Έσθερ Χάουλαντ: Η γυναίκα που έφερε τις κάρτες του Αγίου Βαλεντίνου στις μάζες

Έσθερ Χάουλαντ: Η γυναίκα που έφερε τις κάρτες του Αγίου Βαλεντίνου στις μάζες

Του Jon Miltimore

Όταν η Έσθερ Χάουλαντ ήταν 19 ετών, έλαβε ένα δώρο από έναν συνάδελφο του πατέρα της που είχε μόλις επιστρέψει από την Αγγλία. Ήταν μια κάρτα κεντημένη με περίτεχνη δαντέλα και χάρτινα λουλούδια. Ένας ανοιχτός πράσινος φάκελος στόλιζε το κέντρο που περιλάμβανε ένα επιστολόχαρτο με κόκκινη μπορτούρα που είχε μια επιγραφή. Ήταν ένα «valentine», μια πρώιμη κάρτα του Αγίου Βαλεντίνου.

Το δώρο αυτό πρέπει να έκανε μεγάλη εντύπωση στη Χάουλαντ, η οποία είχε πρόσφατα τότε αποφοιτήσει από το Σεμινάριο Γυναικών του Mount Holyoke. Ή μπορεί και όχι. Σκέφτηκε ότι μπορούσε να φτιάξει (και να πουλήσει) κάτι ακόμη καλύτερο, και γρήγορα βάλθηκε να κάνει ακριβώς αυτό.

Η γέννηση της αμερικανικής κάρτας του Αγίου Βαλεντίνου

Η Χάουλαντ γεννήθηκε στο Worcester της Μασαχουσέτης το 1828, με γονείς τον Southworth Allen Howland και την Esther Allen Howland.

Η επιχειρηματικότητα φαίνεται πως ήταν γραμμένη στο DNA της οικογένειας. Ο πατέρας της Χάουλαντ ήταν ιδιοκτήτης και διευθυντής του μεγαλύτερου καταστήματος βιβλίων και χαρτικών της κομητείας, ενώ η μητέρα της συνέγραψε ένα βιβλίο μαγειρικής που έγινε κλασικό στην Αμερική: το The New England Economical Housekeeper and Family Receipt Book, ένα βιβλίο με συνταγές από την περιοχή που έδινε έμφαση στην εξοικονόμηση και την αυτάρκεια, το οποίο πωλείται ακόμη και σήμερα.

Μάλλον λοιπόν δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Έσθερ Χάουλαντ μόλις έλαβε την κάρτα της δεν είδε μόνο ένα γοητευτικό δώρο, αλλά και μια ευκαιρία.

Οι κάρτες του Βαλεντίνου ήταν τότε κοινές στην Αγγλία της βικτωριανής εποχής και μόλις είχαν αρχίσει να γίνονται δημοφιλείς στην Αμερική (μολονότι ήταν αρκετά ακριβές).

Το 1846, για παράδειγμα, περίπου 30.000 κάρτες διανεμήθηκαν από τα ταχυδρομεία της Νέας Υόρκης την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Η Αμερικανή ποιήτρια Έμιλυ Ντίκινσον, σε μια επιστολή προς την ξάδερφή της με ημερομηνία 14 Φεβρουαρίου 1849, έγραφε για τον πυρετό των καρτών της ημέρας στη Νέα Αγγλία τα εξής: “Η προηγούμενη εβδομάδα ήταν μια εβδομάδα χαράς στο Άμχερστ, και οι κάρτες κυκλοφορούσαν στον αέρα σαν νιφάδες χιονιού. Γεροντοπαλίκαρα και γεροντοκόρες, ξεχνώντας τον χρόνο που έχει περάσει και τα δικά τους χρόνια, έβγαλαν τις ρυτίδες τους και φόρεσαν χαμόγελα - ακόμη και ο γέρος κόσμος μας πέταξε τη μαγκούρα και τα ματογυάλια του και τώρα φωνάζει ότι ξανάνιωσε. Τώρα όμως ο ήλιος του Βαλεντίνου δύει πια, και μέχρι αύριο τα πράγματα θα πάρουν την παλιά τους όψη ξανά”.

Την ώρα που η Ντίκινσον έγραφε την επιστολή της, η επιχείρηση των καρτών της Χάουλαντ ήδη είχε μπει σε τροχιά.

Λίγο καιρό αφού έλαβε την κάρτα της, άρχισε να εισάγει από την Αγγλία χαρτί, δαντέλα, κόλλα και άλλα υλικά για να φτιάξει τις δικές της. Σχεδίασε διάφορα πρωτότυπα τα οποία έδωσε στον αδερφό της, που τα πήρε μαζί του στο επόμενο ταξίδι πωλήσεων για λογαριασμό του οικογενειακού τους καταστήματος.

Ελπίζοντας ότι θα πάρει γύρω στα διακόσια δολάρια παραγγελίες, η Χάουλαντ εξεπλάγη όταν ο αδερφός της επέστρεψε με παραγγελίες αξίας 5.000 δολαρίων (150.000 σημερινά δολάρια).

Συναισθανόμενη λοιπόν την ευκαιρία, άνοιξε ένα γραφείο σε ένα δωμάτιο ξενώνα στο σπίτι της οικογένειας στη Summer Street. Άρχισε να απασχολεί φίλες της, χρησιμοποιώντας μια μέθοδο που έμοιαζε με γραμμή παραγωγής.

Η Χάουλαντ, μια καλλιτέχνις-αριστοκράτισσα που οδηγούσε άμαξες με περήφανα άλογα αλλά και ενημερωνόταν και για τις τελευταίες τάσεις της μόδας, σχεδίαζε μόνη της τις κάρτες και στη συνέχεια έδινε οδηγίες στις υπαλλήλους της - μόνο γυναίκες - για το πώς θα πρέπει να κατασκευάζεται η κάθε κάρτα, χρησιμοποιώντας διάφορα υλικά: δαντέλα, χρωματιστό χαρτί χαρτί γκοφρέ, χάρτινα λουλούδια και άλλα. Αυτές οι καινοτομίες έκαναν τις κάρτες της ανώτερες από τις κάρτες που κυκλοφορούσαν στο εμπόριο εκείνη την εποχή, οι οποίες συχνά ήταν φτηνές, κακοφτιαγμένες, κωμικές ή ακόμη και χυδαίες.

Σύμφωνα με τη Χάουλαντ, οι υπάλληλοί της αποζημιώνονταν “γενναιόδωρα” και η εργασία τους ήταν “ελαφρά και ευχάριστη”. Ενώ κάποιοι ιστορικοί αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό αυτόν τον ισχυρισμό, η Michele Karl στο βιβλίο της Greetings With Love: The Book of Valentines λέει ότι η Χάουλαντ ήταν μία “από τις πρώτες εργοδότριες που έδινε αξιοπρεπείς αμοιβές σε γυναίκες”. (Οι μισθοί βεβαίως συνδέονται στενά με την παραγωγικότητα).

Το σίγουρο πάντως είναι ότι η Χάουλαντ απασχολούσε ένα μεγάλο αριθμό γυναικών που συνέχισε να μεγαλώνει όσο αυξάνονταν οι παραγγελίες. Η επιχείρησή της επεκτάθηκε σε μεγαλύτερα δωμάτια του τρίτου ορόφου της οικίας Χάουλαντ. Ενάμιση αιώνα πριν γίνει δημοφιλής η εργασία κατ’ οίκον, η Χάουλαντ απασχολούσε και γυναίκες που εργάζονταν από τα σπίτια τους. Τους έδινε κουτιά με προμήθειες και σχέδια και την επόμενη εβδομάδα ένας μεταφορέας μάζευε τις έτοιμες κάρτες, τις οποίες έλεγχε η ίδια η Χάουλαντ. Ήταν ένα είδος περιστασιακής εργασίας του 19ου αιώνα για τις νοικοκυρές μητέρες.

Γρήγορα, η επιχείρηση της Χάουλαντ απέκτησε τεράστια επιτυχία. Διάφορες αφηγήσεις καταδεικνύουν ότι γρήγορα έφτασε να κερδίζει πάνω από 100.000 δολάρια ετησίως (2-3 εκατομμύρια σημερινά δολάρια, ανάλογα με τη χρονιά).

Η επιτυχία της Χάουλαντ πήγαζε από έναν συνδυασμό επιχειρηματικού ταλέντου και δημιουργικότητας. Οι κάρτες της, που απηχούσαν τον ρομαντισμό της εποχής, ήταν όμορφες και περίτεχνες. Πολλές είχαν κινούμενα μέρη, αναδυόμενες εικόνες και τρισδιάστατα εφέ - χαρτί-ακορντεόν, μηχανικά λουλούδια και κυλιόμενα μέρη που αποκάλυπταν ποιήματα και ωδές στην αγάπη και την τρυφερότητα.

Πριν την Χάουλαντ, οι κάρτες του Αγίου Βαλεντίνου ήταν ένα προϊόν πολυτελείας, διαθέσιμο στα μέσα του 19ου αιώνα μόνο στους πλουσιότερους Αμερικανούς. Με τη δική της όμως μέθοδο παραγωγής, η Χάουλαντ τις έφερε στις μάζες, πουλώντας της από πέντε μόλις σεντ. (Οι ακριβές κάρτες της εποχής, πωλούνταν μέχρι και 50 δολάρια).

Λίγο μετά το τέλος του αμερικανικού εμφυλίου, η Χάουλαντ τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι και καθηλώθηκε σε αναπηρική καρέκλα. Παρ’ όλα αυτά, συνέχιζε να διευθύνει την επιχείρησή της μέχρι το 1880, όταν την πούλησε στην Whitney Company για να φροντίσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα της. (Η πώληση αυτή έκανε την Whitney Company τον μεγαλύτερο παραγωγό καρτών στον κόσμο).

Η Χάουλαντ πέθανε στο Κουίνσι της Μασαχουσέτης το 1904, σε ηλικία 75 ετών, οχτώ μήνες μετά από μια πτώση που την άφησε κατάκοιτη.

Η κληρονομιά της

Σήμερα, η Χάουλαντ είναι δικαίως γνωστή ως “η μητέρα της αμερικανικής κάρτας του Αγίου Βαλεντίνου”.

Όπως ακριβώς ο Χένρι Φορντ έφερε τα αυτοκίνητα στις μάζες προσφέροντας ένα ανώτερο προϊόν - το μοντέλο Τ - σε χαμηλότερο κόστος, η Χάουλαντ έφερε στους φτωχούς Αμερικανούς όμορφες, χειροποίητες κάρτες που μπορούσαν να μοιραστούν με τα αγαπημένα τους πρόσωπα.

Στην πορεία αυτή πλούτισε η ίδια και απασχόλησε αμέτρητες γυναίκες, δίνοντάς τους δύναμη.

Ίσως ακόμη σημαντικότερο - για όσους γιορτάζουν του Αγίου Βαλεντίνου - είναι ότι μέσα από τη δημιουργικότητα και την εξειδίκευσή της, η Χάουλαντ έδωσε τη δυνατότητα σε αμέτρητους ανθρώπους να εκφράσουν την αγάπη και την τρυφερότητά τους στα αγαπημένα τους πρόσωπα μέσα από έναν τρόπο που δεν μπορούσαν να κάνουν μόνοι τους.

Και μόνο γι’ αυτό, η Χάουλαντ αξίζει μια θέση στο πάνθεον των επιχειρηματιών που έκαναν τον κόσμο μας πιο όμορφο και πιο γεμάτο αγάπη.

--

O Jonathan Miltimore είναι υπεύθυνος έκδοσης του FEE.org.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 14 Φεβρουαρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.

Φωτογραφία FEE