Η καρδιά του ναζισμού ήταν η εθνική αυτάρκεια

Η καρδιά του ναζισμού ήταν η εθνική αυτάρκεια

Tου Ludwig von Mises*

Το κομβικό σημείο στα σχέδια του Γερμανικού Ενθικοσοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος είναι η κατάκτηση του ζωτικού χώρου (Lebensraum) για τους Γερμανούς, δηλαδή μιας έκτασης τόσο μεγάλης και πλούσιας σε φυσικούς πόρους ώστε οι Γερμανοί να μπορούν να ζουν με οικονομική αυτάρκεια σε επίπεδο όχι χαμηλότερο από οποιοδήποτε άλλο έθνος. Είναι προφανές ότι αυτό το πρόγραμμα, που προκαλεί και απειλεί όλα τα άλλα έθνη, δεν μπορεί να υλοποιηθεί παρά μόνο μέσα από την εγκαθίδρυση της γερμανικής παγκόσμιας ηγεμονίας.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ναζισμού δεν είναι ο σοσιαλισμός, ο ολοκληρωτισμός ή ο εθνικισμός. Σήμερα, σε όλα τα έθνη οι “προοδευτικοί” είναι πρόθυμοι να αντικαταστήσουν τον καπιταλισμό με τον σοσιαλισμό. Την ώρα που η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες πολεμούν τους Γερμανούς επιβολείς, υιοθετούν βήμα προς βήμα το γερμανικό πρότυπο σοσιαλισμού. Η κοινή γνώμη και στις δύο αυτές χώρες είναι πλήρως πεπεισμένη ότι ο πλήρης κρατικός έλεγχος της οικονομίας είναι αναπόφευκτος εν ώρα πολέμου, και πολλοί διαπρεπείς πολιτικοί καθώς και εκατομμύρια ψηφοφόροι είναι αποφασισμένοι να διατηρήσουν τον σοσιαλισμό και μετά τον πόλεμο ως μια μόνιμη, νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων. Ούτε η διδακτορία και η βίαιη καταστολή των αντιφρονούντων είναι ξεχωριστά χαρακτηριστικά του Ναζισμού. Αυτά συνιστούν η σοβιετική μορφή διακυβέρνησης, και αυτή ως τέτοια προτείνεται σε ολόκληρο τον κόσμο από τους πολυάριθμους φίλους της σημερινής Ρωσίας. Ο εθνικισμός – ένα από τα αποτελέσματα της κρατικής παρέμβασης στην οικονομική δραστηριότητα, όπως θα καταδειχθεί σ'' αυτό το βιβλίο – καθορίζει στην εποχή μας την εξωτερική πολιτική του κάθε κράτους. Το ιδιαίτερο προσδιοριστικό στοιχείο των Ναζί είναι η ειδική μορφή του εθνικισμού τους, η επιδίωξη του ζωτικού χώρου.

Αυτός ο στόχος των Ναζί δεν διαφέρει κατ'' αρχήν από τους στόχους των προηγούμενων Γερμανών εθνικιστών, των οποίων η πιο ριζοσπαστική ομάδα αυτοαποκαλούταν τα τριάντα χρόνια που προηγήθηκαν του Α'' Παγκόσμιου Πολέμου Alldeutsche (Πανγερμανοί). Ήταν αυτή η φιλοδοξία που ώθησε τη Γερμανία του Κάιζερ στον Α'' Παγκόσμιο Πόλεμο και – εικοσιπέντε χρόνια αργότερα – που πυροδότησε τον Β'' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το πρόγραμμα του Lebensraum δεν μπορεί να ιχνηλατηθεί στις προηγούμενες γερμανικές ιδεολογίες ή σε προηγούμενα της γερμανικές ιστορίας των τελευταίων πεντακοσίων χρόνων. Η Γερμανία είχε τους σωβινισμούς της όπως και όλα τα υπόλοιπα έθνη. Όμως ο σωβινισμός δεν είναι εθνικισμός. Ο σωβινισμός είναι η υπερβολική αποτίμηση των επιτευγμάτων και των αρετών του έθνους στο οποίο κανείς ανήκει και η υποτίμηση των άλλων εθνών. Από μόνος του δεν απολήγει σε κάποια δράση. Ο εθνικισμός αντιθέτως είναι ένα σχέδιο για πολιτική και στρατιωτική δράση και η προσπάθεια επίτευξης αυτών των σχεδίων. Η γερμανική ιστορία, όπως και η ιστορία άλλων εθνών, είναι ένας κατάλογος ηγεμόνων πρόθυμων να κατακτήσουν. Όμως αυτοί οι αυτοκράτορες, οι βασιλείς και οι δούκες ήθελαν να αποκτήσουν πλούτο και ισχύ για τους εαυτούς τους και τους συγγενείς τους, όχι ζωτικό χώρο για το έθνος τους. Ο γερμανικός επιθετικός εθνικισμός είναι ένα φαινόμενο των τελευταίων εξήντα ετών. Αναδύθηκε μέσα από τις σύγχρονες οικονομικές συνθήκες και τις οικονομικές πολιτικές.

