και η Apple αντλούν από μας ένα πολύτιμο περιουσιακό μας στοιχείο, με τον ίδιο τρόπο που ένας απατεώνας παραπλανά μια ηλικιωμένη κυρία ώστε να του δώσει τις αποταμιεύσεις της.

Η λογική συνεπαγωγή από αυτόν τον συλλογισμό είναι πως αν οι αφελείς καταναλωτές παραδίδουμε ύστερα από απάτη τα πολύτιμα δεδομένα μας, τότε οι τεχνολογικές εταιρίες πρέπει να μας “ανταμείψουν” γι’ αυτά ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη. Το πολιτικό περιβάλλον είναι γεμάτο από ευκαιρίες για τους πολιτικούς να βοηθήσουν τους καταναλωτές ώστε να αποκτήσουν την “αποζημίωση που δικαιούνται”.

Πράγματι, ο δημοφιλής αρθρογράφος για θέματα τεχνολογίας Jaron Lanier υποστηρίζει ότι οι καταναλωτές πρέπει να απαιτήσουν να πληρώνονται για τα δεδομένα τους μέσω μικροπληρωμών. Στο νομοθετικό πεδίο, η ίσως γνωστότερη νομοθετική προσπάθεια αναλήφθηκε από την Καλιφόρνια. Με την υποστήριξη του Δημοκρατικού υποψηφίου προέδρου Andrew Yang, η Καλιφόρνια ξεκίνησε μια “Πρωτοβουλία Ψηφιακού Μερίσματος” (Digital Dividend Project), με στόχο να βοηθήσει τους καταναλωτές να αποκτήσουν “το μερίδιο που δικαιούνται” για τα δεδομένα τους. Αυτή η ενστικτώδης ιδέα ότι “τα δεδομένα μας πρέπει να ανήκουν σε μας” αποτελεί επίσης τον κινητήριο μοχλό των νόμων χωρικού εντοπισμού των δεδομένων που έχουν ψηφιστεί από εθνικές κυβερνήσεις στην Ασία, την Ευρώπη και την Αμερική τα τελευταία χρόνια.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτού του είδους ο συλλογισμός δεν είναι συνεπής με τα οικονομικά και την πραγματικότητα της χρήσης των δεδομένων. Η δημοφιλής ιδέα ότι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες απλώς κάθονται και διαλέγουν τα δεδομένα μας από το διαδίκτυο “χωρίς χρέωση” και στη συνέχεια αντλούν κέρδος από αυτά εις βάρος μας, κατά τον ίδιο τρόπο που ένας κλέφτης παραφυλά κάτω μια μηλιά ενός ιδιωτικού κήπου και μαζεύει τους καρπούς της εργασίας κάποιου άλλου ανθρώπου, είναι τελείως λανθασμένη.

Τα μήλα απαιτούν κάποιος να δαπανήσει χρόνο, προσπάθεια και επένδυση σε χρήμα ώστε να παραχθούν και να έχουν αξία. Ομοίως, η πνευματική ιδιοκτησία για την παραγωγή της οποίας οι εταιρίες δαπανούν εκατομμύρια σε έρευνα και ανάπτυξη έχει αξία μόνο επειδή κάποιοι οργανισμοί ανέλαβαν την προσπάθεια να δημιουργήσουν ένα αξιόλογο περιουσιακό στοιχείο.

Από την άλλη πλευρά, αυτό που αποκαλούμε “δεδομένα” είναι απειροελάχιστα κομμάτια πληροφορίας για τον εαυτό μας που όχι μόνο είναι φθηνά και χωρίς αξία καθαυτά, αλλά μπορούν εύκολα να αναπαραχθούν και να δοθούν σε διάφορες οντότητες. Όπως επισημαίνει ο Alec Stapp, τα δεδομένα είναι ένα αγαθό εμπειρίας, που σημαίνει ότι η αξία τους εξαρτάται από το πώς συγχωνεύονται με άλλα σύνολα δεδομένων και αναπτύσσονται στο κατάλληλο συγκείμενο. Η αξία τους δεν μπορεί να προκαθοριστεί κατά τον τρόπο που μπορούμε να εκτιμήσουμε την αξία ενός καλαθιού από μήλα βάσει της υπάρχουσας προσφοράς και ζήτησης στις αγορές των μήλων.

