Η αγορά «διψά» για ψηφιακές δεξιότητες και δεν βρίσκει

Η αγορά «διψά» για ψηφιακές δεξιότητες και δεν βρίσκει

Του Γιάννη Παλιούρη

Εν μέσω ψηφιακής «ερήμου» περιπλανώνται οι ελληνικές εταιρείες στην προσπάθεια για εξεύρεση εργαζομένων με τις κατάλληλες δεξιότητες καθώς παρά το γεγονός ότι η ανεργία στη χώρα μας είναι σημαντικά υψηλότερη από ό,τι στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, υπάρχει μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς ικανοτήτων. Με άλλα λόγια, οι υποψήφιοι εργαζόμενοι στην Ελλάδα δεν διαθέτουν τις ψηφιακές ικανότητες που απαιτεί η αγορά

Αυτό είναι ένα από τα συμπεράσματα της έρευνας που διενήργησε η IDC με την χορηγία της Microsoft για την κατάσταση των ψηφιακών δεξιοτήτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.

Όπως επισημαίνεται οι περισσότερες εταιρείες στη χώρα μας αναφέρουν συγκεκριμένες ανεπάρκειες στις ψηφιακές δεξιότητες. Οι εν λόγω εταιρείες αναφέρουν πως αντιμετωπίζουν πολλά εμπόδια στο να τοποθετήσουν τους σωστούς ανθρώπους στα σωστά τμήματα, ενώ την μεγαλύτερη πρόκληση για αυτούς αποτελεί το να βρουν τις σωστές δεξιότητες για τις εκάστοτε τεχνολογίες.

Επιπλέον, οι εταιρείες αντιμετωπίζουν δυσκολίες με την ικανότητα των εργαζομένων να εκπαιδευτούν και με τις μη τεχνικές δεξιότητες. Αυτό δείχνει ότι, ενώ το σύστημα εκπαίδευσης παράγει πτυχιούχους, υπάρχουν πολλές ελλείψεις στις μη τεχνικές δεξιότητες όπως η προσαρμοστικότητα (η δυνατότητα εκμάθησης) και, ειδικότερα, οι τεχνικές γνώσεις. Σαν αποτέλεσμα το σύστημα εκπαίδευσης πιθανώς θα αντιμετωπίσει πίεση στο να προσφέρει μαθήματα που θα πληρούν τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.

Προς το παρόν, μόνο το 18,5% των ελληνικών εταιρειών δηλώνουν ότι οι εργαζόμενοί τους πληρούν πλήρως ή κατά πλειοψηφία τις απαιτήσεις που θέτουν για τις ψηφιακές δεξιότητες (ο μέσος όρος μεταξύ των χωρών που μετείχαν στην έρευνα είναι 32,2%).

Από την έρευνα της IDC προκύπτει ότι οι ελληνικές εταιρείες είναι γενικά πολύ θετικές σχετικά με τον αντίκτυπο του ψηφιακού μετασχηματισμού, με το 48,1% αυτών να θεωρεί ότι ως συνέπεια αυτού θα δημιουργηθούν παρά θα χαθούν θέσεις εργασίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ζήτηση για ψηφιακές δεξιότητες στην Ελλάδα οδεύει προς αύξηση, ωστόσο, το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα παρουσιάζει προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν σύντομα Οι εταιρείες στην Ελλάδα έχουν γενικά επίγνωση της σημασίας του ψηφιακού μετασχηματισμού (DX), αλλά μόνο το 11,1% έχουν προχωρήσει στην υλοποίηση των στρατηγικών τους στο κομμάτι αυτό. Καθώς, λοιπόν, αυξάνονται οι ανταγωνιστικές πιέσεις για δεξιότητες, η ικανότητα των εταιρειών να εκτελούν αναπτυξιακά πλάνα ενδέχεται να κατασταλεί από το συνδυασμό της μικρής αγοράς εργασίας και την επείγουσα ανάγκη της πρόσληψης καταρτισμένου προσωπικού.

Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι οι ψηφιακές δεξιότητες με σημαντικές αναντιστοιχίες ζήτησης - προσφοράς είναι οι δεξιότητες σχετικές με την κινητή τηλεφωνία (mobility) και οι δεξιότητες που σχετίζονται με το robotic process automation (RPA). Επιπλέον από την έρευνα προκύπτει ότι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα που μετείχε στην έρευνα, οι εταιρείες στην Ελλάδα στερούνται δεξιοτήτων στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης (AI) και του Διαδικτύου των Αντικειμένων (IoT).