Ούτε πρέπει να συγχέουμε τον εθνικισμό με την επιδίωξη για μια λαϊκή κυβέρνηση, για την εθνική αυτοδιάθεση και την πολιτική αυτονομία. Όταν οι Γερμανοί φιλελεύθεροι του 19ου αιώνα στόχευαν στην αντικατάσταση της τυραννικής εξουσίας των τριάντα-τόσων ηγεμόνων με μια δημοκρατική κυβέρνηση όλου του γερμανικού έθνους, δεν είχαν εχθρικά σχέδια για άλλα έθνη. Ήθελαν να απαλλαγούν από την απολυταρχία και να εγκαθιδρύσουν κοινοβουλευτική διακυβέρνηση. Δεν διψούσαν για κατακτήσεις και εδαφικές επεκτάσεις. Δεν ήθελαν να εντάξουν στο γερμανικό κράτος των ονείρων τους τα πολωνικά και ιταλικά εδάφη που είχαν κατακτήσει οι ηγεμόνες τους. Αντιθέτως, έβλεπαν με συμπάθεια τη φιλοδοξία των Πολωνών και Ιταλών φιλελευθέρων να εγκαθιδρύσουν ανεξάρτητες πολωνικές και ιταλικές δημοκρατίες. Ήθελαν να ενισχύσουν την ευημερία του γερμανικού έθνους, αλλά δεν πίστευαν ότι η καταπίεση προς ξένα έθνη και η κακοποίηση των αλλοδαπών εξυπηρετούσε το δικό τους έθνος.

Ούτε ταυτίζεται ο εθνικισμός με τον πατριωτισμό. Ο πατριωτισμός είναι το έντονο ενδιαφέρον για την ευημερία, την άνθηση και την ελευθερία του έθνους σου. Ο εθνικισμός είναι μία από τις πολλές προτεινόμενες μεθόδους για την επίτευξη αυτών των σκοπών. Οι φιλελεύθεροι όμως υποστηρίζουν ότι τα μέσα που προτείνει ο εθνικισμός είναι ακατάλληλα και ότι η εφαρμογή τους όχι μόνο δεν θα υλοποιήσει τους επιδιωκόμενους σκοπούς, αλλά αντιθέτως θα οδηγήσει αναγκαστικά το έθνος στην καταστροφή. Και οι φιλελεύθεροι είναι πατριώτες, αλλά οι απόψεις τους ως προς το ποιοι είναι οι σωστοί τρόποι για την επίτευξη της εθνικής ευημερίας και επιτυχίας διαφέρουν ριζικά από αυτούς των εθνικιστών. Οι φιλελεύθεροι προτείνουν το ελεύθερο εμπόριο, τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, την καλή πίστη και την ειρήνη μεταξύ των εθνών, όχι προς χάρη των αλλοδαπών, αλλά για την ενίσχυση της ευτυχίας του δικού τους έθνους.

