Γιατί οι άνθρωποι με πνευματικές ανησυχίες είναι πιο πιθανό να υποστηρίζουν την ελευθερία των αγορών απ' ό,τι οι υλιστές

Γιατί οι άνθρωποι με πνευματικές ανησυχίες είναι πιο πιθανό να υποστηρίζουν την ελευθερία των αγορών απ' ό,τι οι υλιστές

Του John Miltimore

Ο αείμνηστος Χριστιανός φιλόσοφος Michael Novak στο βιβλίο του με τίτλο The Catholic Ethic and the Spirit of Capitalism (Η καθολική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού) έγραφε το 1993 ότι κάποιες κουλτούρες, μεταξύ των οποίων οι Κονφουκιανοί, οι Εβραίοι, οι Προτεστάντες και οι Καθολικοί της Βόρειας Ευρώπης, είναι πιθανότερο να προτιμούν τον καπιταλισμό.

Ο Νόβακ υποστήριξε ότι αυτές οι κουλτούρες έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά που τις καθιστούν πιθανότερες να εφαρμόσουν πετυχημένα και υπεύθυνα τον καπιταλισμό. Ανάμεσα σ' αυτά, όπως τα παραθέτει ο Νόβακ είναι “μια κάποια αυστηρότητα και λιτότητα, μια σχεδόν στωική αίσθηση εγκράτειας και υπευθυνότητας και η ξεκάθαρη απέχθεια προς τη διαφθορά”.

Καπιταλισμός εναντίον υλισμού

Η ιδέα ότι κάποιες κουλτούρες μπορεί να εφαρμόζουν διαφορετικά τον καπιταλισμό από άλλες ακούγεται κάπως αβάσιμη στα σημερινά αυτά, αλλά είναι επίσης πολύ καπιταλιστική. Ο καπιταλισμός εξάλλου είναι ένα σύστημα που προϋποθέτει ένα επίπεδο αποδοχής των ανισοτήτων στα υλικά αποτελέσματα.

Οι άνθρωποι με σπάνιες, πολύτιμες και σε μεγάλη ζήτηση δεξιότητες και υπηρεσίες είναι φυσικό να πετύχουν περισσότερο από τους ανθρώπους που δεν τις διαθέτουν. Οι καπιταλιστές θεωρούν αυτή τη συνθήκη απολύτως φυσική, ενώ οι υλιστές απεχθή.

Αυτός είναι ίσως ο λόγος που ο Νόβακ πίστευε πως ο καπιταλισμός είναι παραδόξως ένα σύστημα που αρμόζει σε πνευματικές κοινωνίες και όχι σε υλιστικές. “Το μόνο ανθεκτικό θεμέλιο μιας καπιταλιστικής κοινωνίας είναι ηθικό, πνευματικό και θρησκευτικό” έγραφε.

Η ιδέα αυτή μπορεί να ακούγεται παράδοξη, αλλά ο Νόβακ δεν ήταν ο μονος εκφραστης της. Στο βιβλίο τους με τίτλο Common Sense Business οι Theodore Roosevelt Malloch και Whitney MacMillan γράφουν ότι η ιδέα της εργασίας ως ένα υψηλότερο “επάγγελμα” είναι σε μεγάλο βαθμό ενσωματωμένη στη δυτική σκέψη.

Η εργασία είναι πνευματική

Η ιδέα της εργασίας ως επάγγελμα, την οποία εισήγαγε ο ηγέτης της Μεταρρύθμισης Μαρτίνος Λούθηρος και διαδόθηκε στη συνέχεια από τον Γερμανό φιλόσοφο Μαξ Βέμπερ στο περίφημο έργο του Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού του 1905, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αντίστοιχη ιδέα που πρότεινε ο Μαρξ χαρακτηρίζοντας την εργασία ως “ανελεύθερη, απάνθρωπη και αντικοινωνική δράση”.

Οι Μάλοκ και Μακμίλαν υποστηρίζουν ότι η ιδέα της εργασίας ως ενός ευγενούς και πνευματικού επαγγέλματος χαρακτηρίζει κάποιες από τις πιο επιτυχημένες εταιρείες στον κόσμο - όπως η γερμανική Miele, μια εταιρεία οικιακών συσκευών με έδρα στο Gutersloh - και είναι κομβική για ένα υγιές καπιταλιστικό οικοσύστημα.

“Αυτή η ιδέα δίνει μια ισχυρή νομιμοποίηση στην επιχειρηματικότητα” γράφουν οι Μάλοκ και Μακμίλαν. “Δεν είναι μόνο ο ιερέας, η μοναχή ή ο ιεροκήρυκας που έχει ένα θρησκευτικό 'επάγγελμα' να εκπληρώσει, αλλά ο καθένας σε κάθε εργασία. Μια τέτοια πνευματική θεώρηση ενθαρρύνει μια βαθιά σοβαρή και ευσυνείδητη στάση απέναντι στην εργασία”.

Το επιχείρημα των Μάλοκ και Μακμίλαν φαίνεται ίσως να αντιβαίνει στο αντίστοιχο του Νόβακ ότι κάποιες κουλτούρες θα ευνοούν περισσότερο τον καπιταλισμό και θα τον εφαρμόζουν καλύτερα από άλλες. Μια πνευματική κουλτούρα - όπως η κονφουκιανή, η προστεσταντική κλπ - είναι πιθανότερο να ευνοεί τον καπιταλισμό γιατί αποδίδει βαθιά και ανθεκτική αξία στην εργασία, μια αξία που υπερβαίνει τους υλικούς καρπούς που η εργασία αποδίδει.

Από την άλλη πλευρά, η υλιστική κουλτούρα είναι πιθανότερο να απορρίπτει τον καπιταλισμό καθώς είναι πιθανότερο να παραγνωρίζει ή να απορρίπτει τους πνευματικούς καρπούς που προσφέρει η εργασία και να επικεντρώνεται αντιθέτως στις ανισότητες στα υλικά αποτελέσματα.

Συνοψίζοντας (και παραφράζοντας τους Μάλοκ και Μακμίλαν), οι πνευματικές κουλτούρες ευημερούν με τον καπιταλισμό γιατί υιοθετούν την ισχυρή ιδέα ότι η εργασία είναι πνευματική.

--

O Jonathan Miltimore είναι υπεύθυνος σύνταξης του FEE.org.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 24 Νοεμβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ “Μάρκος Δραγούμης”.