«Όλα δωρεάν» και ο πρώτος νόμος της πολιτικής

«Όλα δωρεάν» και ο πρώτος νόμος της πολιτικής

Του Dan Sanchez

Τις προάλλες, ένας πολιτικός επέκρινε τον Μπέρνι Σάντερς και την Ελίζαμπεθ Γουόρεν υποστηρίζοντας ότι προσφέρουν στους ψηφοφόρους «δωρεάν τα πάντα και ανέφικτες υποσχέσεις». Είναι αξιοσημείωτο το ότι η κριτική αυτή δεν διατυπώθηκε από κάποιον δημοσιονομικώς συντηρητικό Ρεπουμπλικανό, αλλά από έναν Δημοκρατικό ομόλογό τους κατά τη διάρκεια μας ανοιχτής συζήτησης στο πλαίσιο των προκριματικών εκλογών. Ο John Delaney, διατελέσας αντιπρόσωπος από το Μέριλαντ είπε ότι αυτού του είδους οι πολιτικές βασίζονται σε «οικονομικά των παραμυθιών».

Τα οικονομικά των παραμυθιών

Όπως έγραψε ο οικονομολόγος Thomas Sowell, «Το πρώτο μάθημα των οικονομικών είναι η σπανιότητα: Ποτέ δεν υπάρχει κάτι σε επαρκή ποσότητα ώστε να ικανοποιήσει πλήρως όλους όσοι το επιθυμούν. Το πρώτο μάθημα της πολιτικής είναι να παραβλέπει κανείς το πρώτο μάθημα των οικονομικών».

Ήταν γι' αυτό εντυπωσιακό να βλέπει κάνεις έναν υποψήφιο πρόεδρο να αναφέρεται στο πρώτο μάθημα των οικονομικών και να βάζει προς στιγμή στην άκρη το πρώτο μάθημα της πολιτικής.

Η λέξη «δωρεάν» βγαίνει εύκολα από το στόμα του Σάντερς και της Γουόρεν: Δωρεάν φροντίδα υγείας («Medicare για όλους») και δωρεάν πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι δύο από τις πιο δημοφιλείς τους υποσχέσεις. Όμως κατά μία έννοια, κάτι είναι «δωρεάν» μόνο όταν δεν είναι σπάνιο: όταν υπάρχει σε τόσο μεγάλη ποσότητα ώστε η Ομάδα Α να μπορεί να το χρησιμοποιήσει όσο επιθυμεί χωρίς να μειώσει την ικανότητα της Ομάδας Β να κάνει το ίδιο. Οι οικονομολόγοι το ονομάζουν αυτό «υπεραφθονία». Στις περισσότερες περιπτώσεις ο αέρας είναι «δωρεάν». Το γεγονός ότι εισπνέω οξυγόνο δεν στερεί κάποιον άλλον από οτιδήποτε.

Η φροντίδα υγείας και η εκπαίδευση δεν είναι «δωρεάν» υπό αυτή την έννοια. Τα χάπια και τα μολύβια, οι εγχειρήσεις και οι διαλέξεις είναι σπάνια. Το ίδιο χάπι δεν μπορεί να ληφθεί από δύο ανθρώπους. Και οι πρώτες ύλες και η εργασία που απαιτούνται για την παραγωγή αυτών των πραγμάτων είναι επίσης σπάνια. Οι πόροι δεν είναι δυνατόν να αφιερώνονται συνεχώς σε έναν σκοπό χωρίς αυτό να κάνει αδύνατη τη χρήση τους αλλού. Οποίος πιστεύει το αντίθετο, όντως ακολουθεί τα «οικονομικά των παραμυθιών».

Όταν η σπανιότητα υφίσταται, τότε το ερώτημα «πώς θα το πληρώσουμε αυτό;» καθίσταται κομβικό, και η απάντηση «δεν μπορούμε» πιθανή.

Όταν προσποιούμαστε ότι η σπανιότητα δεν υπάρχει

Για έναν πολιτικό όπως η Ελίζαμπεθ Γουόρεν όμως, μια τέτοια απάντηση είναι απαράδεκτη, ή ακόμη και ακατανόητη. Όταν ο συντονιστής της συζήτησης ζήτησε από τη Γουόρεν να απαντήσει στην κριτική του Ντελάνι, αυτή απάντησε «Δεν καταλαβαίνω γιατί κανείς μπαίνει στον κόπο να δηλώσει υποψήφιος για την Προεδρία των ΗΠΑ μόνο και μόνο για να πει τι δεν μπορούμε να κάνουμε και για ποια πράγματα δεν θα πρέπει να αγωνιστούμε. Απλώς δεν το καταλαβαίνω».