Στόχος του εθνικισμού είναι η ενίσχυση της ευημερίας όλου του έθνους ή κάποιων ομάδων των πολιτών του μέσω της κακοποίησης των αλλοδαπών. Η κύρια μέθοδος του σύγχρονου εθνικισμού είναι οι αρνητικές διακρίσεις έναντι των αλλοδαπών στην οικονομική σφαίρα. Τα ξένα προϊόντα αποκλείονται από την εγχώρια αγορά ή επιτρέπονται μόνο μετά την καταβολή ενός τέλους εισαγωγής. Η ξένη εργασία αποκλείεται από τον ανταγωνισμό στην εγχώρια αγορά εργασίας. Το ξένο κεφάλαιο διατρέχει τον κίνδυνο κατάσχεσης. Αυτός ο οικονομικός εθνικισμός αναγκαστικά απολήγει σε πόλεμο κάθε φορά που εκείνοι που πλήττονται πιστεύουν ότι είναι αρκετά ισχυροί για να αποσείσουν με ένοπλη βίαιη δράση τα μέτρα που υπονομεύουν τη δική τους ευημερία.

Οι πολιτικές ενός έθνους διαμορφώνουν ένα ενιαίο σύνολο. Η εξωτερική και η εσωτερική πολιτική συνδέονται στενά. Δεν είναι παρά ένα σύστημα. Αλληλοεπηρεάζονται. Ο οικονομικός εθνικισμός είναι το συνεπακόλουθο των σημερινών εσωτερικών πολιτικών της κρατικής παρέμβασης στην οικονομική δραστηριότητα και του εθνικού σχεδιασμού, όπως και το ελεύθερο εμπόριο ήταν το συμπλήρωμα της εσωτερικής οικονομικής ελευθερίας. Μπορεί να υπάρχει προσταστευτισμός σε μία χώρα με ελεύθερο εγχώριο εμπόριο, αλλά εκεί που δεν υπάρχει ελεύθερο εγχώριο εμπόριο, ο προστατευτισμός είναι αναπόφευκτος. Η ισχύς μιας εθνικής κυβέρνησης περιορίζεται στα εδάφη της κυριαρχίας της. Η κυβέρνηση δεν έχει τη δύναμη να παρεμβαίνει άμεσα στις συνθήκες στο εξωτερικό. Όπου υπάρχει ελεύθερο εμπόριο, ο ξένος ανταγωνισμός, ακόμη και βραχυπρόθεσμα, θα ματαιώσει την επίτευξη των στόχων των διάφορων μέτρων της κρατικής παρέμβασης στην εγχώρια επιχειρηματικότητα. Όταν η εγχώρια αγορά δεν είναι σε κάποιο βαθμό θωρακισμένη έναντι των ξένων αγορών, δεν μπορεί να υπάρξει κρατικός έλεγχος. Όσο περισσότερο ένα έθνος προχωρά στον δρόμο του κρατικού ελέγχου και της πειθαρχίας, τόσο εξωθείται προς την οικονομική απομόνωση. Ο διεθνής καταμερισμός εργασίας αρχίζει να θεωρείται ύποπτος γιατί εμποδίζει την πλήρη άσκηση της εθνικής κυριαρχίας. Η τάση προς την αυτάρκεια είναι ουσιαστικά μια τάση εσωτερικών οικονομικών πολιτικών – είναι το αποτέλεσμα της επιδίωξης να γίνει το κράτος κυρίαρχο στα οικονομικά ζητήματα.

