Μήπως η φιλελεύθερη εικόνα για την ανθρώπινη φύση είναι υπεραισιόδοξη;

Μήπως η φιλελεύθερη εικόνα για την ανθρώπινη φύση είναι υπεραισιόδοξη;

Kristian Niemietz*

Στα πρώιμα στάδια του lockdown, o James Kirkup του Social Market Foundation έγραψε ένα άρθρο στο οποίο διατύπωσε την ερώτηση: “Θα σκοτώσει η πανδημία τον φιλελευθερισμό;” (“Will the pandemic kill off libertarianism?”). Υποστήριξε πως η ανάγκη για lockdown καταρρίπτει - ή τουλάχιστον υπονομεύει σοβαρά - τη φιλελεύθερη εικόνα για την ανθρώπινη εικόνα της αγαθής προαίρεσης και της λογικής:

“Ο φιλελευθερισμός υποστηρίζει πως όταν οι άνθρωποι αφεθούν ελεύθεροι, στο τέλος θα κάνουν λογικά, συνεργατικά ή και καλοκάθαγα ακόμη πράγματα. Οι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς στηρίζουν το επιχείρημά τους υπέρ των ανεμπόδιστων συναλλαγών στην αγορά στην ιδέα ότι αυτές λαμβάνουν χώρα μεταξύ ορθολογικών υποκειμένων”.

Σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, αν αυτό ισχύει, τότε το lockdown δεν θα χρειαζόταν ποτέ. Θα κάναμε απλώς το σωστό φυσικά και αυθόρμητα. Η εθελούσια κοινωνική απόσταση θα πετύχαινε τον σκοπό της. Αλίμονο όμως, δεν είμαστε λογικοί. Συνεχίσαμε τις ζωές μας σαν να μη συμβαίνει τίποτα, και γι’ αυτό το κράτος χρειάστηκε να κάνει μια στροφή 180 μοιρών και να αντικαταστήσει τις εθελούσιες οδηγίες με δρακόντιους περιορισμούς. Ο λόγος, σύμφωνα με τον Kirkup είναι ότι:

“Κάνουμε τις κατανεμητικές μας επιλογές όχι επί τη βάσει καθαρών και εύτακτων νοητικών λογιστικών φύλλων που σταθμίζουν κόστος και όφελος, αλλά λόγω της ακατάστατης και περίπλοκης ευάλωτης ανθρώπινης φύσης”.

Ο Kirkup φαίνεται πως βλέπει το Ηνωμένο Βασίλειο σαν μια άτακτη σχολική τάξη την οποία επιβλέπει ένας αφελής δάσκαλος που πιστεύει στην αρχή ότι τα παιδιά είναι κατά βάση λογικά και καλά, και στη συνέχεια μαθαίνει με τον δύσκολο τρόπο πως αυτό δεν ισχύει. Κατά την ερμηνεία του, ο φιλελευθερισμός βασίζεται σε μια υπεραισιόδοξη θεώρηση της ανθρώπινης φύσης, γι’ αυτό και δεν δουλεύει στον πραγματικό κόσμο.

Δεν αποδέχομαι την κριτική του Kirkup καθώς δεν αναγνωρίζει αυτό που εκείνος περιγράφει ως “φιλελεύθερη θεώρηση της ανθρώπινης φύσης”. Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν είναι η δική μου θεώρηση. Είμαι ένας γκρινιάρης απαισιόδοξος, που βρίσκει ενοχλητική την θετική σκέψη και την ιλαρότητα. Για μένα, το επιχείρημα υπέρ του περιορισμένου κράτους δεν βασίζεται στην υπόθεση ότι όλοι μας είμαστε απολύτως ορθολογικοί και καλοκάθαγοι. Αντιθέτως, βασίζεται στην υπόθεσή ότι οι όποιες “ακαταστασίες, περιπλοκότητες και ανθρώπινα ευάλωτα σημεία” μπορεί να έχουμε ως άτομα, πολλαπλασιάζονται και δεν ακυρώνονται από την πολιτική πρακτική και τη λήψη αποφάσεων στο πλαίσιό της.

