Η ιδέα της Νέας Υόρκης πεθαίνει

Η ιδέα της Νέας Υόρκης πεθαίνει

Του Randal O’Toole*

Μια πρόσφατη ανάρτηση σε μπλογκ από τον επενδυτή και stand-up κωμικό James Altucher στην οποία υποστήριζε ότι η Νέα Υόρκη πέθανε για τα καλά προκάλεσε εχθρικές αντιδράσεις σε πολλούς Νεοϋορκέζους. Ο επίσης κωμικός Jerry Seinfeld έγραψε ένα άρθρο στους New York Times στο οποίο αποκαλούσε τον Altucher “χαζογκρινιάρη”. Φυσικά, ο Δήμαρχος De Blasio συμφωνεί με τον Seinfeld.

Η New York Post είπε στον Altucher να “πάει να ψοφήσει”, επισημαίνοντας ότι, αν πραγματικά αγαπούσε την πόλη όπως ισχυρίζεται (είναι ο ιδιοκτήτης ενός κλαμπ κωμωδίας εκεί), θα έμενε εκεί και θα συνέβαλλε στην αναβίωσή της. Η αρθρογράφος του Guardian, Arwa Mahdawi υποστηρίζει ότι όχι μόνο δεν πεθαίνει η Νέα Υόρκη, αλλά και “οι πλούσιοι φεύγουν και η πόλη αναγεννάται”.

Με όλο τον οφειλόμενο σεβασμό έναντι αυτών των ανθρώπων, νομίζω πως τους διέλαθε το κεντρικό σημείο του επιχειρήματος του Altucher. Η Νέα Υόρκη ως πόλη θα επιβιώσει. Αλλά η Νέα Υόρκη ως ιδέα, ως μέρος που δημιουργεί πλούτο και πραγματοποιεί όνειρα όπως πουθενά αλλού στην Αμερική, δεν θα επιβιώσει. Χωρίς να θέλω να ξεχειλώσω αυτό που είπε ο Altucher, αυτό που όντως έχει πεθάνει είναι η ιδέα ότι οι πυκνότητες πληθυσμού της πόλης της Νέας Υόρκης ή του Μανχάταν είναι αναγκαίες για μια υγιή οικονομία και μια πολύμορφη κουλτούρα. 

Ο Altucher επεσήμανε ότι η πανδημία δίδαξε τους ανθρώπους με υψηλό εισόδημα ότι δεν χρειάζεται να αντιμετωπίζουν την κυκλοφοριακή συμφόρηση, το υψηλό κόστος διαβίωσης, το φαινόμενο των αστέγων, την εγκληματικότητα και άλλα άγχη της πιο πυκνοκατοικημένης πόλης της Αμερικής. Τα πράγματα που έκαναν τη Νέα Υόρκη ελκυστική εξαφανίζονται: πολλά εστιατόρια έκλεισαν οριστικά και πολλές από τις επιχειρήσεις διασκέδασης υπόσχονται να ξανανοίξουν του χρόνου, όμως κανείς δεν ξέρει αν αυτό θα συμβεί.

Η Mahdawi και άλλοι μπορεί να χαίρονται αυτάρεσκα βλέποντας τους πλούσιους να φεύγουν και ελπίζοντας ότι αυτό θα καταστήσει την πόλη πιο φτηνή. Αυτοί οι πλούσιοι άνθρωποι όμως παρέχουν το αρχικό κεφάλαιο και την αρχική ζήτηση για όλες τις επιχειρήσεις που έκαναν τη Νέα Υόρκη συναρπαστική.

Το κλειδί για κάθε ακμάζουσα οικονομία είναι οι εξαγωγές, και αυτό που εξήγε η Νέα Υόρκη ήταν χρήματα. Αν οι ιδιοκτήτες αυτών των χρημάτων αποφασίσουν ότι δεν χρειάζεται να είναι στην πόλη της Νέας Υόρκης για να τα εξάγουν, τότε η πόλη χάνει το μεγαλύτερο μοχλό της οικονομίας της.

Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ότι η πόλη θα παραμείνει απαγορευτικά ακριβή ακόμη και μετά την έξοδο των πλουσίων. Σίγουρα, τα ενοίκια θα μειωθούν, αλλά όχι αρκετά ώστε να κάνουν τη Νέα Υόρκη οικονομική. Το 2017, οι μέσες τιμές κατοικίας στο Μανχάταν υπερέβαιναν το ένα εκατομμύριο δολάρια, δηλαδή 9,4 φορές πάνω από το μέσο οικογενειακό εισόδημα. Για να γίνουν οι τιμές κατοικίας οικονομικά ανεκτές (δηλαδή, κάτω από το τριπλάσιο των εισοδημάτων) θα πρέπει να μειωθούν κατά περισσότερα από δύο τρίτα - και ακόμη περισσότερο αν η έξοδος των ανθρώπων με υψηλό εισόδημα ωθήσει προς τα κάτω το μέσο οικογενειακό εισόδημα.

Τα οικοδομικά κόστη στην πόλη της Νέας Υόρκης είναι σταθερά από τα υψηλότερα στον κόσμο. Οι άνθρωποι που τα καταβάλλουν για να κατασκευάσουν κατοικίες δεν πρόκειται να δεχτούν τιμές στο 25% ή και λιγότερο από αυτές που περίμεναν για τα διαμερίσματα που χτίζουν. Αντίθετα, θα βρουν άλλες χρήσεις για τους χώρους αυτούς βγάζοντάς τους από τη δεξαμενή των διαθέσιμων κατοικιών.

Πριν από λίγες εβδομάδες, συμμετείχα σε μια συζήτηση στο Cato Institute με τον πολεοδόμο αγορών Scott Beyer με θέμα τις ρυθμίσεις για τη στέγαση και τη χρήση της γης, και το βασικό επιχείρημα του Beyer ήταν ότι η πυκνότητα έχει αξία για τις επιχειρήσεις και τις προσωπικές αλληλεπιδράσεις. Είναι πολύ πιθανό ότι ο κορονοϊός έχει μειώσει αυτή την αξία σε επίπεδα χαμηλότερα από το κόστος της.

Ο Richard Florida έγινε διάσημος λέγοντας τις πόλεις ότι η “δημιουργική τάξη” όπως την αποκαλούσε, οι άνθρωποι δηλαδή που δημιουργούν πλούτο, προσελκύονται από την πυκνότητα. Συνεχίζει να πιστεύει ότι οι άνθρωποι αυτοί θα επιστρέψουν μετά το τέλος της πανδημίας. Αλλά υπάρχουν πολλές πιθανότητες να μην επιστρέψουν, και όσο περισσότερο διαρκεί η πανδημία, τόσο μεγαλύτερες γίνονται οι πιθανότητες αυτές.

Εξάλλου θα συνειδητοποιήσουν πως ακόμη κι αν κάποιος βρει μια θεραπεία ή ένα εμβόλιο για τον ιό, πάντα θα υπάρχει κάτι μετά απ’ αυτό. Αν μπορούν να ζουν και να εργάζονται σε περιοχές με μικρότερη πυκνότητα πληθυσμού - και κρίνοντας από την σημερινή κατάσταση του χρηματιστηρίου, μπορούν, τότε πολλοί δεν θα αισθανθούν την ανάγκη να επιστρέψουν.

Την επόμενη φορά που θα πετάξετε στο Newark, το La Guardia, ή το JFK, θα συνεχίσουν να υπάρχουν ουρανοξύστες στις όχθες του Χάντσον και του Ηστ Ρίβερ. Αν θελήσετε να δείτε έναν αγώνα μπέηζμπολ, οι Γιάνκης και οι Μετς θα συνεχίσουν να παίζουν. Αλλά θα παραμείνει άραγε η Νέα Υόρκη η πλουσιότερη πόλη του κόσμου, με περισσότερους εκατομμυριούχους από οποιαδήποτε άλλη πόλη στον κόσμο; Πιθανότατα όχι. Και η έξοδος των πλουσίων είναι απλώς ένα σύμπτωμα του πραγματικού προβλήματος της πόλης: ότι οι άνθρωποι που την κατέστησαν σπουδαία, δεν πιστεύουν πια ότι είναι αναγκαίο να ζουν εκεί.

--

*Ο Randal O’Toole είναι στέλεχος του Cato Institute με ειδικότητα την αστική ανάπτυξη, τη δημόσια γη και τα ζητήματα συγκοινωνιών.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 3 Σεπτεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασίας του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.