Φόρος περιουσίας: μια ακόμη επίμονη αποτυχημένη ιδέα

Φόρος περιουσίας: μια ακόμη επίμονη αποτυχημένη ιδέα

Της Annabel Denham

Μπορεί η ζωή υπό συνθήκες απαγορευτικού να είναι μια βαθιά και αλύπητα μονότονη υπόθεση, αλλά οι Συντηρητικοί πολιτικοί με το να παρουσιάζουν κάθε εβδομάδα και μια νέα πρόταση για αυξήσεις φόρων δεν την κάνουν καλύτερη. Όχι, κύριε Υπουργέ, τα πρωτοσέλιδα που μιλούν για αύξηση του εταιρικού φόρου ή του τέλους καυσίμων δεν βοηθούν στο να σπάσει η χρόνια αίσθηση της μονοτονίας που χαρακτηρίζει τους τελευταίους 11 μήνες.

Και τώρα, στο προσκήνιο έρχεται ο Mel Stride, επικεφαλής της επιτροπής του Υπουργείου Οικονομικών, με την τελευταία εκδοχή μιας από τις χειρότερες, και επαναλαμβανόμενες ιδέες του Γουέστμίνστερ. Ο βουλευτής των Συντηρητικών δήλωσε χθες στο Times Radio: «Νομίζω ότι αυτό που θα ήταν πιο υποσχόμενο σε ό,τι αφορά την αποτελεσματική συγκέντρωση φορολογικών εσόδων θα μπορούσε να είναι ένας εφάπαξ φόρος περιουσίας».

Το γενικό επιχείρημα εναντίον τέτοιων φόρων είναι απλό: οι τιμωρητικοί φόροι επί των πλουσίων μπορεί να είναι αντιπαραγωγικοί και να ενθαρρύνουν τη φοροδιαφυγή, την φοροαποφυγή και την αποχώρηση κεφαλαίου. Όπως εξηγεί ο συνάδελφός μου, καθηγητής Philip Booth «ένας φόρος επί της περιουσίας συνιστά διπλή φορολόγηση και επίθεση στα δικαιώματα περιουσίας πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη επίθεση από τη φορολόγηση γενικώς». Ο φόρος αυτός στοχεύει συγκεκριμένα το εισόδημα που οι άνθρωποι επιλέγουν να αποταμιεύσουν και να επενδύσουν, καθιστώντας έτσι μια κρουαζιέρα στην Καραϊβική που εξαντλεί τις αποταμιεύσεις πολύ πιο θελκτική απ’ ό,τι ήταν πριν αυτό το ατελείωτο χειμερινό απαγορευτικό. Ξοδέψτε και θα αποφύγετε τον φόρο, αποταμιεύστε και θα τον πληρώσετε.

Φλερτάρουμε με αυτή την ιδέα, και την απορρίπτουμε, εδώ και δεκαετίες - πάρτε για παράδειγμα αυτή τη δήλωση από τον πρώην Υπουργό Οικονομικών των Εργατικών Denis Healy: «Είχαμε δεσμευθεί να θεσπίσουμε έναν φόρο επί της περιουσίας, όμως σ’ αυτά τα πέντε χρόνια βρήκα πως είναι αδύνατο να σχεδιαστεί ένας τέτοιος φόρος ώστε να αποφέρει αρκετά έσοδα ώστε να αξίζει το διοικητικό κόστος και την πολιτική αναταραχή».

Ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο έφτασε κάποιες φορές στο παρά πέντε, άλλες χώρες δεν απέφυγαν τον ξυράφι. Ο αριθμός των χωρών του ΟΟΣΑ που επιβάλλουν ατομικούς φόρους περιουσίας μειώθηκε από τις 12 το 1990 στις 4 το 2017. Υπάρχουν πολλές χώρες του ΟΟΣΑ που είχαν φόρους περιουσίας αλλά στη συνέχεια τους κατήργησαν στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, μεταξύ των οποίων η Αυστρία (το 1994), η Δανία (το 1997), η Ολλανδία (το 2001), η Φινλανδία, η Ισλανδία και το Λουξεμβούργο (και οι τρεις το 2006).

Όπως ανέφερε ο Stride στη συνέντευξή του, η Γαλλία εισήγαγε έναν φόρο επί της περιουσίας (κατά τη δεκαετία του 1980) αλλά στη συνέχεια τον απέσυρε. Όχι μόνο αυτός αντιστοιχούσε σε λιγότερο από το 2% των φορολογικών εσόδων το 2015, αλλά μπορεί να υποστηριχθεί ότι οδήγησε τους πλουσιότερους Γάλλους σε έξοδο: περισσότεροι από 12.000 εκατομμυριούχοι έφυγαν από τη Γαλλία το 2016. Στη γειτονική Γερμανία, συντελεστές της τάξης του 0,5% και 0,7% επί της ατομικής και εταιρικής περιουσίας εισήχθησαν το 1979. Ο συντελεστής αυτός αυξήθηκε σε 1% το 1995, αλλά το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικό τον φόρο περιουσίας τη χρονιά αυτή, με αποτέλεσμα την κατάργησή του το 1997.

