Η Oxfam θα προτιμούσε να μας κάνει όλους φτωχότερους από το να ταΐσει τον κόσμο

Η Oxfam θα προτιμούσε να μας κάνει όλους φτωχότερους από το να ταΐσει τον κόσμο

Του Mark Littlewood

Στην ταινία Η μέρα της μαρμότας, ο πρωταγωνιστής παγιδεύεται σε έναν ατέρμονο κύκλο επαναλαμβάνοντας τις ίδιες εμπειρίες ξανά και ξανά, ελπίζοντας κάθε φορά ότι αυτή θα είναι η τελευταία, αλλά φαίνεται ποτέ να μη παίρνει το μάθημά του.

Με πολλούς πανηγυρισμούς δημοσιεύθηκε η ετήσια έκθεση της Oxfam για την ανισότητα του 2018 και, όπως και οι προηγούμενες, αντί να ασχολείται με την πραγματική φτώχεια, εστιάζει στο πώς ο παγκόσμιος πλούτος κατανέμεται ανάμεσα στο υψηλότερο 1% και τους υπολοίπους.

Για να επιλυθεί αυτή η υποτιθέμενη κρίση, η έκθεση διατυπώνει προτάσεις που ζητούν ουσιαστικά την κατάργηση της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας.

Χονδρικά, υπάρχουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση της φτώχειας στον κόσμο μας, και ενώ δεν αυτές δεν είναι αναγκαστικά αντιφατικές μεταξύ τους, συχνά οι πολιτικές που τις υποστηρίζουν είναι.

Κάποιες απ' αυτές τις πολιτικές έχουν ως κύριο στόχο τους τη «διεύρυνση της πίτας», δίνοντας έμφαση στο ρόλο που διαδραματίζει η οικονομική ανάπτυξη για την ταυτόχρονη αύξηση των εισοδημάτων των πλουσίων και των φτωχών, χωρίς να ενδιαφέρεται για το χάσμα μεταξύ τους.

Άλλες, εστιάζουν στο τρόπο «μοιράσματος» της πίτας, υποθέτοντας ότι ο σημερινός πλούτος στον κόσμο είναι ό,τι έχουμε και πως η λύση στο πρόβλημα της φτώχειας είναι η αναδιανομή από τους «πλουσίους» στους «φτωχούς».

Προσωπικά, μου φαίνεται περίεργο που μια φιλανθρωπική οργάνωση η οποία υποτίθεται ότι δημιουργήθηκε για να διασφαλίσει την τροφή στους ανθρώπους δεν εστιάζει στην αύξηση του μεγέθους της πίτας με τον γρηγορότερο δυνατό βαθμό.

Αντίθετα, η Oxfam φαίνεται εμμονικά προσκολλημένη στην επιδίωξη πολιτικών που θα επιβράδυναν την οικονομική ανάπτυξη και θα μας άφηναν με μια μικρότερη πίτα απ' ό,τι θα είχαμε υπό άλλες συνθήκες.

Φαίνεται πως θα ήταν πρόθυμη να προαγάγει μια κούρσα προς τον πάτο, όπου όντως όλοι θα ήμασταν πιο ίσοι - εξίσου εξαθλιωμένοι, εξίσου φτωχοί, και εξίσου καταδικασμένοι σε συνθήκες ανύπαρκτης οικονομικής ανάπτυξης, όπως ίσχυε πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση.

Εγώ από την άλλη προτιμώ να εστιάζω στη διεύρυνση της πίτας.

Ο καπιταλισμός υπήρξε ο μεγαλύτερος και αποτελεσματικότερος μοχλός ευημερίας και δημιουργίας ευκαιριών για τους φτωχούς στο σύνολο της ιστορίας μας.

Όταν ξεκίνησε η Βιομηχανική Επανάσταση και η πρώτη επανάσταση της ελεύθερης αγοράς το 1820, τουλάχιστον το 84% του παγκόσμιου πληθυσμού βρισκόταν κάτω από το όριο φτώχειας όπως ορίζεται σήμερα (με όρους πραγματικού εισοδήματος). Η ζωή των ανθρώπων αυτών ήταν σύντομη, άθλια, γεμάτη βιαιότητα και χωρίς ελπίδα και περιοριζόταν στο επίπεδο της επιβίωσης.

