Η Σώτη, ο Μάντισον και η ελευθερία του λόγου

Η Σώτη, ο Μάντισον και η ελευθερία του λόγου

Του Αλέξανδρου Σκούρα

Έφτασε η στιγμή που αρκετοί φιλελεύθεροι είχαν προβλέψει. Ο αντιρατσιστικός νόμος σέρνει στα δικαστήρια ανθρώπους επειδή εκφράστηκαν ελεύθερα. Ο συντηρητικός – φιλελεύθερος Ρον Πωλ (στου οποίου την προεδρική εκστρατεία εργάστηκα πριν πέντε χρόνια) είχε πει κάποτε ότι «την ελευθερία του λόγου δεν την έχουμε για να συζητάμε τον καιρό», θέλοντας να δείξει πως αν έχει κάποιο νόημα η ελευθερία του λόγου, αυτό είναι να την υπερασπιζόμαστε όταν ο λόγος μάς φέρνει σε δύσκολη θέση. Όταν ο λόγος είναι προκλητικός ή τελείως ασύμβατος με τα πιστεύω μας. Όταν ο λόγος μάς κάνει να θέλουμε να κλείσουμε τα αυτιά μας. Τότε είναι που χρειαζόμαστε την ελευθερία να πούμε αυτά που έχουμε στο μυαλό μας δημόσια.

Αν η ελευθερία του λόγου αφορούσε μόνο τα πράγματα στα οποία όλοι συμφωνούν, θα ήταν δώρο-άδωρο.

Ο αντιρατσιστικός νόμος του 2014 αποτελεί έναν αποτελεσματικό τρόπο φίμωσης ανθρώπων που διατυπώνουν απόψεις με τις οποίες η πολιτικώς ορθή πλευρά της κοινωνίας μας διαφωνεί. Από θρησκευτικούς ηγέτες μέχρι πολιτικούς, και από τηλεπερσόνες μέχρι συγγραφείς, κανείς πλέον δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής όταν γράφει, ή με άλλους τρόπους εκφράζεται δημόσια.

Σε προηγούμενο άρθρο μου αναφέρθηκα στις αντιφιλελεύθερες ρίζες των αντιρατσιστικών νόμων οι οποίες εντοπίζονται ήδη στην γαλλική επανάσταση. Η γαλλική σχολή σκέψης υποστηρίζει την ελευθερία του λόγου, στο περιοριστικό όμως πλαίσιο που προσδιορίζει κάθε φορά ο θετικός νόμος. Άρα, οι αντιρατσιστικοί νόμοι είναι ευπρόσδεκτοι σε ένα πολιτειακό σύστημα που θεωρεί ότι ακόμα και οι πιο θεμελιώδεις ελευθερίες του ανθρώπου έχουν όρια που θέτει το κράτος. Από την άλλη πλευρά, έχουμε τον Μάντισον και την 1η τροπολογία του Αμερικανικού συντάγματος που λέει ξεκάθαρα πως η νομοθετική εξουσία δεν έχει δικαίωμα να νομοθετήσει οτιδήποτε περιορίζει την ελευθερία του λόγου.

Έτσι, σ'' αυτό το πλαίσιο του απόλυτου σεβασμού στην ελευθερία του λόγου, έχουμε δει στις Η.Π.Α. το ανώτατο δικαστήριο να υπερασπίζεται το δικαίωμα ναζιστών να διαδηλώσουν σε εβραϊκή γειτονιά και διαδηλωτές της Κουν Κλουξ Κλαν σε γειτονιές αφροαμερικανών. Οι διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις για την ελευθερία του λόγου αντανακλούν δύο εντελώς διαφορετικές κοσμοθεωρίες: Στη Γαλλία το κράτος ενημερώνει τους πολίτες σχετικά με τα όρια των ελευθεριών τους. Στις ΗΠΑ οι πολίτες ενημερώνουν το κράτος σχετικά με τα όρια της εξουσίας του, διατηρώντας παράλληλα όλες εκείνες τις ελευθερίες που δεν αναγράφονται ρητά στο Σύνταγμα.

Πλέον, μετά τις καταγγελίες του κ. Δημητρά και τις αυτεπάγγελτες μηνύσεις των εισαγγελικών αρχών, η κυρία Τριανταφύλλου καλείται όχι μόνο να αποδείξει στο δικαστήριο ότι ένα προβληματικό απόφθεγμα που μάλλον κακώς αποδίδεται στον Μάρκο Πόλο δεν συνιστά παρακίνηση σε ρατσιστική βία, αλλά και ότι η ίδια η λογική του αντιρατσιστικού νόμου είναι βαθιά εσφαλμένη. Η μάχη εναντίον του νόμου αυτού δεν θα τελειώσει εκεί όμως.

Πλέον, πρέπει εμείς ως πολίτες να αποφασίσουμε τι κοινωνία θέλουμε: επιθυμούμε να προστατεύσουμε τα συναισθήματα μας λογοκρίνοντας όποιον γράφει δημόσια, ή θέλουμε εντός της κοινωνίας των πολιτών να συζητάμε τα δύσκολα θέματα που μας απασχολούν, όπως το ριζοσπαστικό Ισλάμ, τα δικαιώματα που πηγάζουν από τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου και τα υπόλοιπα ταμπού; Επιθυμούμε ένα κράτος που θα έχει τη δύναμη να μας υπαγορεύει τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να συζητάμε, ή ένα κράτος που θα περιορίζεται στην προστασία των δικαιωμάτων μας;

Προσωπικά, συντάσσομαι με τον Μάντισον και τη Σώτη Τριανταφύλλου.

*Ο Αλέξανδρος Σκούρας είναι Διευθυντής Διεθνών Σχέσεων στο Atlas Network και μέλος του Δ.Σ. του ΚΕΦίΜ – Μάρκος Δραγούμης.