Διδάγματα από την επανάσταση των ιδιωτικών σχολείων στη Νιγηρία

Διδάγματα από την επανάσταση των ιδιωτικών σχολείων στη Νιγηρία

Του James Tooley

Τα νέα πορίσματα των σχετικών ερευνών δίνουν ακόμη περισσότερα επιχειρήματα υπέρ της επανάστασης των ιδιωτικών σχολείων χαμηλού κόστους που σήμερα σαρώνει τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Οι συνεπαγωγές όμως για τη διεθνή βοήθεια μπορεί να είναι λιγότερο θετικές.

Μια έρευνα από την πολιτεία του Λάγος στη Νιγηρία που χρηματοδοτήθηκε από το βρετανικό Department for International Development (DFID), επιχείρησε να συγκρίνει τα κρατικά σχολεία με τα ιδιωτικά, χαμηλού κόστους σχολεία, μεταξύ των οποίων και αυτά που διοικούνται από την Bridge International Academies, μια αμερικανική εταιρεία που διαχειρίζεται εκατοντάδες σχολεία στην Κένυα και την Ουγκάντα. Το 2015, το DFID επιχορήγησε με 3,45 εκ. λίρες την Bridge θέλοντας να δει αν αυτό το δώρο από τους Βρετανούς φορολογουμένους θα αποδώσει ανάλογη αξία.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί εδώ ότι στην πολιτεία του Λάγος, όπως καταδεικνύουν οι έρευνες, το 70% των παιδιών ηλικίας 5 με 14 ετών παρακολουθούν ιδιωτικά σχολεία. Μια απογραφή του 2010 μέτρησε 12.098 ιδιωτικά σχολεία με 1,4 εκατομμύρια παιδιά εγγεγραμμένα σ' αυτά. Δεδομένης της πληθυσμιακής αύξησης στο Λάγος, σήμερα εκτιμάται πως λειτουργούν πάνω από 16.000 ιδιωτικά σχολεία, η πλειονότητα των οποίων πιθανότατα είναι χαμηλού κόστους.

Το DFID γνώριζε ότι τα ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους στο Λάγος, όπως και σε άλλες μεγάλες αστικές περιοχές της Αφρικής και της Ασίας, αποτελούν ένα εξαιρετικά σημαντικό μέρος της παροχής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που αφορά τις φτωχές κοινότητες.

Έτσι, το 2013 ο φορέας σχεδίασε ένα πενταετές πρόγραμμα που ονομάστηκε DEEPEN (Developing Effective Private Education in Nigeria - Αναπτύσσοντας Αποτελεσματική Ιδιωτική Εκπαίδευση στη Νιγηρία) με στόχο τη βελτίωση της ιδιωτικής αγοράς εκπαίδευσης, ιδίως μέσω της συνεργασίας με το κράτος για τη δημιουργία ενός κατάλληλου ρυθμιστικού περιβάλλοντος.

Το συνολικός προϋπολογισμός του προγράμματος έφτανε τα 16 εκατομμύρια λίρες. Από αυτά, πάνω από το 20% (3,45 εκ.) χορηγήθηκε στις Bridge International Academies, που δραστηριοποιήθηκαν έτσι στη Νιγηρία ιδρύοντας μέχρι τη διεξαγωγή της έρευνας 37 σχολεία.

Κάποιοι θεώρησαν περίεργο το γεγονός ότι ένα τόσο μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού αυτής της διεθνούς βοήθειας πήγε σε μία αμερικανική εταιρεία ώστε αυτή να ιδρύσει νέα ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους. Ήδη υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός ιδιωτικών σχολείων χαμηλού κόστους στην πολιτεία του Λάγος, με χιλιάδες από αυτά να είναι οργανωμένα σε ενώσεις.

Αυτές οι ενώσεις προσπαθούν να βελτιώσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης στα σχολεία τους μέσω της εκπαίδευσης και της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Δεν θα μπορούσαν αυτές να επωφεληθούν εφόσον υπήρχαν διαθέσιμα χρήματα;

Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι η Bridge ανέπτυσσε ένα μοντέλο που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πολύ ευρύτερα σε όλη τη Νιγηρία. Δεν θα μπορούσαν όμως άραγε τα ήδη υπάρχοντα ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους και οι ενώσεις τους να κάνουν το ίδιο; Κατά μία έννοια το DFID έκανε κάτι το πολύ σύνηθες για κρατικό φορέα - επέλεξε τους νικητές.

Πώς λοιπόν τα πήγαν οι νικητές;

Τα 37 σχολεία της Bridge συγκρίθηκαν με αντίστοιχα υπάρχοντα ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους καθώς και με κρατικά σχολεία. Τα παιδιά εξετάστηκαν στη γραφή, την ανάγνωση και την αριθμητική και συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια για να γίνει καλύτερα κατανοητό το οικογενειακό τους υπόβαθρο.

Σε ό,τι αφορά την γραφή και την ανάγνωση τα σχολεία της Bridge κατέκτησαν την κορυφή. Τα κρατικά σχολεία είχαν τις χειρότερες επιδόσεις, και τα ήδη υπάρχοντα ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους βρέθηκαν στη δεύτερη θέση. Στα σχολεία της Bridge, το 80% των μαθητών είχαν επιδόσεις ανώτερες του μέσου όρου της έρευνας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στα ήδη υπάρχοντα ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους ήταν 62%. Το ποσοστό για τα κρατικά σχολεία ήταν μόλις 18%.