Στη Σουηδία, ο φόρος περιουσίας εισήχθη το 1911 και καταργήθηκε το 2007. Σύμφωνα με έρευνα των Magnus Henrekson και Gunnar Du Rietz, «οι άνθρωποι μπορούσαν ατιμωρητί να αποφεύγουν το φόρο λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα» μεταξύ των οποίων και την ανάληψη υπερβολικών χρεών ώστε να αγοράσουν περιουσιακά στοιχεία που απαλλάσσονταν από τη φορολογία. «Ο σουηδικός φόρος περιουσίας προκάλεσε επίσης μεγάλες εκροές κεφαλαίου και την έξοδο από τη χώρα διάσημων επιχειρηματιών, όπως του ιδρυτή της ΙΚΕΑ Ingvar Kamprad» συμπεραίνουν οι συγγραφείς.

Η σημερινή αξίωση ότι «αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά» φαίνεται να βασίζεται στο ότι θα πρόκειται για έναν «εφάπαξ» φόρο. Αν όμως ισχύσει αυτό, θα σημάνει πιθανότατα μια μαζική επανεκτίμηση της αξίας των ιδιοκτησιών: ακριβώς δηλαδή αυτό που διαδοχικές κυβερνήσεις αναβάλλουν τα τελευταία 30 χρόνια μη μεταρρυθμίζοντας τους δημοτικούς φόρους.

Και είναι ο «φόρος περιουσίας» απλώς ένας φόρος επί της ακίνητης περιουσίας, ή θα αφορά όλα τα περιουσιακά στοιχεία; Αν ισχύει το δεύτερο, άραγε η κυβέρνηση όντως θα κρίνει ότι αξίζει τον κόπο να στείλει μια στρατιά από εκτιμητές ανά τη χώρα για να εκτιμήσουν τα έργα τέχνης, τα αυτοκίνητα αντίκες ή τα κοσμήματα; Και αν επιστρατευόταν μια τέτοια στρατιά εκτιμητών, τότε σίγουρα οι υπουργοί θα έκριναν πως είναι εύλογο να διατηρήσουν αυτή την υποδομή για να επιβάλλουν έναν τέτοιον φόρο σε ετήσια βάση αντί για εφάπαξ. Το επιχείρημα του Denis Healy για τα διοικητικά κόστη και την πολιτική αναταραχή φαίνεται ιδιαίτερα εύστοχο εδώ.

Κάνοντας ένα βήμα πίσω, όντως βρισκόμαστε σε μια εξαιρετική κατάσταση, στην οποία οι πολιτικοί των Συντηρητικών δοκιμάζουν με δηλώσεις τους σενάρια για διάφορες αυξήσεις φόρων, ενώ οι Εργατικοί, ίσως προσπαθώντας να ενισχύσουν την αξιοπιστία της θέσεις τους για «ενίσχυση των βρετανικών επιχειρήσεων» πιέζουν για αυτοσυγκράτηση.

Η σκιώδης Υπουργός Οικονομικών Anneliese Dodds για παράδειγμα ζήτησε από τον Rishi Sunak να αξιοποιήσει τον προϋπολογισμό γι να αυξήσει την αναστολή των εταιρικών συντελεστών και τον μειωμένο ΦΠΑ για τις επιχειρήσεις φιλοξενίας από το τέλος του επόμενου μήνα για άλλους έξι μήνες. Το ιστορικό των Εργατικών πάντως δεν είναι ιδιαιτέρως άσπιλο: σύμφωνα με αναφορές, το κόμμα θα υποστήριζε μια εφάπαξ φοροεπιδρομή στις διαδικτυακές εταιρίες, και δεν έχει αποκλείσει την ανάγκη για αυξήσεις φόρων στο μέλλον. Αλλά πρέπει να αναγνωριστεί θετικά ότι η αντιπολίτευση τουλάχιστον συνειδητοποιεί το παράλογο του να υποστηρίζεται ο ιδιωτικός τομέας επί ένα χρόνο μέσω δανείων και απαλλαγών για να πληρώσει τον λογαριασμό αμέσως μόλις βγει από τη χειμερία νάρκη.

Στο τέλος, ο διάλογος για τον φόρο περιουσίας μπορεί να παραμείνει ακαδημαϊκού χαρακτήρα: μπορεί εντέλει η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου να ανακάμψει ισχυρότερα από το αναμενόμενο και η πορεία των δημοσιονομικών μπορεί να συνεχίσουν να υπερβαίνουν τις προβλέψεις του Γραφείου Υπευθυνότητας Προϋπολογισμού. Έχουμε καλές πιθανότητες να ξεπεράσουμε αυτή την κρίση χωρίς την ανάγκη οι υπουργοί να αναλογιστούν την αύξηση των φόρων, όσο ελκυστικός κι αν είναι αυτός ο περισπασμός.

--

Η Annabel Denham είναι διευθύντρια επικοινωνιών στο Institute of Economic Affairs.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Φεβρουαρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.