Η θεωρία της δημόσιας επιλογής - Τα οικονομικά της αποτυχίας του κράτους

Η θεωρία της δημόσιας επιλογής - Τα οικονομικά της αποτυχίας του κράτους

Του Eamonn Butler

Θα μας αποζημιώσει η θέα από τον επόμενο λόφο τον κόπο να ανεβούμε σ' αυτόν; Αξίζει να αφιερώσετε χρόνο για να μάθετε να παίζετε κιθάρα; Μολονότι αυτές οι επιλογές δεν αφορούν χρήματα, παραμένουν οικονομικές στον χαρακτήρα τους: είναι αποφάσεις ως προς το πόσους πόρους (για παράδειγμα χρόνο και προσπάθεια) αξίζει να δαπανήσουμε για να επιδιώξουμε κάτι το οποίο εκτιμάμε.

Για να μας βοηθήσουν να αναλύσουμε και να παίρνουμε τέτοιες αποφάσεις, οι οικονομολόγοι έχουν αναπτύξει κάποια απλά αλλά χρήσιμα εργαλεία. Αυτά περιλαμβάνουν ιδέες όπως το κόστος - την αξία των πόρων που παραδίδετε στην προσπάθειά σας να πετύχετε τον στόχο σας - και το όφελος, την αξία που αποκτάτε πετυχαίνοντάς τον.

Ομοίως, το κέρδος είναι η διαφορά της αξίας ανάμεσα σ' αυτό που παραδίδετε και σ' αυτό που αποκτάτε - μολονότι αν η θέα δεν σας ικανοποίησε ή αν βρίσκετε την κιθάρα υπερβολικά δύσκολη, μπορεί εξίσου να μην έχετε κέδρος, αλλά ζημία. Η χρήση αυτών των εργαλείων προκειμένου να αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις είναι αποκαλυπτική. Αυτό ακριβώς κάνει η οικονομική Σχολή Δημόσιας Επιλογής (Public Choice School) και αυτός ήταν ο λόγος που ο James M. Buchanan κέρδισε το βραβείο Νόμπελ οικονομικών το 1986.

Αυτοί οι οικονομολόγοι επισημαίνουν πως όταν λαμβάνουμε ιδιωτικές αποφάσεις, το άτομο αισθάνεται τόσο τα κόστη (τον κόπο να ανέβει στον λόφο) όσο και τα οφέλη (την σπουδαία θέα). Στις πολιτικές αποφάσεις, όπως για το αν θα πρέπει να επεκταθεί το αεροδρόμιο του Λονδίνου, οι άνθρωποι που επωφελούνται (πχ οι ταξιδιώτες) δεν είναι οι ίδιοι άνθρωποι που επωμίζονται τα κόστη (πχ οι φορολογούμενοι και εκείνοι των οποίων τα σπίτια θα κατεδαφιστούν).

Κι όμως, συχνά μειονότητες υποχρεώνονται να αποδεχθούν τις αποφάσεις τις πλειονότητας. Αυτό σημαίνει ότι στις “δημοκρατικές” αποφάσεις, η πλειονότητα μπορεί να εκμεταλλευτεί τη μειονότητα - να ψηφίζει ωφελήματα για την ίδια αλλά να επιβάλλει τα κόστη σε άλλους.

Οι “οικονομολόγοι του κράτους πρόνοιας” του εικοστού αιώνα το ξέχασαν αυτό. Υπέθεσαν ότι η διαδικασία λήψης δημόσιων αποφάσεων είναι απολύτως ορθολογική: ότι από την στιγμή που οι οικονομολόγοι υπολόγισαν τα κόστη και τα οφέλη ενός σχεδίου (πχ της επέκτασης ενός αεροδρομίου), οι πολιτικοί θα μπορούσαν απλώς να ακολουθήσουν τη συμβουλή τους. Όμως οι πολιτικοί έχουν τα δικά τους ιδιωτικά συμφέροντα που διαστρεβλώνουν τις αποφάσεις τους - όπως και οι πολίτες που τους εκλέγουν και οι αξιωματούχοι που εφαρμόζουν τους νόμους. Οι επιλογές που λαμβάνονται δημοκρατικά δεν είναι αναγκαστικά οι καλύτερες.

Το πρόβλημα ξεκινά με τις εκλογές. Οι εκλογές θεωρούνται εργαλείο μέτρησης του δημόσιου συμφέροντος. Στην πραγματικότητα, είναι ανταγωνισμός μεταξύ ανταγωνιστικών ιδιωτικών συμφερόντων. Δεν υπάρχει τρόπος επίτευξης συμβιβασμού μεταξύ εκείνων που θέλουν ένα μεγαλύτερο αεροδρόμιο και εκείνων που θέλουν ήσυχους ουρανούς, μεταξύ εκείνων που θέλουν χαμηλότερους φόρους, ή εκείνων που θέλουν τα χρήματα αυτά τα δαπανηθούν στην άμυνα. Αυτά τα συγκρουόμενα ιδιωτικά συμφέροντα δεν μπορούν να συνοψισθούν σε ένα και μόνο μέτρο “δημόσιου συμφέροντος” που θα έχει το οποιοδήποτε νόημα.