Σε έναν κόσμο ελεύθερου εμπορίου και δημοκρατίας δεν υπάρχουν κίνητρα για πόλεμο και κατακτήσεις. Σε έναν τέτοιο κόσμο δεν έχει σημασία αν η κυριαρχία ενός κράτους εκτείνεται σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο κομμάτι γης. Οι πολίτες του δεν μπορούν να αποκομίσουν κανένα όφελος από την προσάρτηση μιας επαρχίας. Έτσι, τα εδαφικά προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς προκαταλήψεις και πάθη. Δεν είναι επώδυνο να αντιμετωπίζεις δίκαια τις αξιώσεις άλλων λαών για αυτοδιάθεση. Η Μεγάλη Βρετανία του ελεύθερου εμπορίου χορήγησε ελεύθερα καθεστώς κτήσης, δηλαδή ουσιαστικά αυτονομίας και πολιτικής ανεξαρτησίας, στις υπερπόντιες βρετανικές αποικίες, και παραχώρησε τα Ιόνια Νησιά στην Ελλάδα. Η Σουηδία δεν απετόλμησε στρατιωτική δράση για να αποτρέψει την διάρρηξη του δεσμού που συνέδεε τη Νορβηγία με τη Σουηδία. Ο βασιλικός οίκος των Bernadotte έχασε το νορβηγικό του στέμμα, αλλά για τον πολίτη της Σουηδίας ατομικά δεν έχει σημασία το αν ο βασιλιάς του είναι ηγεμόνας και της Νορβηγίας. Την εποχή του φιλελευθερισμού οι άνθρωποι μπορούσαν να πιστεύουν ότι τα δημοψηφίσματα και οι αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων θα επέλυαν ειρηνικά όλες τις διαφορές μεταξύ των εθνών. Αυτό που χρειαζόταν για την θωράκιση της ειρήνης ήταν η ανατροπή των αντιφιλελεύθερων κυβερνήσεων. Κάποιοι πόλεμοι και κάποιες επαναστάσεις θεωρούνταν ακόμη αναπόφευκτες προκειμένου να εξαλειφθούν και οι τελευταίοι τύραννοι και να καταστραφούν κάποια ακόμη υφιστάμενα τείχη στο εμπόριο. Και αν αυτός ο στόχος επιτυγχανόταν, δεν θα παρέμεναν αιτίες πολέμου. Η ανθρωπότητα θα ήταν σε θέση να αφιερώσει όλες τις προσπάθειές της στη βελτίωση της γενικής ευημερίας.

Την ώρα όμως που οι ανθρωπιστές επιδίδονταν στην απεικόνιση των ωφελημάτων αυτής της φιλελεύθερης ουτοπίας, δεν αντιλαμβάνονταν ότι νέες ιδεολογίες έρχονταν να αντικαταστήσουν τον φιλελευθερισμό και να διαμορφώσουν μια νέα τάξη πραγμάτων εγείροντας ανταγωνισμούς για τους οποίους δεν μπορούσε να βρεθεί ειρηνική επίλυση. Δεν το είδαν αυτό, γιατί θεωρούσαν αυτές τις νέες αντιλήψεις και τις πολιτικές ως την συνέχιση και την εκπλήρωση των ουσιωδών αρχών του φιλελευθερισμού. Ο αντιφιλελευθερισμός κατέκτησε την κοινή γνώμη μεταμφιεσμένος ως αληθής και αυθεντικός φιλελευθερισμός. Όσοι σήμερα αυτοχαρακτηρίζονται φιλελεύθεροι, υποστηρίζουν προγράμματα που είναι εντελώς αντίθετα προς τις αρχές και τα διδάγματα του παλαιού φιλελευθερισμού. Απορρίπτουν την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και την οικονομία της αγοράς και είναι ενθουσιώδεις φίλοι των ολοκληρωτικών μεθόδων της διοίκησης της οικονομίας. Επιδιώκουν την παντοδυναμία του κράτους, και πανηγυρίζουν για κάθε μέτρο που δίνει περισσότερη ισχύ στη γραφειοκρατία και τους κρατικούς φορείς. Καταδικάζουν ως αντιδραστικό και οικονομικώς βασιλόφρονα καθένα που δεν μοιράζεται την προτίμησή τους για αυστηρό έλεγχο της οικονομίας.

Αυτοί οι αυτοαποκαλούμενοι φιλελεύθεροι και προοδευτικοί είναι ειλικρινώς πεπεισμένοι πως αυτοί είναι οι πραγματικοί δημοκράτες. Αλλά η αντίληψή τους για τη δημοκρατία είναι ακριβώς η αντίθετη από εκείνη του 19ου αιώνα. Συγχέουν τη δημοκρατία με τον σοσιαλισμό. Όχι μόνο δεν βλέπουν ότι ο σοσιαλισμός και η δημοκρατία είναι ασύμβατα, αλλά και πιστεύουν ότι μόνο ο σοσιαλισμός σημαίνει πραγματική δημοκρατία. Μπλεγμένοι σ'' αυτό το σφάλμα, θεωρούν το σοβιετικό σύστημα μια παραλλαγή λαϊκής διακυβέρνησης.