Φυσικά οι άνθρωποι συχνά παίρνουμε αποφάσεις βιαστικές, παρορμητικές, κρίνοντας λανθασμένα και με λάθος πληροφόρηση. Όμως αυτές οι τάσεις δεν εξαφανίζονται όταν παίρνουμε τις αποφάσεις αυτές συλλογικά - αντιθέτως επιδεινώνονται.

Έχω συναντήσει πολλούς ανθρώπους που, σε ατομικό επίπεδο, είναι απολύτως λογικοί και ικανοί να διευθύνουν τη δική τους ζωή, αλλά ταυτόχρονα υιοθετούν με χαρά τις πιο παράλογες και καταστροφικές πολιτικές ιδέες. Είμαστε πολύ περισσότερο παράλογοι όταν μαλώνουμε για τα πολιτικά, απ’ ό,τι όταν παίρνουμε ατομικές αποφάσεις που αφορούν τη δική μας ζωή.

Πάρτε για παράδειγμα ένα από τα αγαπημένα μου παραδείγματα: τον σοσιαλισμό. O σοσιαλισμός δοκιμάστηκε πολλές φορές, και κάθε μα κάθε φορά κατέληξε σε καταστροφική αποτυχία. Κανονικά εδώ δεν θα χρειαζόταν να επιχειρηματολογήσει κανείς. Το θέμα θα έπρεπε να θεωρείται λήξαν. Όμως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο σοσιαλισμός δεν παραμένει απλά δημοφιλής - είναι ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των μορφωμένων, των γνωστικών και των ευφυών ανθρώπων.

Ο δεξιός τύπος αρέσκεται στο να ειρωνεύεται το γεγονός ότι οι σοσιαλιστές είναι συχνά αρκετά εύποροι και οι ζωές τους μοιάζουν άβολα με εκείνες της μισητής αστικής τάξης. Τους αποκαλούν “σοσιαλιστές της σαμπάνιας” και “μαρξιστές της Moet”. Εγώ όμως ερμηνεύω κάπως διαφορετικά το φαινόμενο των “πλούσιων σοσιαλιστών”: για μένα, αυτό καταδεικνύει ότι στην προσωπική τους σφαίρα οι σοσιαλιστές μπορεί να έχουν τον ίδιο βαθμό επιχειρηματικότητας με όλους τους άλλους. Είναι απολύτως ικανοί να ευημερήσουν και να προκόψουν σε μια οικονομία της αγοράς. Αλλά παρ’ όλα αυτά με χαρά θα την καταργούσαν, και μαζί με αυτήν και όλη την ελευθερία και την ευημερία που αυτή συνεπάγεται. Είναι ορθολογικοί ατομικώς, αλλά ανορθολογικοί πολιτικώς.

Υπάρχουν πολλά παρόμοια, μολονότι λιγότερο ακραία, παραδείγματα. Πολλοί άνθρωποι αγοράζουν πρόθυμα αγαθά και υπηρεσίες από ολόκληρο τον κόσμο, αλλά στη συνέχεια ψηφίζουν υπέρ προστατευτικών πολιτικών. Πολλοί άνθρωποι έχουν παραγωγικές επιχειρηματικές σχέσεις ή/και φιλικές προσωπικές σχέσεις με μετανάστες, αλλά στη συνέχεια ψηφίζουν υπέρ αντιμεταναστευτικών πολιτικών. Πολλοί άνθρωποι είναι οικονόμοι με τα προσωπικά τους οικονομικά και κοιτάζουν το αύριο, αλλά σε ό,τι αφορά τα δημόσια οικονομικά έχουν τις πολιτικές προτιμήσεις ενός μεθυσμένου ναύτη. Πολλοί άνθρωποι παραπονιούνται για το πόσο άθλιο είναι που τα παιδιά τους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να φύγουν από την πατρική οικία, αλλά στη συνέχεια ψηφίζουν υπέρ πολιτικών “όχι στην δική μου αυλή” και αντιτίθενται σε κάθε σχέδιο κατασκευής κατοικιών.