Ακόμη, τα διαφορετικά συστήματα παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα. Υπό τον κανόνα της πλειοψηφίας, αν το 51% των ψηφοφόρων θέλει να επεκταθεί το αεροδρόμιο, το υπόλοιπο 49% πρέπει να το αποδεχθεί. Αν όμως απαιτείται μια πλειοψηφία των δύο τρίτων, τότε οι υποστηρικτές της επέκτασης μπορεί να χρειαστεί να τροποποιήσουν τις προτάσεις τους για να τις κάνουν πραγματικότητα. Όσο χαμηλότερη είναι η απαιτούμενη πλειοψηφία, τόσο ευκολότερο είναι η πλειοψηφία να εκμεταλλευτεί τη μειοψηφία. Γι' αυτό ο Μπιουκάναν υποστήριζε τον κανόνα της σχεδόν ομοφωνίας για αποφάσεις σε ζητήματα όπως η φορολογία, όπου είναι πολύ εύκολη η επιβολή κόστους σε μειοψηφίες (όπως “οι πλούσιοι” ή οι “ιδιοκτήτες γης”).

Ένα άλλο ζήτημα είναι η “προσοδοθηρία”. Μικρές ομάδες με πολύ ισχυρά συμφέροντα φτάνουν να κυριαρχούν επί της εκλογικής διαδικασίας. Οι αγρότες για παράδειγμα μπορεί να ωφεληθούν σημαντικά από κρατικές επιδοτήσεις και την προστασία έναντι των ξένων παραγωγών. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται υψηλότερα κόστη για τους φορολογούμενους και τους καταναλωτές, όμως όχι αρκετά υψηλά ώστε να φτάσουν να οργανώσουν κάποια εκστρατεία εναντίον τους. Έτσι, οι ομάδες πίεσης είναι ηχηρές, επικεντρωμένες και πολιτικά οργανωμένες, ενώ οι συνήθεις άνθρωποι όχι. Δεν προκαλεί έκπληξη συνεπώς το γεγονός ότι οι πολιτικοί υποψήφιοι καλοπιάνουν τους λίγους και ηχηρούς και όχι την “σιωπηλή πλειοψηφία”.

Κάποιοι παραπονιούνται για την απάθεια της σιωπηλής πλειοψηφίας. Δείτε όμως ξανά αυτό το ζήτημα με όρους κόστους και οφέλους. Η πιθανότητα η ψήφος σας να κάνει τη διαφορά σε κάποιες εκλογές είναι της τάξης των δεκάδων εκατομμυρίων προς μία. Γιατί λοιπόν να σπαταλήσετε χρόνο και κόπο για να μελετήσετε τους υποψήφιους και τα ζητήματα; Η “ορθολογική σας άγνοια” βγάζει απολύτως νόημα. Από την στιγμή που οι πολιτικοί έχουν εξασφαλίσει τις ψήφους των ομάδων πίεσης, η καλύτερη ευκαιρία που έχουν για να μαζέψουν περισσότερες ψήφους, για παράδειγμα των θεωρητικών της Δημόσιας Επιλογής, είναι να υιοθετήσουν πολιτικές που απευθύνονται στη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων στο κέντρο. Αυτό τους δίνει επίσης κάποια ελπίδα ότι θα προσελκύσουν ψηφοφόρους και από τις δύο πλευρές. Αυτό όμως το κυνήγι του “διάμεσου ψηφοφόρου” σημαίνει ότι όλα τα κόμματα τείνουν να συγκεντρωθούν στο κέντρο, αφήνοντας έτσι τους μη κεντρώους εκλέκτορες σε μεγάλο βαθμό χωρίς εκπροσώπηση.

Όταν εκλεγούν, οι πολιτικοί μπορεί κάλλιστα να καταφύγουν στην συναλλαγή ψήφων για να περάσουν τις δικές τους πολιτικές από το νομοθετικό σώμα. Συμφωνούν να υποστηρίξουν μέτρα που υποστηρίζουν έντονα άλλοι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, σε αντάλλαγμα με την υποστήριξη των τελευταίων στα δικά τους σχέδια: “ψήφισε τα μέτρα μου και εγώ θα ψηφίσω τα δικά σου”. Το αποτέλεσμα είναι όμως να ψηφίζονται περισσότεροι νόμοι απ' όσους θα ήθελε ο οποιοσδήποτε πολίτης στην πραγματικότητα.

Η γιγάντωση του κράτους προωθείται επίσης από το ιδιοτελές συμφέρον των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτοί είναι πολύ πιθανό να επιδιώκουν την ασφάλεια και το κύρος που δίνει μια μεγάλη κρατική υπηρεσία με μεγάλο προϋπολογισμό, και έτσι πείθουν τους νομοθέτες να επεκτείνουν τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους.

Ξανά, αυτό που λείπει από αυτή τη διαδικασία είναι η φωνή του κοινού που πρέπει να πληρώσει γι' αυτά τα μέτρα και που υφίσταται τις συνέπειές τους. Αυτού του είδους τα ζητήματα κάνουν πολλούς θεωρητικούς της Δημόσιας Επιλογής να ζητούν έντονους συνταγματικούς περιορισμούς επί της πολιτικής διαδικασίας, ανησυχώντας πως οι εκλογικές πλειοψηφίες - που συχνά κυριαρχούνται από συμμαχίες κατεστημένων ομάδων συμφερόντων με ισχυρά κίνητρα - θα χρησιμοποιήσουν την αριθμητική τους ισχύ για να εκμεταλλευτούν υποεκπροσωπούμενες μειοψηφίες ή ακόμη και τις μάζες για τις οποίες οι φορείς αυτής της διαδικασίας αδιαφορούν.

Αυτά τα ζητήματα αποκαλύπτουν επίσης πως η απάντηση στην “αποτυχία των αγορών” δεν είναι πάντα η κρατική παρέμβασης, όπως υποθέτουν πολλοί οικονομολόγοι του κύριου ρεύματος. Ένας έμπειρος οικονομολόγος συνειδητοποιεί πως η αποτυχία του κράτους είναι ακόμη χειρότερη.

--

Ο Eamonn Butler είναι ο συνιδρυτής και διευθυντής του Adam Smith Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 15 Σεπτεμβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.