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια για περισσότερα από εξήντα χρόνια ήταν πρόθυμα να παρεμποδίσουν την λειτουργία της αγοράς, να παρέμβουν στην οικονομική δραστηριότητα και να ακρωτηριάσουν τον καπιταλισμό. Με ευκολία αγνόησαν τις προειδοποιήσεις των οικονομολόγων. Σήκωσαν τείχη στο εμπόριο, εφάρμοσαν πιστωτική επέκταση και μια πολιτική εύκολου χρήματος, κατέφυγαν στον έλεγχο των τιμών, στους ελάχιστους μισθούς και τις επιδοτήσεις. Μεταμόρφωσαν την φορολόγηση σε δήμευση και απαλλοτρίωση. Ανακήρυξαν τις άκρατες δαπάνες ως την καλύτερη μέθοδο για την ενίσχυση του πλούτου και της ευημερίας. Αλλά όταν οι αναπόφευκτες συνέπειες τέτοιων πολιτικών, τις οποίες οι οικονομολόγοι είχαν πολύ πριν προβλέψει, έγιναν ολοένα και πιο φανερές, η κοινή γνώμη δεν έριξε το φταίξιμο σ'' αυτές τις αγαπημένες πολιτικές – κατήγγειλε τον καπιταλισμό. Στα μάτια της κοινής γνώμης, ο καπιταλισμός και όχι οι αντικαπιταλιστικές πολιτικές είναι η αιτία της οικονομικής ύφεσης, της ανεργίας, του πληθωρισμού και του τιμαρίθμου, των μονοπωλίων και της οικονομικής αναποτελεσματικότητας, της κοινωνικής αναταραχής και του πολέμου.

Το μοιραίο λάθος που κατάστησε μάταια κάθε προσπάθεια για τη θωράκιση της ειρήνης ήταν ακριβώς ότι οι άνθρωποι δεν συνειδητοποίησαν το γεγονός ότι μόνο σε έναν κόσμο αγνού, τέλειου και ανεμπόδιστου καπιταλισμού δεν υπάρχουν κίνητρα για επιθετικότητα και κατακτήσεις. Ο Πρόεδρος Γουίλσον καθοδηγούταν από την ιδέα ότι μόνο οι αυταρχικές κυβερνήσεις ήταν φιλοπόλεμες, ενώ οι δημοκρατίες δεν μπορούν να εξάγουν κανένα όφελος από τις κατακτήσεις και συνεπώς έλκονται προς την ειρήνη. Αυτό που ο Πρόεδρος Γουίλσον και οι άλλοι ιδρυτές της Κοινωνίας των Εθνών δεν είδαν ήταν ότι αυτό ισχύει μόνο στο πλαίσιο ενός συστήματος ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, ελεύθερης επιχειρηματικότητας και ανεμπόδιστης οικονομίας της αγοράς. Εκεί όπου δεν υπάρχει οικονομική ελευθερία, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Στον κρατικιστικό μας κόσμο, όπου κάθε έθνος είναι πρόθυμο να αυτο-απομονωθεί και να επιδιώξει την αυτάρκεια, είναι μεγάλο λάθος να υποστηρίξουμε ότι κανείς δεν μπορεί να αποκομίσει κανένα όφελος από τις κατακτήσεις. Σ'' αυτή την εποχή των τειχών στο εμπόριο και τη μετανάστευση, του ελέγχου των ξένων συναλλαγών και της απαλλοτρίωσης του ξένου κεφαλαίου, υπάρχουν επαρκή κίνητρα για πόλεμο και κατακτήσεις. Σχεδόν κάθε πολίτης έχει το υλικό συμφέρον να ακυρώσει τα μέτρα με τα οποία οι ξένες κυβερνήσεις μπορεί να τον ζημιώσουν. Έτσι, σχεδόν κάθε πολίτης είναι πρόθυμος να δει τη δική του χώρα ισχυρή, γιατί προσδοκά προσωπικά πλεονεκτήματα από την στρατιωτική της ισχύ. Η διεύρυνση της έκτασης που υπόκειται στην κυριαρχία της δικής του κυβέρνησης σημαίνει τουλάχιστον την ανακούφιση από τα δεινά στα οποία τον έχει υποβάλει μια ξένη κυβέρνηση.