Δεν το καταλαβαίνει γιατί ακολουθεί τον πρώτο νόμο της πολιτικής του Σόουελ. Το να παραβλέπει την σπανιότητα είναι απλούστατα η καλύτερη πρακτική για το επάγγελμά της. Η σπανιότητα μπορεί να περιορίζει το τι μπορεί να πραγματοποιήσει κανείς, αλλά όχι το τι μπορεί να υποσχεθεί. Και οι ψηφοφόροι δεν είναι πολύ καλοί στο να κρατούν τους πολιτικούς υπόλογους ως προς τις υποσχέσεις τους. Έτσι, αν κάποιος υποψήφιος θέλει να εκλεγεί, συχνά είναι αποτελεσματικό το να υπόσχεται περισσότερα από τους ανταγωνιστές του, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα μπει στην περιοχή των παραμυθιών. Αν αφήσει ενοχλητικές πραγματικότητες όπως η σπανιότητα να μπουν στη μέση, αυτό μπορεί να σημάνει την πολιτική του αυτοκτονία, όπως μαντεύω ότι σύντομα θα διαπιστώσει ο Ντελάνι.

Βέβαια, τα ίδια άτομα που τείνουν να είναι ευπιστία ως ψηφοφόροι είναι συνήθως προσεκτικά ως καταναλωτές. Όταν μια επιχείρηση τους απογοητεύει, γρήγορα πηγαίνουν αλλού με τα χρήματά τους. Έτσι κρατούν υπόλογους τους επιχειρηματίες. Γι' αυτό οι επιχειρηματίες νοιάζονται όχι μόνο για τις υποσχέσεις, αλλά και για την πραγματοποίησή τους. Και γι' αυτό τηρούν τον πρώτο νόμο του Σόουελ: παίρνουν την σπανιότητα στα σοβαρά.

Επειδή ακριβώς οι καταναλωτές τους κρατούν υπόλογους, οι επιχειρηματίες είναι πολύ καλύτεροι από τους πολιτικούς στην αντιμετώπιση της φτώχειας μέσω αποτελεσματικής παραγωγής που δημιουργεί αξία. Τα επιχειρηματικά σχέδια καμιά φορά αποτυγχάνουν, αλλά όταν συμβαίνει αυτό φεύγουν όταν τα εγκαταλείψουν οι καταναλωτές τους, κάνοντας χώρο για κάτι καλύτερο. Εφόσον τα κρατικά σχέδια χρηματοδοτούνται από εξαναγκαστικούς «καταναλωτές» (τους φορολογούμενους) εντέλει δεν λογοδοτούν και μπορούν να αποτυγχάνουν ες αεί.

Η λύση είναι η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία

Γι' αυτό οι επιχειρηματίες μάς παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες απίστευτης ποιότητας και ταυτόχρονα ευρέως προσβάσιμα (ακόμη και «δωρεάν» για τον χρήστη όταν χρηματοδοτούνται από διαφημίσεις), ενώ οι πολιτικοί μας δίνουν προγράμματα που είναι «δωρεάν» αλλά διαρκώς αντιμετωπίζουν δυσκολίες χωρίς να ικανοποιούν.

Για παράδειγμα, στο πεδίο της εκπαίδευσης σκεφτείτε πόση μάθηση γίνεται στο YouTube και μέσω των podcast σήμερα - και πόσο πολύ έχουν αναπτυχθεί αυτές οι πλατφόρμες ως εκπαιδευτικοί πόροι μέσα σε λίγα μόλις χρόνια. Και συγκρίνετέ το αυτό με τις δεκαετίες των αποτυχημένων προσπαθειών να μεταρρυθμιστούν τα δημόσια σχολεία.

Και στη φροντίδα υγείας, συγκρίνετε την ποιότητα των υπηρεσιών στις κλινικές των CVS και Walgreens με εκείνη της Veterans Administration.

Κρατήστε κατά νου αυτές τις επιδόσεις όταν οι πολιτικοί υπόσχονται τεράστιες επεκτάσεις της «δωρεάν» παιδείας και υγείας. Αυτοί οι τομείς όντως χρειάζονται εναγωνίως μεταρρυθμίσεις. Να τις περιμένετε όμως από επιχειρηματίες που υπόκεινται σε λογοδοσία και όχι από ανεξέλεγκτους πολιτικούς.

* Ο Dan Sanchez είναι διευθυντής περιεχομένου στο Foundation for Economic Education και υπεύθυνος έκδοσης του FEE.org.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 6 Αυγούστου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.

** Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο RealClearMarkets.

Φωτογραφία: CNN