Ας αποχαιρετίσουμε τη διαδικτυακή ουδετερότητα και ας καλωσορίσουμε τον ανταγωνισμό

Ας αποχαιρετίσουμε τη διαδικτυακή ουδετερότητα και ας καλωσορίσουμε τον ανταγωνισμό

Του Jeffrey A. Tucker*

Επιτέλους, με το τέλος της “διαδικτυακής ουδετερότητας”, σύντομα θα έρθει ο ανταγωνισμός στον κλάδο που μας παρέχει διαδικτυακές υπηρεσίες. Μπορεί να αποκτήσουμε τη δυνατότητα να διαλέξουμε ανάμεσα σε ένα εύρος διαφορετικών πακέτων - άλλα μινιμαλιστικά, άλλα μαξιμαλιστικά - ανάλογα με το πώς χρησιμοποιούμε την υπηρεσία. Διαφορετικά, θα μπορούμε να διαλέξουμε ένα πακέτο που χρεώνει βάσει μόνο του τι καταναλώνουμε, αντί να πληρώνουμε όλοι αδιακρίτως το ίδιο τέλος.

Ο σοσιαλισμός στο διαδίκτυο πέθανε - ζήτω οι δυνάμεις της αγοράς!

Αφού επιτέλους επιτραπεί η τιμολόγηση βάσει της αγοράς, θα μπορέσουμε να δούμε νέες εισόδους στον κλάδο, καθώς η καινοτομία θα γίνει για πρώτη φορά οικονομικά επικερδής. Ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός θα οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε καινοτομία και μείωση των τιμών. Οι καταναλωτές θα μπουν στη θέση του οδηγού και δεν θα σέρνονται παρακαλώντας για υπηρεσίες και πληρώνοντας οτιδήποτε απαιτεί ο πάροχος.

Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Tηλεπικοινωνιών (FCC) Ajit Pai έχει απόλυτο δίκιο: “Σύμφωνα με την πρότασή μου, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα σταματήσει να κάνει micromanagement στο διαδίκτυο. Αντίθετα, η FCC απλώς θα ζητά από τους παρόχους διαδικτυακών υπηρεσιών και είναι διαφανείς ως προς τις πρακτικές τους έτσι ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να αγοράσουν το πρόγραμμα υπηρεσιών που τους ταιριάζει καλύτερα”.

Μία Fed για τις Τηλεπικοινωνίες

Οι παλιοί κανόνες που προωθήθηκαν από τη διακυβέρνηση Obama είχαν κλειδώσει τον κλάδο μέσω ρυθμίσεων που βοηθούσαν μόνο τους ήδη υφιστάμενους παρόχους υπηρεσιών και τις μεγάλες υπηρεσίες παροχής περιεχομένου Οι τότε αρμόδιο χαρακτήρισαν αυτές τις ρυθμίσεις “θρίαμβο της ελεύθερης έκφρασης και των δημοκρατιών αρχών” - στην πραγματικότητα επρόκειτο ακριβώς για το αντίθετο. Ήταν μια προσπάθεια απόκτησης εξουσίας. Δημιούργησε ένα καρτέλ της επικοινωνίας στο διαδίκτυο κατά τον ίδιο τρόπο που το τραπεζικό σύστημα λειτουργεί υπό την Κεντρική Τράπεζα.

Η δικτυακή ουδετερότητα υποστηρίχθηκε από όλα τα μεγάλα ονόματα της παροχής περιεχομένου, από την Google ως τη Yahoo, κι από τη Netflix ως την Amazon. Είχε τη σιωπηρή υποστήριξη των μεγαλύτερων παρόχων διαδικτυακών υπηρεσιών, της Comcast και της Verizon. Η διαφορετική άποψη, αντιθέτως αντιπροσωπευόταν από μικρούς παίκτες στον κλάδο, από παρόχους hardware όπως η Cisco, από δεξαμενές σκέψης υπέρ της ελευθερίας των αγορών και αμερόληπτους καθηγητές, καθώς και μια μικρή ομάδα συγγραφέων και ειδημόνων που γνώριζαν ένα-δυο πράγματα για την ελευθερία και τα οικονομικά των ελεύθερων αγορών.