Μπορούμε για την ώρα να μην ασχοληθούμε με το πρόβλημα του αν η δημοκρατία μπορεί να επιβιώσει υπό ένα σύστημα κρατικής παρέμβασης στην οικονομική δραστηριότητα ή υπό σοσιαλισμό. Σε κάθε περίπτωση, είναι αδιαμφισβήτητο πως υπό καθεστώς κρατισμού οι ίδιοι οι απλοί πολίτες στρέφονται προς την επιθετικότητα, αρκεί οι προοπτικές για στρατιωτική επιτυχία να είναι ευνοϊκές. Τα μικρά έθνη δεν μπορούν να αποφύγουν να γίνουν τα θύματα του οικονομικού εθνικισμού άλλων εθνών. Αλλά τα μεγάλα έθνη εμπιστεύονται την ισχύ των ενόπλων τους δυνάμεων. Η σημερινή φιλοπόλεμη διάθεση δεν είναι το αποτέλεσμα της απληστίας των ηγεμόνων και των αριστοκρατικών ολιγαρχιών. Είναι πολιτική μιας ομάδας πίεσης της οποίας το χαρακτηριστικό γνώρισμα βρίσκεται στις μεθόδους που εφαρμόζει αλλά όχι στα κίνητρά της. Οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και οι Ιάπωνες εργάτες επιδιώκουν ένα υψηλότερο βιωτικό επίπεδο όταν πολεμούν εναντίον του οικονομικού εθνικισμού των άλλων εθνών. Κάνουν σοβαρό λάθος, καθώς τα μέσα που επιλέγουν δεν είναι τα κατάλληλα για να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Τα λάθη τους όμως είναι συμβατά με τα, τόσο ευρέως αποδεκτά σήμερα, δόγματα της πάλης των τάξεων και της κοινωνικής επανάστασης. Ο ιμπεριαλισμός των δυνάμεων του Άξονα δεν είναι μια πολιτική που προέκυψε από τους στόχους μιας ανώτερης κοινωνικής τάξης. Αν εφαρμόζαμε τις κίβδηλες ιδέες του δημοφιλούς μαρξισμού, θα έπρεπε να τον χαρακτηρίζουμε εργατικό ιμπεριαλισμό. Παραφράζοντας το περίφημο απόφθεγμα του Στρατηγού Κλαούσεβιτς, θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται απλώς για την συνέχιση των εσωτερικών πολιτικών με άλλα μέσα, είναι η εγχώρια πάλη των τάξεων μετακινημένη στη σφαίρα των διεθνών σχέσεων.

Για περισσότερα από εξήντα χρόνια, όλα τα ευρωπαϊκά έθνη ήταν πρόθυμα να ενισχύσουν την εξουσία των κυβερνήσεών τους, να επεκτείνουν τη σφαίρα του κρατικού εξαναγκασμού, να καθυποτάξουν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και προσπάθεια στο κράτος. Και όμως, οι ειρηνιστές επανειλημμένως τόνιζαν ότι δεν πρέπει να νοιάζει τον πολίτη ατομικά το αν η χώρα του είναι μεγάλη ή μικρή, ισχυρή ή αδύναμη. Εξυμνούσαν τα οφέλη της ειρήνης, την ίδια ώρα που εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο εναπόθεταν τις ελπίδες τους στην επιθετικότητα και τις κατακτήσεις. Δεν είδαν ότι το μόνο μέσο για τη διαρκή ειρήνη είναι να αφαιρέσουμε τις πρωταρχικές αιτίες του πολέμου. Είναι αλήθεια ότι αυτοί οι ειρηνιστές έκαναν κάποιες άτολμες προσπάθειες να αντιταχθούν στον οικονομικό εθνικισμό. Αλλά ποτέ δεν έβαλαν εναντίον της πρωταρχικής του αιτίας, του κρατισμού – της τάσης για κρατικό έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας – και έτσι οι προσπάθειές τους ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν.