Αντί λοιπόν να σκεφτόμαστε ότι τα δεδομένα μας “κλέβονται”, η καταλληλότερη οικονομική εξήγηση είναι ότι οι τεχνολογικές εταιρίες έχουν επινοήσει έναν τρόπο να αξιοποιούν πόροι που προηγουμένως έμεναν αναξιοποίητοι. 

Ακόμη, δεν είναι σαφές ότι οι χρήστες έχουν δικαιώμα “ιδιοκτησίας” σε μεγάλο μέρος των δεδομένων που οι επικριτές παραπονιούνται ότι ελέγχονται από τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες. Ακόμη κι αν συμφωνήσουμε ότι δεδομένα όπως το όνομα, η ηλικία και τα γενέθλιά μας δικαιωματικά “μας ανήκουν”, τι συμβαίνει με τα δεδομένα αλληλεπίδρασης όπως όταν ακούω την πιο πρόσφατη indie rock μουσική στο Spotify, ή όταν οι φίλοι μου πατούν “Like” στις τελευταίες μου αναρτήσεις;

Αν δεν υπήρχε το Spotify, δεν θα ξέραμε ποιες είναι οι “Περισσότερο παιγμένες επιτυχίες της indie μουσικής”. Χωρίς τις κοινωνικές κοινότητες όπως αυτές που το Facebook, το Twitter και το YouTube μου επιτρέπουν να συνδεθώ, δεν θα έγραφα κάποια ανάρτηση, ούτε θα ανέβαζα κάποιοι βίντεο, και συνεπώς τα δεδομένα των ανθρώπων που πατούν “Like”, σχολιάζουν ή διαμοιράζονται το περιεχόμενό μου δεν θα υπήρχαν καθόλου.

Όχι μόνο δεν θα υπήρχαν αυτού του είδους τα δεδομένα, αλλά μπορεί  κανείς να υποστηρίξει ότι τα δεδομένα αυτά δικαιωματικά συνιστούν διανοητική περιουσία αυτών των εταιριών. Για να αποθηκεύουν αυτά τα δεδομένα ώστε να εξάγουν ιδέες, οι τεχνολογικές εταιρίες επενδύουν δισεκατομμύρια δολάρια στην αποθήκευση νέφους και σε εργαλεία ανάλυσης δεδομένων. Μια έκθεση της Wall Street Journal το 2018 βρήκε ότι η Amazon, η Google, η Facebook και η Microsoft έχουν από τις υψηλότερες κεφαλαιακές δαπάνες, εκ των οποίων “το μεγαλύτερο μέρος πηγαίνει για την κατασκευή των αναγκαίων για τις υπηρεσίες που παρέχουν υπερσύγχρονων κέντρων δεδομένων”.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η αφήγηση περί των κακών τεχνολογικών εταιριών που συλλέγουν τα δεδομένα μας πριν τα πουλήσουν για ένα γρήγορο κέρδος χωρίς να συνεισφέρουν ή να επενδύουν από πλευράς τους κάτι γι’ αυτό, είναι απλώς εσφαλμένη.

Οι ειδήμονες - επικριτές των τεχνολογικών εταιριών συχνά παραπονιούνται για το “κόστος” της παράδοσης των δεδομένων μας, και πρέπει να πούμε ότι μερικές φορές οι εταιρίες αυτές μεταχειρίζονται τα δεδομένα μας με ύποπτο τρόπο. Όμως αυτές οι απόψεις σχεδόν πάντα παραμερίζουν ή υποβαθμίζουν τα οφέλη αυτής της εξίσωσης.