Το γενικό κοινό θα έπρεπε να ξεσηκωθεί διαμαρτυρόμενο, αλλά οι άνθρωποι σε μεγάλο βαθμό αγνοούσαν τι συμβαίνει στο ζήτημα της διαδικτυακής ουδετερότητας. Οι καταναλωτές φαντάζονταν ότι θα αποκτούσαν πρόσβαση ελεύθερη από λογοκρισία και χαμηλές τιμές. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Να τι συνέβη στην πραγματικότητα. Οι υφιστάμενοι ηγέτες της πιο συναρπαστικής τεχνολογίας παγκοσμίως αποφάσισαν να κλειδώσουν τις ισχύουσες συνθήκες αγοράς για να προστατευτούν έναντι αναδυόμενων νέων παικτών σε μια αγορά που αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς. Η επιβολή ενός κανόνα ενάντια στον περιορισμό της ταχύτητας διακίνησης περιεχομένου (content throttling) ή της χρήσης του συστήματος των τιμών της αγοράς για την κατανομή των πόρων εύρους ζώνης προστατεύει έναντι καινοτομιών που θα μπορούσαν να διαταράξουν το κατεστημένο.

Οι γίγαντες του κλάδου

Αυτό που παρουσιάστηκε ως οικονομική δικαιοσύνη και εκπληκτική χάρη προς τους καταναλωτές, ήταν στην πραγματικότητα ένα δόλωμα που έριξαν οι γίγαντες του κλάδου επιδιώκοντας την ανεμπόδιστη πρόσβαση στα πορτοφόλια μας και τον τερματισμό των απειλών του ανταγωνισμού στην εξουσία που είχαν επί της αγοράς.

Ας έρθουμε στη θέση των μεγάλων παρόχων περιεχομένου, όπου μπορούμε να δούμε πώς λειτουργούν τα ειδικά συμφέροντα. Η Netflix, η Amazon και οι υπόλοιποι δεν θέλουν οι πάροχοι να χρεώνουν τις ίδιες ή τους καταναλωτές τους για το περιεχόμενό τους που δεσμεύει μεγάλο εύρος ζώνης. Θα προτιμούσαν οι ίδιοι οι πάροχοι να απορροφούν τα υψηλότερα κόστη μιας τέτοιας χρήσης. Είναι απολύτως σαφές ότι τους συμφέρει να πείσουν την κυβέρνηση να κάνει παράνομη τη διάκριση τιμών. Αυτό σημαίνει ότι το επιχειρηματικό τους μοντέλο δεν θα απειλείται.

Αναλόγως, σας φανταστούμε ότι μια επιχείρηση πώλησης επίπλων μπορούσε να φορτώσει όλα τα μεταφορικά της κόστη στον κλάδο των μεταφορών - ότι με κάποιο κρατικό διάταγμα, οι φορτηγατζήδες δεν θα επιτρεπόταν να χρεώνουν περισσότερα ή λιγότερα είτε μετέφεραν μόνο μια καρέκλα, είτε ένα ολόκληρο νοικοκυριό. Θα υποστήριζαν οι πωλητές επίπλων μια τέτοια εξέλιξη; Εννοείται! Θα την ονόμαζαν “επιπλική ουδετερότητα” και θα την πουλούσαν στο κοινό ως ένα μέσο αποτροπής του ελέγχου των επίπλων από τον μεταφορικό κλάδο.

