Από την Ουτοπία, στη Φάρμα των Ζώων

Από την Ουτοπία, στη Φάρμα των Ζώων

Του Alan Reynolds

“Σε μια κοινωνία όπως η δική μας… φαίνεται αρχικά τρελό να θέλει κανείς την επανάσταση. Κι αυτό γιατί έχουμε ό,τι θέλουμε. Ο σκοπός εδώ όμως είναι να μεταβάλουμε την ίδια τη βούληση ώστε οι άνθρωποι να μη θέλουν πια αυτά που θέλουν σήμερα… Το ζήτημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε… καταλήγει στο ερώτημα του αν… προκειμένου να απελευθερώσουμε αυτές τις ανάγκες, μια δικτατορία φαίνεται αναγκαία…”

- Herbert Marcuse, “Το τέλος της ουτοπίας” (1967) 

“Όλες οι 'θετικές' Ουτοπίες φαίνεται πως μοιάζουν στο ότι ευαγγελίζονται την τελειότητα ενώ ταυτόχρονα δεν μπορούν να προτείνουν την ευτυχία… Οι κάτοικοι των διάφορων Ουτοπιών κυρίως έχουν ως έγνοια να αποφεύγουν τους μπελάδες. Ζουν βαρετές, υποταγμένες, 'λογικές' ζωές, ελεύθερες όχι μόνο από τους καυγάδες, τις αναταραχές ή την κάθε είδους ανασφάλεια, αλλά και από το πάθος… Σχεδόν όλοι οι δημιουργοί της εκάστοτε Ουτοπίας μοιάζουν με τον άνθρωπο που έχει πονόδοντο και συνεπώς πιστεύει ότι η ευτυχία έγκειται στο να μην έχει πονόδοντο. Οι άνθρωποι αυτοί θέλουν να παραγάγουν μια τέλεια κοινωνία διαιωνίζοντας κάτι που είχε αξία ακριβώς επειδή υπήρξε προσωρινό. Η σοφότερη επιλογή θα ήταν να να πουν ότι υπάρχουν κάποιες γραμμές τις οποίες η ανθρωπότητα πρέπει να ακολουθήσει, ότι η γενική στρατηγική είναι καταγεγραμμένη αλλά η λεπτομερειακή προφητεία δεν είναι δουλειά μας. Όποιος προσπαθεί να φανταστεί την τελειότητα, απλώς αποκαλύπτει την κενότητά του.

- George Orwell, “Γιατί οι σοσιαλιστές δεν πιστεύουν στη διασκέδαση” (1943) 

“Αν μια άλλη ομάδα σύνδεσης πάρει τη θέση της θρησκευτικής - και η σοσιαλιστική σύνδεση φαίνεται να καταφέρνει να το κάνει - τότε θα υπάρχει η ίδια μισαλλοδοξία έναντι των ξένων προς την ομάδα όπως και κατά την εποχή των Θρησκευτικών Πολέμων”

- Sigmund Freud “Ψυχολογία της ομάδας και ανάλυση του Εγώ” (1921)

Η πραγματική κατανομή του εισοδήματος ή του πλούτου συχνά συγκρίνεται με ένα υποθετικό ιδεώδες (την Ουτοπία), αντί με την πραγματική εμπειρία της οποιασδήποτε χώρας την οποιαδήποτε εποχή.

Πολλοί Δυτικοί πίστευαν κάποτε ότι τα εισοδήματα ήταν σχεδόν ίσα στην πρώην Σοβιετική Ένωση για παράδειγμα, αλλά τώρα ξέρουμε ότι υπήρχαν ουσιώδη προνόμια για κάποιους εκλεκτούς λίγους - βάσει της πολιτικής τους ισχύος και όχι της οικονομικής τους συμβολής [1]. Ακόμη και πέρα από τη δωροδοκία και τη διαφθορά, στην υψηλά κλιμάκια του Κομμουνιστικού Κόμματος και της γραφειοκρατικής ελίτ προσφερόταν ειδική πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, την εκπαίδευση, την στέγαση και τα ειδικά καταστήματα. Γενικά, οι άνθρωποι στις πόλεις επιδοτούνταν εις βάρος των αγροτικών περιοχών.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, μόνο μια χούφτα Δυτικών αριστερών συνέχιζαν να υπερασπίζονται δικτατορίες όπως η Σοβιετική Ένωση του Stalin, η Κίνα του Μaο, η Κούβα του Castro, ή η Βόρεια Κορέα της φεουδαρχικής δυναστείας των Kim Jong-il/Kim Jong-un.

