Η επανάσταση των σχολείων χαμηλού κόστους

Η επανάσταση των σχολείων χαμηλού κόστους

Του James Tooley

Είκοσι χρόνια πριν - την ημέρα της Ινδικής Δημοκρατίας, στις 26 Ιανουαρίου 2000 - περπατούσα στις παραγκουπόλεις πίσω από το Τσαρμινάρ, στην παλιά πόλη του Χαϊντεραμπάντ, και η ζωή μου άλλαξε για πάντα.

Αξιοποιώντας το διδακτορικό μου στο σημερινό Ινστιτούτο Εκπαίδευσης του UCL, είχα γίνει ειδικός επί της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Πριν από είκοσι χρόνια, όλοι ήξεραν ότι η ιδιωτική εκπαίδευση ήταν μόνο για τις ελίτ και τις ανώτερες μεσαίες τάξεις, και εγώ βρισκόμουν στην Ινδία ως σύμβουλος του International Finance Corporation, τον ιδιωτικό κλάδο της Παγκόσμιας Τράπεζας, αξιολογώντας τα ιδιωτικά σχολεία της ελίτ στην περιοχή. Για κάποιον λόγο όμως πάντα αισθανόμουν ότι θα πρέπει να αφιερώσω τη ζωή μου στην υπηρεσία των λιγότερο προνομιούχων κοινοτήτων.

Έτσι, σε ένα ρεπό μου, πήγα στις παραγκουπόλεις του Χαϊντεραμπάντ και σε ένα δρομάκι βρήκα ένα μικρό σχολείο που λειτουργούσε σε μια πολυκατοικία. Δεν ήταν κρατικό σχολείο, αλλά ιδιωτικό χαμηλού κόστους, που χρέωνε εκείνη την εποχή περίπου 1 δολάριο τον μήνα. Μετά βρήκα κι άλλο ένα, κι άλλο ένα, και σύντομα συνδέθηκα με μια ομοσπονδία περίπου 500 τέτοιων χαμηλού κόστους ιδιωτικών σχολείων που εξυπηρετούσαν τις φτωχές και χαμηλού εισοδήματος κοινότητες της περιοχής. Πέρασα όσο περισσότερο χρόνο μπορούσα σε αυτά τα σχολεία αυτού τελείωνα τις καθημερινές μου συσκέψεις στα κολλέγια της ελίτ που με είχαν φέρει αρχικά στο Χαϊντεραμπάντ. Παρακολουθούσα το ένα μάθημα μετά το άλλο, και είδα γεμάτους ενέργεια δασκάλους να διδάσκουν σε τάξεις γεμάτες από παιδιά, συχνά με ιδιαίτερα εντυπωσιακό τρόπο.

Θυμάμαι να επιστρέφω στο ξενοδοχείο μου σε μια πολυτελή γειτονιά της πόλη και να σκέφτομαι ότι τα διαφορετικά κομμάτια της ζωής μου μπορεί εντέλει να συνταιριάξουν. Ήμουν ειδικός στην ιδιωτική εκπαίδευση και στην Ινδία η ιδιωτική εκπαίδευση φαινόταν να αφορά και τους φτωχούς και τους μη προνομιούχους όπως και όλους τους άλλους. Η ζωή μου ξαφνικά μου φάνηκε πλήρης.

Για πολλά χρόνια άνοιξα έναν μοναχικό δρόμο, προσπαθώντας να πείσω ανθρώπους με εξουσία και επιρροή ότι η ιδιωτική εκπαίδευση είναι κάτι θετικό για τους φτωχούς. Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, η εντυπωσιακή επανάσταση των ιδιωτικών σχολείων χαμηλού κόστους που σαρώνει τον αναπτυσσόμενο κόσμο ολοένα και περισσότερο αναγνωρίζεται, μερικές φορές μάλιστα με σεβασμό.

Τόσο στις αστικές παραγκουπόλεις, όσο και στα χωριά της περιφέρειας, οι φτωχότεροι γονείς εγκαταλείπουν μαζικά τα δημόσια σχολεία και στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους που συνήθως ιδρύθηκαν από επιχειρηματίες της εκπαίδευσης. Αυτά τα ιδιωτικά σχολεία είναι πανταχού παρόντα. Στην πολιτεία του Λάγος, στη Νιγηρία για παράδειγμα, υπάρχουν 14.000 ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους, στα οποία είναι εγγεγραμμένα 2,12 εκατομμύρια παιδιά, περίπου το 70% των παιδιών της προσχολικής ηλικίας και της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έρευνες από το Ναϊρόμπι (Κένυα), την Καμπάλα (Ουγκάντα) και την Άκκρα (Γκάνα) δίνουν παρόμοια αποτελέσματα - το μεγαλύτερο ποσοστό είναι στην Καμπάλα, όπου το 84% των παιδιών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στις φτωχές περιοχές φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία.