Βεβαίως, οι ειρηνιστές στοχεύουν σε μια υπερεθνική παγκόσμια αρχή που θα επιλύει με ειρηνικό τρόπο όλες τις διαφορές μεταξύ των διάφορων εθνών και θα επιβάλλει τις αποφάσεις της μέσω μιας υπερεθνικής αστυνομικής δύναμης. Αυτό όμως που χρειάζεται για μια ικανοποιητική επίλυση του καυτού προβλήματος των διεθνών σχέσεων δεν είναι ούτε ένα νέο γραφείο με περισσότερες επιτροπές, με περισσότερους γραμματείς, επιτρόπους, εκθέσεις και ρυθμίσεις, ούτε ένα νέο σώμα οπλισμένων εκτελεστών, αλλά η ριζική ανατροπή της νοοτροπίας και των εσωτερικών πολιτικών που αναγκαστικά απολήγουν στη σύγκρουση. Η αξιοθρήνητη αποτυχία του πειράματος της Γενεύης οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι οι άνθρωποι, επηρεασμένοι από τις γραφειοκρατικές προκαταλήψεις του κρατισμού, δεν αντιλαμβάνονται ότι τα γραφεία και οι υπάλληλοι δεν μπορούν να επιλύσουν κανένα πρόβλημα Το αν υπάρχει ή όχι μια υπερεθνική αρχή με ένα διεθνές κοινοβούλιο λίγη σημασία έχει. Η πραγματική ανάγκη είναι να εγκαταλειφθούν οι πολιτικές που υπονομεύουν τα συμφέροντα των άλλων εθνών. Καμία διεθνής αρχή δεν μπορεί να διατηρήσει την ειρήνη αν συνεχίζονται οι οικονομικοί πόλεμοι. Στην εποχή μας του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, το ελεύθερο εμπόριο είναι η προϋπόθεση για κάθε φιλική διαρρύθμιση μεταξύ των εθνών. Και το ελεύθερο εμπόριο είναι αδύνατο σε έναν κόσμο κρατισμού.

Οι δικτάτορες μάς παρέχουν μια άλλη λύση. Σχεδιάζουν μια “Νέα Τάξη Πραγμάτων”, ένα σύστημα παγκόσμιας ηγεμονίας ενός έθνους, ή μιας ομάδας εθνών, με την υποστήριξη και την εγγύηση των όπλων των νικητών στρατών. Οι λίγοι προνομιούχοι θα κυριαρχήσουν έναντι της τεράστιας πλειονότητας των “κατώτερων” φυλών. Αυτή η Νέα Τάξη είναι μια πολύ παλιά ιδέα. Όλοι οι κατακτητές την είχαν ως στόχο – ο Τζένγκις Χαν και ο Ναπολέοντας ήταν πρόδρομοι του Φύρερ. Η ιστορία έχει δει την αποτυχία πολλών προσπαθειών να επιβληθεί η ειρήνη μέσω του πολέμου, η συνεργασία μέσω του εξαναγκασμού, η ομοφωνία μέσω της σφαγής των αντιφρονούντων. Ο Χίτλερ δεν θα πετύχει, όπως δεν πέτυχαν και εκείνοι. Μια εύρωστη τάξη πραγμάτων δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί με ξιφολόγχες. Μια μειονότητα δεν μπορεί να εξουσιάζει αν δεν υποστηρίζεται από την συναίνεση των εξουσιαζόμενων. Η εξέγερση των καταπιεσμένων θα την ανατρέψει νωρίτερα ή αργότερα, ακόμη και αν πετύχει για κάποιο διάστημα. Αλλά οι Ναζί δεν έχουν καν την ευκαιρία να πετύχουν βραχυπρόθεσμα. Η επίθεσή τους είναι καταδικασμένη.

--

Απόσπασμα από το βιβλίο Omnipotent Government: The Rise of the Total State and Total War  (Πανίσχυρη Κυβέρνηση – Η ανάδυση του ολοκληρωτικού κράτους και του ολοκληρωτικού πολέμου) – 1944

Ο Ludwig von Mises (1881-1973) δίδαξε στη Βιέννη και τη Νέα Υόρκη και υπήρξε στενός σύμβουλος του Foundation for Economic Education. Θεωρείται ο κορυφαίος θεωρητικός της Αυστριακής Σχολής του 20ου αιώνα.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στα αγγλικά στις 27 Ιανουαρίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.

(Photo by Hulton Archive/Getty Images)