Πάρτε για παράδειγμα το YouTube. Ο λόγος που έχει δισεκατομμύρια χρήστες στη μηνιαία του κίνηση σήμερα και κυριαρχεί συντριπτικά στη θέαση μεταξύ των νεότερων κοινών σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο γεγονός ότι το οικοσύστημά του το οποίο βασίζεται στα δεδομένα προτείνει με εξαιρετικό τρόπο τα σωστά βίντεο στους χρήστες του (ένας τρόπος να το δοκιμάσετε αυτό είναι να συγκρίνετε τον χρόνο που δαπανάτε στη θέαση των βίντεο που ψάξατε έναντι αυτών που σας προτάθηκαν).

Ομοίως για τη Google. Η μηχανή αναζήτησή της κυριαρχεί γιατί είναι εξαιρετική στο να επιστρέψει ιεραρχημένα διαδικτυακά αποτελέσματα στους χρήστες βάση των συμπερασμάτων από τα σωρευτικά δεδομένα που δείχνουν τάσεις ως προς το τι ψάχνουν συλλογικά οι χρήστες. Δεν είναι καθόλου σύμπτωση το ότι σχεδόν πάντα βρίσκουμε αυτό που ψάχνουμε στην πρώτη σελίδα των αποτελεσμάτων της Google - πρόκειται για το αποτέλεσμα δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ανάλυση δεδομένων.

Στο Facebook, το Instagram ή το Amazon, τα δεδομένα μας χρησιμοποιούνται για να εκπαιδεύσουν τους αλγορίθμους και τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης που διαρκώς τρέχουν στο υπόβαθρο και εμπλουτίζουν τη συνολική εμπειρία χρήστη και καταναλωτή. Για τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, αυτό σημαίνει ότι οι χρήστες βλέπουμε περισσότερες αναρτήσεις και νέα από τους ανθρώπους και τις ιστοσελίδες που προτιμούμε, και λιγότερο περιεχόμενο που δεν μας αρέσει ή απλώς μας ενοχλεί.

Ακόμη, αυτό βοηθά τους διαφημιστές να είναι περισσότερο στοχευμένοι και αποτελεσματικοί. Για παράδειγμα, το Facebook παρέχει στους μαρκετίστες τα αναλυτικά του δεδομένα στην πλατφόρμα του, δίνοντας στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να εντοπίζουν και να απευθύνονται στις ομάδες καταναλωτών που αποτελούν τους στόχους τους. Στην Amazon, μας προτείνονται καταναλωτικά προϊόντα και αγαθά που ευθυγραμμίζονται περισσότερο με τις προτιμήσεις μας, γεγονός που μας εξοικονομεί χρόνο σε έρευνα και ανακάλυψη, ενώ δίνονται στους καταναλωτές τα μέσα για να κάνουν γρήγορες συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών εταιριών και προϊόντων.

Στις τεχνολογικές πλατφόρμες όπως το Uber ενας καλοεκπαιδευμένος αλγόριθμος μας δίνει τη δυνατότητα να βρούμε ένα ταξί στον χαμηλότερο δυνατό χρόνο και με τη χαμηλότερη δυνατή τιμή. Στο Tinder, κάνει τη διαφορά μεταξύ του να βρει κανείς τον έρωτα της ζωής του και ενός κακού ραντεβού. Τα δεδομένα είναι το αναγκαίο καύσιμο στη μηχανή των τεχνολογικών εταιριών, που τα χρησιμοποιούν για παρέχουν και να βελτιώνουν διαρκώς τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους, διασφαλίζοντας τεράστια οφέλη αποτελεσματικότητας για τους καταναλωτές.