Τα ποσοστά της Bridge - αλλά και των ήδη υπάρχοντων ιδιωτικών σχολείων - είναι εντυπωσιακά.

Χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια από διεθνείς φορείς, είναι ξεκάθαρο πως τα ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους έχουν πολύ καλύτερες επιδόσεις απ' ό,τι τα κρατικά σχολεία - τα οποία λαμβάνουν διεθνή βοήθεια εδώ και δεκαετίες, επιπλέον της υφιστάμενης κρατικής χρηματοδότησης.

Σε ό,τι αφορά την αριθμητική όμως, συμβαίνει κάτι ενδιαφέρον. Τα κρατικά σχολεία έχουν τη χειρότερη επίδοση. Καμία έκπληξη εδώ. Αλλά δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στα σχολεία της Bridge και στα ήδη υπάρχοντα ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους. Στα σχολεία της Bridge, το 62% των παιδιών είχαν επιδόσεις άνω του μέσου όρου του δείγματος, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στα ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους είναι 64%. Το ποσοστό των κρατικών σχολείων είναι μόλις 24%.

Αυτό σημαίνει ότι, ως προς τον λόγω αξίας / χρήματος για τους γονείς, μετά το οικογενειακό υπόβαθρο, η έρευνα βρήκε ότι το να σταλεί ένα παιδί σε ένα σχολείο της Bridge αποδίδει περισσότερη αξία για τα δαπανηθέντα χρήματα στην εγγραμματοσύνη, αλλά όχι στην αριθμητική.

Η Bridge μπορεί να παρηγορηθεί με ένα άλλο πόρισμα της έκθεσης. Η προσέγγισή τους περιέπλεξε κάτι που οι ερευνητές θεωρούν δεδομένο: οι ακαδημαϊκές επιδόσεις ποικίλουν ανάλογα με τον οικογενειακό πλούτο. Όσο φτωχότερη είναι μια οικογένεια, τόσο χαμηλότερες είναι οι επιδόσεις των παιδιών της.

Ως προς την εγγραμματοσύνη, η Bridge έσπασε αυτή τη σύνδεση - η νέα έρευνα δεν καταδεικνύει κάποια σημαντική διαφορά στις επιδόσεις των εξετάσεων μεταξύ των παιδιών από οικογένειες με διαφορετικό βαθμό πλούτου. Μπορεί κανείς να υποθέσει πως η Bridge υπερέβη αυτό το πρόβλημα μέσω των συνεπών διδακτικών της μεθόδων, των καταγεγραμμένων σχεδίων μαθημάτων, της τυποποιημένης αξιολόγησης και ούτω καθεξής.

Στα συμπεράσματά της, η έρευνα προσπαθεί να είναι αισιόδοξη:

«Υπάρχουν κάποιοι θετικοί ενδείκτες για την επένδυση του DFID στην Bridge: Η εκπαίδευση που παρέχει η Bridge συσχετίζεται με καλύτερες επιδόσεις στην εγγραμματοσύνη σε σύγκριση με τις εναλλακτικές που προσφέρουν άλλα ιδιωτικά σχολεία… Όμως, …η εκπαίδευση που παρέχει η Bridge είναι εξίσου καλή με αυτή που παρέχουν άλλα ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους σε ό,τι αφορά την αριθμητική».

Στην αργκό της πολιτικής, οι επιχορηγήσεις και οι δωρεές συχνά ονομάζονται «επενδύσεις» σαν να υπήρχε κάποια πιθανότητα επιστροφής κερδών επί της χρηματοδότησης. Πέρα από το γλωσσικό όμως ζήτημα, μπορούμε να αναρωτηθούμε αν ήταν σωστή η πρακτική της βρετανικής κυβέρνησης να υποστηρίξει μια εταιρεία από το εξωτερικό, όταν υπάρχει ένα τόσο τεράστιο αναξιοποίητο δυναμικό στα ήδη υπάρχοντα ιδιωτικά σχολεία χαμηλού κόστους.

Όπως είναι προφανές, είμαι μεγάλος οπαδός της Bridge. Όχι και τόσο όμως της πρακτικής των κρατικών φορέων διεθνούς βοήθειας να προσπαθούν να επιλέγουν νικητές.

Προσωπικά, είμαι διεθνής υποστηρικτής μίας από αυτές τις ενώσεις, της AFED (Association of Formidable Education Development).

Η διαφορά ανάμεσα στην Bridge και τα άλλα ιδιωτικά σχολεία δεν είναι στατιστικώς σημαντική σε αντίθεση με την αντίστοιχη μεταξύ της Bridge και των κρατικών σχολείων. Κάθε ένα από τα γενικά αποτελέσματα συνεχίζει να ισχύει και μετά τον συνυπολογισμό των παραμέτρων που αφορούν το υπόβαθρο των μαθητών.

--

Ο James Tooley είναι μέλος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου του Institute of Economic Affairs και καθηγητής εκπαιδευτικής πολιτικής στο πανεπιστήμιο του Newcastle upon Tyne.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Οκτωβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».