Ομοίως, στις αστικές περιοχές της Ινδίας τουλάχιστον το 70% των παιδιών φοιτούν σε ανεξάρτητα ιδιωτικά σχολεία,ενώ η περιεκτική Ετήσια Έκθεση για την Κατάσταση της Εκπαίδευσης (Annual Status of Education Report - ASER) δείχνει ότι το 30% των παιδιών σε αγροτικές περιοχές φοιτά σε ιδιωτικά σχολεία, ένα ποσοστό που αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο. Οι προβολές των δεδομένων από πρόσφατες έρευνες καταδεικνύουν ότι περίπου 92 εκατομμύρια παιδιά στην Ινδία φοιτούν σε περίπου 450.000 ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους.

Τα ιδιωτικά σχολεία είναι καλύτερα από τα δημόσια, όπου υπάρχει έλλειψη λογοδοσίας. Οι έρευνες καταδεικνύουν ότι οι εκπαιδευτικοί στα κρατικά σχολεία συνήθως διδάσκουν μόνο τις μισές ώρες απ’ όσες υποτίθεται ότι θα έπρεπε. Δεν εκπλήσσει το πόρισμα μιας έρευνας από το Υπουργείο Διεθνούς Ανάπτυξης ότι τα παιδιά σε ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους έχουν καλύτερες επιδόσεις από εκείνα που φοιτούν σε δημόσια σχολεία, ακόμη και αφού ληφθούν υπόψη οι μεταβλητές που αφορούν το κοινωνικό-οικονομικό υπόβαθρο.

Τα ιδιωτικά σχολεία συνήθως δεν πάσχουν από αρνητικές προκαταλήψεις φύλου και είναι οικονομικώς προσιτά, ακόμη και για οικογένειες που βρίσκονται στο όριο της φτώχειας. Και η πλειονότητα των ιδιωτικών σχολείων χαμηλού κόστους διοικούνται ως μικρές επιχειρήσεις από επιχειρηματίες της εκπαίδευσης (με μια μειονότητα να διοικείται από θρησκευτικές και φιλανθρωπικές οργανώσεις), χωρίς επιδοτήσεις από το κράτος ή άλλες οργανώσεις. Αυτό σημαίνει ότι τα ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους είναι ήδη μια πλήρως βιώσιμη λύση για το πρόβλημα της βελτίωσης της ποιότητας της εκπαίδευσης για όλους.

Παραμένουν όμως δυσκολίες που πρέπει να ξεπεραστούν. Μερικές φορές οι κυβερνήσεις επιδιώκουν να κλείσουν συνολικά αυτά τα σχολεία. Συχνότερα, ψηφίζουν ρυθμίσεις που επιβάλλουν παράλογες προϋποθέσεις, όπως την ύπαρξη πολύ μεγάλων χώρων παιχνιδιού σε περιοχές αστικού υπερπληθυσμού, ή την επιμονή ότι όλοι οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να έχουν το ίδιο επίπεδο πιστοποίησης και να πληρώνονται όσο και οι κρατικά απασχολούμενοι συνάδελφοί τους, ακόμη και αν αυτό απαγορεύει στα σχολεία να χρεώνουν χαμηλά δίδακτρα.

Έτσι, ο αγώνας συνεχίζεται. Το έργο που ξεκίνησε για μένα πριν από είκοσι χρόνια στις παραγκουπόλεις της Ινδία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αυτή την περίοδο, συντάσσω μια ομάδα στο Πανεπιστήμιο του Μπάκινγκχαμ για να συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε τις επιτυχίες των ιδιωτικών σχολείων χαμηλού κόστους ανά τον κόσμο. Υπό την προϋπόθεση ότι επαχθείς κρατικές ρυθμίσεις δεν θα σταθούν εμπόδιο, τα ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους και η εκπαίδευση που παρέχουν σε εκατομμύρια φτωχών παιδιών θα συνεχίζουν να ακμάζουν.

*Το άρθρο αναδημοσιεύθηκε με την άδεια του CapX.

**Ο James Tooley είναι μέλος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου του Institute of Economic Affairs και καθηγητής εκπαιδευτικής πολιτικής στο πανεπιστήμιο του Newcastle upon Tyne.

***Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 27 Φεβρουαρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ-Μάρκος Δραγούμης.