Η απόκτηση των δεδομένων όμως είναι μόνο το πρώτο βήμα. Το δεύτερο αφορά την αποτελεσματική τους κινητοποίηση μέσω αναλυτικών εργαλείων και αλγορίθμων, κάτι που απαιτεί ανθρώπινο κεφάλαιο, διοικητικές διαδικασίες, οργανωσιακή ικανότητα και μια κουλτούρα καινοτομίας. Αυτή είναι η βασική αξία που προσφέρουν στους καταναλωτές οι τεχνολογικές εταιρίες. Ακόμη και μια τεχνολογική εταιρία με όλα δυνατά πλεονεκτήματα δεδομένων που υπάρχουν, συνεχίζει να διατρέχει τον κίνδυνο να αποτύχει αν δεν καινοτομεί. (Παράδειγμα: το MySpace).

Η κατηγορία ότι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες είναι ένοχες καθώς εκμεταλλεύονται τους καταναλωτές χρησιμοποιώντας τα δεδομένα μας για να φτιάξουν καλύτερα πράγματα, μπορεί να εκτοξευθεί και εναντίον όλων των εταιριών της εποχής πριν το διαδίκτυο, που δαπανούσαν εκατομμύρια σε έρευνα και ανάπτυξη για να καταλάβουν τις προτιμήσεις των καταναλωτών προκειμένου να κάνουν παρόμοια πράγματα. Η διαφορά σήμερα είναι ότι οι υπολογιστές μας επιτρέπουν να αξιοποιήσουμε τα δεδομένα πολύ πιο αποτελεσματικά, θολώνοντας έτσι τα όρια της συναίνεσης και προκαλώντας τη νεφελώδη ανησυχία ότι πέφτουμε θύματα χειραγώγησης.

Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι η χρήση των δεδομένων για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των προϊόντων πρέπει να έχει απόλυτη προτεραιότητα έναντι των ανησυχιών για την ιδιωτικότητα των δεδομένων. Στο βαθμό που κάποιοι καταναλωτές εκτιμούν την ιδιωτικότητα, πάντα θα υπάρχουν επιχειρηματίες που θα εξυπηρετούν αυτά τα τμήματα της αγοράς, όπως αποδεικνύει η ανάδυση πλατφορμών κρυπτογραφημένης γραπτής συνομιλίας όπως το Telegram και το Signal, ή η παρακίνηση προς οικοσυστήματα που προσανατολίζονται περισσότερο προς την ιδιωτικότητα όπως συμβαίνει με την επιχειρηματική στρατηγική της Apple τα τελευταία χρόνια.

Η ιδιωτικότητα όμως είναι μόνο μια από τις πτυχές για τις οποίες νοιάζονται οι καταναλωτές - οι άλλες είναι το κόστος, η αποτελεσματικότητα και η ποικιλία. Οι νομοθετικές και ρυθμιστικές πρωτοβουλίες για τον περιορισμό της συλλογής δεδομένων ή της χρήσης τους στο όνομα της “ιδιωτικότητας και των δικαιωμάτων των δεδομένων” αγνοούν συνεπώς τη πολυδιάστατη φύση των προτιμήσεων των καταναλωτών δίνοντας προτεραιότητα σε μία από τις πτυχές αυτές έναντι όλων των άλλων.

Καθώς μεγάλο μέρος των τεχνολογικών προϊόντων και υπηρεσιών που απολαμβάνουμε είναι εφικτό μόνο μέσω της χρήσης των δεδομένων μας, αυτές οι προτάσεις αναπόφευκτα συνεπάγονται το κόστος της υπονόμευσης του καινοτόμου δυναμισμού των τεχνολογικών εταιριών και συνεπώς της ευμάρειας των καταναλωτών. Και το χειρότερο δυνατό σενάριο είναι ότι έτσι θα αυξηθούν τα εμπόδια εισόδου στην αγορά της τεχνολογίας σε τόσο μεγάλο βαθμό που θα αποτραπεί η έλευση της επόμενης Facebook ή Google.

--

*Ο Donovan Choy είναι ερευνητής στο Adam Smith Center Singapore και ένας από τους συγγραφείς του Liberalism Unveiled.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά την 1η Μαρτίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.