Αυτό όμως αφήνει αναπάντητο το ερώτημα γιατί η αντίθετη φωνή από τους παρόχους (τους φορτηγατζήδες στην αναλογία μας) θα έμενε σιωπηλή ή θα στήριζε ήσυχα μια τέτοια αλλαγή των κανόνων. Εδώ είναι που τα πράγματα γίνονται περίπλοκα. Μετά από πολλά χρόνια πειραματισμού στην παροχή διαδικτυακών υπηρεσιών - από τις εποχές που πήγαμε από τηλεφωνικές dial-up επίγειες γραμμές σε συνδέσεις Τ1 κι από κει στην κάλυψη 4G και 5G - o (μέχρι τώρα) νικητής στην αγορά αυτή υπήρξαν οι εταιρείες καλωδιακής σύνδεσης. Οι καταναλωτές προτιμούν την ταχύτητα και το εύρος ζώνης έναντι όλων των υφιστάμενων επιλογών.

Τι θα συμβεί όμως στο μέλλον; Τι είδους υπηρεσίες θα αντικαταστήσουν τις υπηρεσίες καλωδιακής σύνδεσης, που ουσιαστικά είναι μονοπώλια λόγω των ειδικών προνομίων που απολαμβάνουν από τις πολιτείες και τις τοπικές αρχές; Δεν είναι εύκολο να πούμε με βεβαιότητα, αλλά έχουν διατυπωθεί κάποιες εντυπωσιακές ιδέες. Τα κόστη πέφτουν για κάθε είδους ασύρματα και ίσης κατανομής συστήματα.

Η αύξηση του κόστους

Μια ισχυρή εταιρεία όπως η Comcast και η Verizon με κυρίαρχη θέση στην αγορά, ουσιαστική αντιμετωπίζει δύο απειλές στο επιχειρηματικό της μοντέλο. Πρέπει να κρατά σταθερή την υφιστάμενη βάση καταναλωτών της και πρέπει να προστατεύεται έναντι των νεοφερμένων που επιδιώκουν να κλέψουν καταναλωτές από αυτήν.

Για τις κατεστημένες εταιρείες, ένας κανόνας όπως η διαδικτυακή ουδετερότητα μπορεί να αυξάνει τα επιχειρηματικά κόστη, αλλά έχει κι ένα φανταστικό αντάλλαγμα: οι μελλοντικοί πιθανοί ανταγωνιστές τους έχουν να αντιμετωπίσουν τα ίδια κόστη. Οι εταιρείες αυτές είναι σε πολύ καλύτερη θέση να απορροφήσουν τα υψηλότερα κόστη απ' ό,τι εκείνες που τώρα προσπαθούν να ανέλθουν. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να επιβραδύνουν τις εξελίξεις, να παγώσουν τις επενδύσεις τους σε οπτικές ίνες, και γενικώς να αναπαυθούν στις δάφνες τους.

Πώς όμως μπορούν να πουλήσουν ένα τέτοιο νεφελώδες σχέδιο; Με τον να καλλιεργήσουν καλές σχέσεις με τους ρυθμιστές. Υποστηρίζοντας κατ' αρχήν την ιδέα, με κάποιες επιφυλάξεις, ενώ προσπαθούν να μεταβάλουν τη νομοθεσία προς το συμφέρον τους. Ξέρουν πολύ καλά ότι αυτό αυξάνει τα κόστη στους νέους ανταγωνιστές. Όταν ο νόμος ψηφιστεί, τότε τον χαρακτηρίζουν “ψήφο υπέρ του ανοιχτού διαδικτύου” που “θα διατηρήσει το δικαίωμα της ελεύθερης επικοινωνίας”.

Η απατηλή ουδετερότητα

Αν όμως κοιτάξουμε προσεκτικά τα αποτελέσματα, θα δούμε ότι στην πραγματικότητα συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η διαδικτυακή ουδετερότητα έκλεισε τον ανταγωνισμό στην αγορά βάζοντας το κράτος και τους υποστηρικτές του από τις επιχειρήσεις στη θέση να αποφασίζουν το ποιος μπορεί και δεν μπορεί να μπει στην αγορά. Δημιούργησε εμπόδια εισόδου σε νέες εταιρείες, ενώ λειτούργησε ως μια τεράστια επιδότηση των μεγαλύτερων και πιο καλά εγκατεστημένων παρόχων περιεχομένου.