Ως προς τους εταιρικούς τομείς η έρευνα της IDC διαπιστώνει ότι οι ελληνικές εταιρείες κρίνουν την έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων στους εργαζομένους ως ιδιαίτερα κρίσιμη στον τομέα των λειτουργιών (56,8%). Ο συγκεκριμένος τομέας αναφέρεται συστηματικά, από τους οργανισμούς της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που μετείχαν στην έρευνα, ως ο πιο προβληματικός. Οι τομείς του ανθρώπινου δυναμικού και των πωλήσεων είναι οι άλλοι τομείς που επηρεάζονται περισσότερο από το κενό στις ψηφιακές δεξιότητες.

Σε ό,τι αφορά τη μελλοντική αγορά εργασίας, οι εργαζόμενοι στον τομέα της πληροφορικής (χρήστες ψηφιακών συστημάτων και εφαρμογών) θα έχουν τη μεγαλύτερη ζήτηση στην Ελλάδα. Παραδόξως, ενώ οι ελληνικές εταιρείες είναι αισιόδοξες όσον αφορά την επιρροή του DX στον αριθμό των εργαζομένων τους, οι πιθανότητες να προσλάβουν επιπλέον προσωπικό στο μέλλον, σε κάθε επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων είναι λιγότερες από εκείνες των ομολόγων τους σε Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Αυτό το γεγονός αντιπροσωπεύει τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν ακόμα στην χώρα και όλες τις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Ελληνικές εταιρείες.

Οι ελληνικές εταιρείες αξιολογούν τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των λειτουργικών και επιχειρησιακών διαδικασιών ως το κύριο όφελος που προκύπτει από το αυξημένο επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων (51,9%) με δεύτερο όφελος τη βελτιωμένη διατήρηση προσωπικού (34,6%).

Επίσης οι εταιρείες στη χώρα μας προτιμούν να συνεργάζονται με τον τομέα της εκπαίδευσης συνολικά, όπως και με μεμονωμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα (64,2%). Τονίζουν επίσης τη σημασία που έχουν οι διεθνείς οργανισμοί (54%) για τη μείωση των ελλείψεων ψηφιακών δεξιοτήτων μέσω της διαδικασίας μετεκπαίδευσης. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα που μετείχε στην έρευνα, οι εταιρείες στην Ελλάδα δίνουν ιδιαίτερη σημασία στη συνεργασία με τους εθνικούς παράγοντες/φορείς διαμόρφωσης πολιτικής (37,0%) για την ελάττωση της έλλειψης δεξιοτήτων.

Περίπου το 51,9% των ελληνικών εταιρειών εφαρμόζουν προγράμματα αναβάθμισης δεξιοτήτων - ελαφρώς μικρότερο ποσοστό από το μέσο όρο (53,4%) των χωρών που μετείχαν στην έρευνα. Η αναβάθμιση εστιάζει κυρίως σε τεχνολογικές δεξιότητες.

Τέλος, οι ελληνικές εταιρείες υπολείπονται των αντίστοιχων χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που μετείχαν στην έρευνα ως προς την υιοθέτηση σύγχρονων λύσεων και τεχνολογιών, όπως Τεχνητή Νοημοσύνη, η επαυξημένη/εικονική πραγματικότητα (AR/VR) και τρισδιάστατη εκτύπωση (3D). Θετικό ωστόσο είναι το γεγονός ότι είναι πρώτες στη λίστα μεταξύ των άλλων χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στη χρήση blockchain και ιδίως στη χρήση εφαρμογών που αναπτύσσονται εσωτερικά (70,4%).

Σαν γενικό συμπέρασμα προκύπτει ότι οι ελληνικές εταιρείες αναμένεται να βρεθούν ενώπιος σημαντικού ελλείμματος στις ψηφιακές δεξιότητες στο εγγύς μέλλον, ιδιαίτερα στους τομείς της ασφάλειας, της αυτοματοποίησης και του mobility. Τομείς, δηλαδή, που θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της επόμενης ημέρας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη θέση τους σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον.