Ένα βάρβαρο έθιμο μεσαιωνικής δικαιοσύνης - και ο λόγος που απέδιδε!

Ένα βάρβαρο έθιμο μεσαιωνικής δικαιοσύνης - και ο λόγος που απέδιδε!

Του Peter T. Leeson 

Η αναζήτηση της ποινικής δικαιοσύνης είναι γεμάτη από αβεβαιότητα. Όντως ο κατηγορούμενος διέπραξε το έγκλημα ή μήπως είναι θύμα ενοχοποιητικών περιστάσεων; Είναι όντως ένοχος, ή κρίθηκε ως ένοχος από κάποιον κατήγορο με υπερβολικό ζήλο; Μη όντας βέβαιοι για την αλήθεια, συχνά καταλήγουμε να μαντεύουμε ότι κάποιος είναι αθώος ή ένοχος, όταν μπορεί και να ισχύει το αντίθετο. 

Οι μόνοι που με σιγουριά ξέρουν αν ένας κατηγορούμενος είναι ένοχος ή αθώος είναι ο ίδιος ο κατηγορούμενος και ο Θεός εν τοις ουρανοίς. Το να ρωτήσουμε τον κατηγορούμενο να μας πει την αλήθεια είναι συνήθως άσκοπο: οι αυθόρμητες ομολογίες ενοχής σπανίζουν. Αν όμως ρωτούσαμε τον Θεό; Τι θα συνέβαινε αν το κάναμε αυτό; Κι αν όντως απέδιδε; 

Για περισσότερα από 400 χρόνια, ανάμεσα στον 9ο και τον πρώιμο 13ο αιώνα, αυτό ακριβώς έκαναν οι Ευρωπαίοι. Σε δύσκολες ποινικές υποθέσεις, όταν απουσίασαν συνήθεις αποδείξεις, τα νομικά συστήματα των Ευρωπαίων ζητούσαν από τον Θεό να τους πληροφορήσει ως προς την αθωότητα ή την ενοχή των κατηγορουμένων. Η μέθοδος που εφάρμοζαν ήταν η δικαστική βάσανος

Οι θεϊκές κρίσεις 

Η δικαστική βάσανος πήρε διάφορες μορφές, από τη βύθιση του κατηγορουμένου σε δεξαμενή αγιασμού, μέχρι το να υποχρεώνεται να περπατήσει ξυπόλητος πάνω σε καιόμενα άροτρα. Ανάμεσα στις πιο δημοφιλείς μορφές όμως ήταν η βάσανος του βραστού νερού και η βάσανος του καιόμενου σιδήρου. Στην πρώτη, ο κατηγορούμενος βύθιζε το χέρι του μέσα σε μια χύτρα βραστού νερού για να βγάλει απ' αυτήν ένα δαχτυλίδι. Στη δεύτερη, έκανε κάποια βήματα κρατώντας ένα κομμάτι καυτό σίδερο. Μερικές μέρες αργότερα εξεταζόταν το χέρι του κατηγορούμενου: αν ήταν καμένο, ήταν ένοχος. Διαφορετικά, ήταν αθώος. 

Οι δικαστικές βάσανοι διεξάγονταν και κρίνονταν από ιερείς σε εκκλησίες, στο πλαίσιο ειδικών λειτουργιών Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας λειτουργίας, ο ιερέας ζητούσε από τον Θεό να αποκαλύψει στο δικαστήριο την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου μέσω της βασάνου - αφήνοντας το βραστό νερό ή το καυτό σίδερο να τον κάψει αν ήταν ένοχος, ή κάνοντας ένα θαύμα που εμπόδιζε το χέρι του κατηγορουμένου να καεί αν αυτός ήταν αθώος. Η ιδέα ότι ο Θεός θα απαντούσε κατ' αυτόν τον τρόπο στην έκκληση ενός ιερά αντανακλούσε μια διαδεδομένη μεσαιωνική πίστη σύμφωνα με την οποία οι βάσανοι συνιστούσαν iudicium Dei “κρίση του Θεού”. 

Το να βάζει κανείς τον Θεό να κρίνει την ενοχή ή την αθωότητα κατηγορουμένων για ποινικά αδικήματα είναι ένα πολύ καλό κόλπο, αν το καταφέρει κανείς. Αλλά πώς μπορούσαν να το πετύχουν αυτό τα δικαστήρια της μεσαιωνικής Ευρώπης; 

Απ' ό,τι φαίνεται, αρκετά εύκολα. Ας υποθέσουμε ότι είστε κάποιος Ευρωπαίος τον Μεσαίωνα και κατηγορείστε ότι κλέψατε τη γάτα του γείτονά σας. Το δικαστήριο πιστεύει ότι μπορεί να έχετε διαπράξει την κλοπή, αλλά δεν είναι σίγουρο, έτσι σας διατάσσει να υποστείτε τη βάσανο του βραστού νερού. Όπως και οι υπόλοιποι μεσαιωνικοί Ευρωπαίοι, πιστεύετε στο iudicium Dei - στο ότι ένας ιερέας, μέσω της κατάλληλης τελετουργίας, μπορεί να ζητήσει από τον Θεό να αποκαλύψει την αλήθεια επιτελώντας ένα θαύμα που θα εμποδίσει το νερό το να σας κάψει αν είστε αθώος, ή αφήνοντάς σας να καείτε αν είστε ένοχος. 

Αν υποστείτε τη βάσανο και ο Θεός πει ότι είστε ένοχος, τότε θα πρέπει να καταβάλετε ένα σημαντικό πρόστιμο. Αν πει ότι είστε αθώος, τότε απαλλάσσεστε από το πρόστιμο και δεν πληρώνετε τίποτε. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποφύγετε να υποστείτε τη βάσανο αν ομολογήσετε ότι κλέψατε τη γάτα, οπότε και θα πληρώσετε το πρόστιμο, κάπως μειωμένο βέβαια λόγω του ότι ομολογήσατε την ενοχή σας. 

Τι θα κάνετε; 

Ας υποθέσουμε ότι είστε ένοχος: ξέρετε ότι κλέψατε τη γάτα του γείτονα, και το ξέρει και ο Θεός. Σ' αυτή την περίπτωση περιμένετε ότι, αν υποστείτε τη βάσανο ο Θεός να αφήσει το βραστό νερό να σας κάψει, καταδεικνύοντας την ενοχή σας. Έτσι, θα πρέπει να πληρώστε το μεγάλο πρόστιμο - και το χέρι σας θα καεί. Αντιθέτως, αν ομολογήσετε, θα γλιτώσετε κάποια χρήματα, καθώς και το χέρι σας. Έτσι, αν είστε ένοχος, θα ομολογήσετε. 

Ας υποθέσουμε τώρα ότι είστε αθώος: ξέρετε ότι δεν κλέψατε εσείς τη γάτα του γείτονα, και ξανά το ξέρει και ο Θεός. Στην περίπτωση αυτή, περιμένετε ότι αν υποστείτε τη βάσανο ο Θεός θα επιτελέσει ένα θαύμα που θα εμποδίσει το καυτό νερό να σας κάψει, καταδεικνύοντας έτσι την αθωότητά σας. Έτσι, δεν θα χρειαστεί να πληρώσετε πρόστιμο - και το χέρι σας θα μείνει άθικτο. Αυτή η εξέλιξη είναι καλύτερη από το να ομολογήσετε ότι κλέψατε τη γάτα, καθώς τότε θα πρέπει να πληρώσετε πρόστιμο για μια κλοπή που δεν διαπράξατε. Συνεπώς, αν είστε αθώος, θα υποστείτε τη βάσανο. 

Πιάσατε το κόλπο; Λόγω της πίστης σας στο iudicium Dei το φάσμα της βασάνου σας οδηγεί να επιλέξετε έναν συγκεκριμένο δρόμο αν είστε ένοχος - την ομολογία - και  έναν άλλο τρόπο αν είστε αθώος - να υποστείτε τη βάσανο - αποκαλύπτοντας έτσι την αλήθεια ως προς την ενοχή ή την αθωότητά σας στο δικαστήριο μέσω της επιλογής που κάνετε. Ζητώντας από τον Θεό να σας κρίνει, το νομικό σύστημα σας δίνει κίνητρα να το κάνετε ο ίδιος για τον εαυτό σας. Πράγματι ένα πολύ ωραίο κόλπο. 

Ένα εγγυημένο θαύμα 

Και κάτι ακόμη: ενώ μόνο κάποιος κατηγορούμενος που είναι αθώος θα επιλέξει να υποστεί τη βάσανο, γεγονός που επιτρέπει στο δικαστήριο να μάθει ότι όντως είναι αθώος, όταν αυτός βυθίσει το χέρι του στο βραστό νερό, αυτό θα τον κάψει, καταδεικνύοντας την ενοχή του! Για να αποδώσει όμως το δικαστήριο δικαιοσύνη, χρειάζεται κάτι περισσότερο από το να μάθει απλώς ότι ένας αθώος κατηγορούμενος είναι αθώος - χρειάζεται και να τον κρίνει αθώο. 

Πώς μπορούσε κάποιος ιερέας που διεξάγει τη βάσανο να κάνει το βραστό νερό ακίνδυνο για τη σάρκα κάποιου αθώου κατηγορούμενου; Μα διασφαλίζοντας ότι το νερό δεν είναι στην πραγματικότητα βραστό. 

Τα “εγχειρίδια χρήσης” για την διεξαγωγή της βασάνου που εφάρμοζαν οι ιερείς της μεσαιωνικής Ευρώπης έδιναν πολλές δυνατότητες για να γίνει αυτό. Ο ιερέας ετοίμαζε κατ' ιδίαν τη φωτιά που θα ζέσταινε το νερό, γεγονός που του έδινε τη δυνατότητα να χαμηλώσει την έντασή της. Ο ιερέας “ράντιζε” αγιασμό στο νερό της χύτρας της βασάνου, γεγονός που του έδινε τη δυνατότητα να το δροσίσει. Η χύτρα έβγαινε από τη φωτιά κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, και ο κατηγορούμενος δεν περνούσε τη δοκιμασία παρά μόνο αφού ο ιερέας ολοκλήρωνε τις προσευχές του. Και οι παρατηρητές της βασάνου τοποθετούνταν σε μια εύλογη απόσταση από την “σκηνή”, γεγονός που επέτρεπε στον ιερέα να χειραγωγήσει τα αποτελέσματά της χωρίς να τον εντοπίσουν. Και δεν ανέφερα το ότι ο ιερέας ήταν αυτός που έκρινε το τελικό αποτέλεσμα της βασάνου - το αν το χέρι του κατηγορουμένου όντως είχε καεί. 

Έτσι, το “θαυματουργό” αποτέλεσμα ήταν ουσιαστικά διασφαλισμένο. Για παράδειγμα, κατά τον πρώιμο 13ο αιώνα, 208 κατηγορούμενοι στο Varad της Ουγγαρίας υποβλήθηκαν στη βάσανο του καυτού σιδήρου. Κατά εντυπωσιακό τρόπο, σχεδόν τα δύο τρίτα των κατηγορουμένων έμειναν άθικτοι από τα “καυτά” σίδερα που μετέφεραν, και συνεπώς απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες τους. Αν οι ιερείς που διεξήγαγαν αυτές τις βασάνους κατανοούσαν το πώς πρέπει να ζεστάνουν το σίδερο, που σίγουρα το κατανοούσαν, τότε μένουν μόνο δύο εξηγήσεις για τα “θαυματουργά” αποτελέσματα: είτε όντως ο Θεός παρενέβη για να αποκαλύψει την αθωότητα των κατηγορουμένων, είτε οι ιερείς διασφάλισαν ότι το σίδερο δεν ήταν καυτό. 

Στην πράξη, μπορεί και να μην είχε σημασία το αν οι βάσανοι ήταν όντως κρίσεις του Θεού ή αντιθέτως κρίσεις έξυπνων νομικών συστημάτων που αξιοποιούσαν τα κίνητρα των κατηγορούμενων για ποινικά αδικήματα ώστε να εξακριβώσουν αποτελεσματικά την αλήθεια. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: καλύτερη ποινική δικαιοσύνη, δόξα τω Θεώ.

-- 

Ο Peter Leeson είναι καθηγητής νομικής και οικονομικών στο George Mason University. Είναι μέλος του δικτύου στελεχών του FEE. 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 19 Οκτωβρίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.