Ακόμη και το 1990, περισσότερο από το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε με λιγότερα από 1,90 δολάρια την ημέρα.

Σήμερα, αυτός ο αριθμός υπολογίζεται σε κάτω από 10% και μόλις τα τελευταία 30 χρόνια περισσότεροι από 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν ξεφύγει από την απόλυτη φτώχεια.

Η μεγαλύτερη βελτίωση έχει σημειωθεί στην Κίνα και την Ινδία που από κοινού αποτελούν σχεδόν το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού. Τη δεκαετία του 1980, οι μισοί Ινδοί ζούσαν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Αυτός ο αριθμός έχει μειωθεί σήμερα στο περίπου 20%. Στην Κίνα, το ποσοστό απόλυτης φτώχειας έχει μειωθεί από το 88% στο μόλις 2%.

Και οι δύο αυτές χώρες, μολονότι ήρθαν με καθυστέρηση στο πάρτι της ελεύθερης αγοράς, κατάφεραν να πετύχουν αφού πρώτα υιοθέτησαν μεταρρυθμιστικές πολιτικές στην κατεύθυνση του καπιταλισμού όπως η μείωση των φόρων και των δασμών, η απορρύθμιση, η αποκρατικοποίηση κρατικών ιδιοκτησιακών στοιχείων και η ενθάρρυνση των ξένων άμεσων επενδύσεων.

Μολονότι ούτε η Κίνα, ούτε η Ινδία είναι πραγματικά φιλελεύθερες οικονομίες της ελεύθερης αγοράς όπως εμείς κατανοούμε τον όρο, έχουν κάνει σημαντικότατα βήματα σ' αυτή την κατεύθυνση, και με εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Στους αιώνες που έχουν περάσει από τη Βιομηχανική Επανάσταση και την εισαγωγή των φιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών που την παρακίνησαν, εκείνα τα κράτη σε ολόκληρο τον κόσμο που αφαίρεσαν τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, προστάτευσαν την ιδιωτική ιδιοκτησία και κατάργησαν τους δασμούς στο διεθνές εμπόριο πέτυχαν, ενώ όσοι δεν ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο απέτυχαν.

Στις περιπτώσεις επιτυχίας, η απελευθέρωση του εμπορίου και της επιχειρηματικότητας συνέβαλε στην αποδόμηση ενός παλιού οικονομικού μοντέλου που είχε ως χαρακτηριστικό του την αργή ή ανύπαρκτη οικονομική ανάπτυξη, και στην αντικατάστασή του από μια ακμαία οικονομία όπου, πλέον, θεωρούμε τους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του «μόνο» 2% φτωχό αποτέλεσμα.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να επαναπαυθούμε στις δάφνες μας. Εκατομμύρια άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν στη φτώχεια και την εξαθλίωση, και γι' αυτούς η ανάπτυξη της τάξης του 2% είναι απαράδεκτα ανεπαρκής.

Πρέπει να γίνουν περισσότερα για να σπάσουμε τους φραγμούς στο εμπόριο και να ενθαρρύνουμε περισσότερες χώρες να αντιγράψουν τις ριζοσπαστικές πολιτικές υπέρ της ελεύθερης αγοράς που έβγαλαν χώρες όπως η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία και πιο πρόσφατα η Κίνα από την φτώχεια, οδηγώντας τες στον πλούτο μέσα σε μία μόλις γενιά.

Αυτό συνεπάγεται την προαγωγή των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και τον τερματισμό της διαφθοράς σε χώρες όπως η Ζιμπάμπουε, την ιδιωτικοποίηση των κρατικών μονοπωλίων στη Βενεζουέλα και την προσπάθεια κατάργησης των εμπορικών φραγμών όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ.

Οι φιλανθρωπικές οργανώσεις όπως η Oxfam θα έπρεπε να βρίσκονται στην πρωτοπορία αυτών των ζητημάτων. Αντί όμως να εστιάζει στους ανθρώπους που έχουν υπερβολικά λίγα, η έκθεση αυτή για μια ακόμη φορά στοχοποιεί ανελέητα αυτούς που η οργάνωση πιστεύει ότι έχουν υπερβολικά πολλά.

--

O Mark Littlewood είναι Γενικός Διευθυντής και κάτοχος της ερευνητικής έδρας Ralph Harris του Institute of Economic Affairs.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 22 Ιανουαρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».