Τα τελευταία χρόνια, η προηγούμενη ρομαντική θεώρηση του κομμουνισμού από την Αριστερά μερικές φορές διασώθηκε πρόσκαιρα από τον χαρακτηρισμό παρόμοιων αυταρχικών καθεστώτων ως “σοσιαλιστικών” (η Βενεζουέλα του Chaves), που ακούγεται καλύτερο χωρίς να είναι. Άλλοι άρχισαν να βλέπουν ρομαντικά κάποια χρυσή εποχή στο παρελθόν. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η Χρυσή Εποχή της μεγαλύτερης ισότητας λέγεται πως ήταν ανάμεσα στο 1930 και το 1973. Παρ' όλα αυτά τα σχετικά εξισωτικά (δίκαια;) βάσανα του 1930-39 είναι δύσκολο να ιδωθούν ρομαντικά, για προφανείς λόγους, όπως και η μετά το 1973 στασιμοπληθωριστική κατάρρευση των αυταρχικών ελέγχων επί των τιμών του Nixon.

Συχνά κάποιοι αναφέρονται αόριστα στην κοινωνική δικαιοσύνη για να υποστηρίξουν ότι ένα μεγαλύτερο μέρος των οφελημάτων της οικονομίας (τροφή, στέγαση, υγεία κλπ) μπορεί και πρέπει να κατανέμεται από το κράτος και όχι από τις αγορές. Θεωρητικά, θα μπορούσαμε να παραδίδουμε όλο το εισόδημά μας σε δημοκρατικά εκλεγμένους αξιωματούχους και να τους αφήνουμε να αποφασίσουν αυτοί ποιος θα πάρει τι. Αλλά η κατανομή βάσει πολιτικών κριτηρίων δεν είναι κατ' ανάγκη δικαιότερη από την κατανομή βάσει οικονομικών κριτηρίων. Οι πολιτικές αγορές εξάλλου τείνουν να εφαρμόζουν μονολιθικές λύσεις, με μικρότερη ποικιλία και καινοτομία απ' ό,τι οι οικονομικές αγορές.

Όσοι σήμερα περιμένουν ότι οι πολιτικοί θα κάνουν διάφορα αγαθά ή υπηρεσίες “φτηνά” ή “δωρεάν” στην πραγματικότητα απλώς ζητούν από τους κρατικούς αξιωματούχους να υποχρεώσουν κάποιους άλλους να πληρώσουν. Οι τεχνητά χαμηλές τιμές όμως (για παράδειγμα για τα πανεπιστήμια ή τους γιατρούς) μεγεθύνουν τη ζήτηση και αποθαρρύνουν την προσφορά, γεγονός που καθιστά αναγκαίο κάποιος γραφειοκράτης να χρησιμοποιήσει κατανομή που δεν θα βασίζεται στις τιμές αλλά στη λογική του δελτίου, όπως λίστες αναμονής, κληρώσεις ή προνομιακή αντιμετώπιση εκείνων που έχουν τις καλύτερες πολιτικές επαφές.

Η μόνη εναλλακτική στην ελεύθερη αγορά είναι μια πολιτικά στημένη αγορά, κι αυτό αναπόφευκτα αποδεικνύεται κάτι που δεν είναι ούτε δίκαιο, ούτε ευχάριστο.

“Ο μόνος τρόπος να απαγορεύσει κανείς τις αγορές, είναι να τις καταστείλει διά βίας. Και εφόσον οι αγορές είναι αφαιρέσεις, η βία ασκείται κατά τον ανθρώπων. Έτσι, η εναλλακτική σε μια κοινωνία της αγοράς όπου όλοι υποχρεούνται να σέβονται τα δικαιώματα όλων των άλλων, είναι μια κοινωνία όπου αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία χρησιμοποιούν βία σε οποιονδήποτε μπορούν να το κάνουν χωρίς συνέπειες”.

- David R. Henderson, The Concise Encyclopedia of Economics.

[1] David R. Henderson, Robert M. McNab & Tamas Rozsas, “The Hidden Inequality of SocialismThe Independent Review (Χειμώνας 2005).

--

Ο Alan Reynolds είναι ερευνητής στο Cato Institute και πρώην διευθυντής οικονομικών ερευνών στο Hudson Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 5 Οκτωβρίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.