Πάρτε ακόμη το πώς η τεχνολογία έχει επηρεάσει διάφορες πτυχές της ζωής μας. Σχεδόν σε όλα, το διαδίκτυο, και πιο πρόσφατα, η δυνατότητα να έχουμε πρόσβαση σ’ αυτό εν κινήσει, υπήρξε μια τεράστια ευλογία. Οδήγησε σε αμέτρητες καινοτομίες και βελτιώσεις στην παραγωγικότητα, μείωσε τα κόστη συναλλαγής και έκανε πολλά πράγματα ευκολότερα και πιο βολικά. Σε ένα πεδίο όμως, αποδείχθηκε δηλητηριώδες: στην πολιτική. Οδήγησε στη δημιουργία αιθουσών ηχούς και φυσαλίδων φιλτραρίσματος στις οποίες οι άνθρωποι ζουν μια ατέρμονη επιβεβαίωση των όσων ήδη πιστεύουν χωρίς ποτέ να μη συναντούν την αντίθετη άποψη, παρά μόνο με τη μορφή μιας διαδικτυακής διελκυνστίδας ή ενός ανταγωνισμού κραυγών μεταξύ εχθρικών φυλών.

Είμαστε άραγε τόσο κακοί στην εκτίμηση του ρίσκου όσο ισχυρίζεται ο Kirkup; Μπορεί - αλλά είμαστε απείρως χειρότεροι σ’ αυτό όταν δρούμε συλλογικά. Απαγορεύουμε απολύτως ασφαλή γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα, ακόμη και όταν αυτά θα έκαναν καλό στην υγεία μας, το πορτοφόλι μας και το περιβάλλον, εξαιτίας ενός συνδυασμού αταβιστικών φόβων, αγροτικού ρομαντισμού και κοινωνικού κονφορμισμού. Στηρίζουμε κινήματα όπως αυτό της θρησκευτικού τύπου λατρείας της Γκρέτα, που θα έκλειναν το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας, γιατί βλέπουμε λανθασμένα ένα μετρίου μεγέθους και διαχειρίσιμο πρόβλημα - την κλιματική αλλαγή - ως την αποκάλυψη. Φανατιζόμαστε για το μη-ζήτημα των χλωριωμένων κοτόπουλων, αντί να εστιάζουμε στα οφέλη μιας εμπορικής συμφωνίας με τη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη. Στην καθημερινή μας ζωή κάνουμε σταθμίσεις συνεχώς, ζυγίζοντας τους κινδύνους και τα οφέλη των διαφόρων επιλογών. Στην πολιτική αρνούμαστε καν να μπούμε στη λογική των σταθμίσεων γιατί επιμένουμε να αντιμετωπίζουμε τα πάντα ως ηθικά απόλυτα

Θα μπορούσα να συνεχίσω. Τι όμως μας λέει όλο αυτό για το πώς θα έπρεπε να είναι η σχέση κράτους και ατόμου, ή για το πώς θα έπρεπε το κράτος να αντιδράσει σε μία πανδημία; Όχι πολλά δυστυχώς. Τα προβλήματα συλλογικής δράσης υπάρχουν, και οι πανδημίες είναι ένα δραματικό παράδειγμά τους. Κάποια πράγματα μπορούν να γίνονται μόνο συλλογικώς, και αυτό δυστυχώς περιλαμβάνει και την πολιτική.

Κι αυτό είναι εντάξει. Δεν είμαι αναρχικός, αποδέχομαι έναν ρόλο για το κράτος, και δεν έχω μια οριστική λίστα του τι ακριβώς θα πρέπει να περιλαμβάνει αυτός ο ρόλος. Το μόνο που λέω είναι να μην αυταπατώμαστε ότι ένα μεγαλύτερο και πιο παρεμβατικό κράτος θα είναι κατά κάποιο τρόπο ένα αντίδοτο στα ελαττώματα του χαρακτήρα μας, ή ένα λογικό συμπέρασμα μιας πιο “ρεαλιστικής” θεώρησης της ανθρώπινης φύσης. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει: η πολιτική φέρνει στην επιφάνεια το χειρότερό μας πρόσωπο. Αν νομίζετε ότι δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε το άτομο, πού να δείτε και το κοινό πλήθος.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο CapX.

*Ο Kristian Niemietz είναι επικεφαλής θεμάτων Πολιτικής Οικονομίας στο Institute of Economic Affairs.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 3 Ιουλίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.