Ποια είναι λοιπόν τα κόστη για μας τους υπολοίπους; Οι τιμές στις διαδικτυακές υπηρεσίες δεν μειώθηκαν. Οι λογαριασμοί αυξήθηκαν και ο ανταγωνισμός ελαχιστοποιήθηκε. Επιβραδύνθηκε ο ρυθμός της τεχνολογικής πρόοδο λόγω της μείωσης του ανταγωνισμού που επέφερε η επιβολή του κανόνα αυτού. Με άλλα λόγια, ήταν μια συνήθης κρατική ρύθμιση: τα περισσότερα κόστη παρέμεναν αόρατα, και τα οφέλη συγκεντρώθηκαν στα χέρια της ιθύνουσας τάξης.

Υπήρξε και μια πρόσθετη απειλή: η FCC χαρακτήρισε το διαδίκτυο ως δημόσια ωφέλεια, εξέλιξη που έδωσε το κράτος τη δυνατότητα να το ελέγχει πλήρως. Σκεφτείτε τι συνέβη στην αγορά ιατρικής φροντίδας, που σήμερα ανήκει εξ ολοκλήρου σε ένα μη ανταγωνιστικό καρτέλ. Αυτό ήταν το μέλλον του διαδικτύου υπό το καθεστώς της διαδικτυακής ουδετερότητας.

Στα τσακίδια λοιπόν. Τέρμα ο κρατικός έλεγχος του κλάδου. Τέρμα ο συντονισμός των τιμολογήσεων. Τέρμα η χρήση της κρατικής εξουσίας από τους μεγαλύτερους παίκτες για να προστατεύσουν τις μονοπωλιακές τους δομές.

Βραχυπρόθεσμα, η αλλαγή αυτή από την FCC δεν σημαίνει την άμεση ανάδυση μιας ελεύθερης αγοράς για υπηρεσίες διαδικτύου. Αλλά είναι ένα βήμα. Αν αφήσουμε αυτό το πείραμα φιλελευθεροποίησης να λειτουργήσει για λίγα χρόνια, θα δούμε μαζικές νέες εισόδους στον κλάδο. Όπως με κάθε άλλο αγαθό ή υπηρεσία που παρέχεται από τις δυνάμεις της αγοράς, οι καταναλωτές θα ωφεληθούν από την καινοτομία και τη μείωση των τιμών.

Το τέλος της διαδικτυακής ουδετερότητας είναι η καλύτερη επιμέρους πρωτοβουλία απορρύθμισης που έχει αναλάβει μέχρι σήμερα η διακυβέρνηση Trump. Η ταυτόχρονη, αντιφατική και οικονομικώς παράλογη προσπάθεια του Υπουργείου Δικαιοσύνης να σταματήσει τη συγχώνευση της Time/Warner και της AT&T - που μπορεί απλώς να είναι μια προσπάθεια της κυβέρνησης να τιμωρήσει το CNN και συνεπώς μια κατάχρηση της προεδρικής εξουσίας - είναι ένα άλλο ζήτημα, για μια άλλη ώρα.

Θα πρέπει να καλοδεχόμαστε την απορρύθμιση όπου τη βρίσκουμε.

--

Ο Jeffrey Tucker είναι Διευθυντής Περιεχομένου στο Foundation for Economic Education (FEE). Ακόμη, είναι Επικεφαλής Βιβλιοθήκης και ιδρυτής του Liberty.me, Διακεκριμένο Επίτιμο Μέλος του Mises Brazil, ερευνητής στο Acton Institute, σύμβουλος πολιτικής στο Heartland Institute, ιδρυτής του CryptoCurrency Conference, μέλος του εκδοτικού συμβουλίου της Molinari Review, σύμβουλος στην κατασκευάστρια εταιρεία εφαρμογών blockchain Factom, και συγγραφέας πέντε βιβλίων. Έχει γράψει 150 εισαγωγές σε βιβλία και πολλές χιλιάδες άρθρα που εμφανίστηκαν σε ακαδημαϊκές και μη εκδόσεις.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 22 Νοεμβρίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.