Περνώντας τον Ρουβίκωνα του Σκοπιανού

Περνώντας τον Ρουβίκωνα του Σκοπιανού

Του Νίκου Μελέτη

Διαβαίνει τον Ρουβίκωνα του Σκοπιανού η κυβέρνηση, υπογράφοντας τις 10.30 π.μ. στο χωριό Ψαράδες Πρεσπών την συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι δυο πρωθυπουργοί, μια  συμφωνία η οποία θέλει να κοιτάξει στο μέλλον, αλλά μένει με τα πόδια κολλημένα στην λάσπη του παρελθόντος

Ο Αλέξης Τσίπρας θα υποδεχθεί στους Ψαράδες τον πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ Ζάραν Ζάεφ, όπου θα γίνει η τελετή υπογραφής της συμφωνίας και κατόπιν θα περάσουν με σκάφος στην άλλη πλευρά της Μεγάλης Πρέσπας στο Οτέσοβο οπού θα παραταθεί επίσημο γεύμα από την σκοπιανή κυβέρνηση.

Οι Συνθήκες και οι Συμφωνίες αυτού του μεγέθους και τις ιστορικότητας ,δεν κρίνονται στην στιγμή. Κρίνονται στο βάθος χρόνου και στο πεδίο εφαρμογής τους και για τον λόγο αυτό οι Συμφωνίες  αυτές δεν πρέπει να αφήνουν κενά, ούτε φυσικά περιθώρια παρερμηνειών. Οι συμφωνίες αυτού του είδους δεν μπορεί να ακολουθούν την μπακαλίστικη λογική  δυο σου, δυο μου.

Δεν είναι θέμα αριθμητικής οι συμβιβασμοί που οδηγούν σε συμφωνίες αλλά θέμα σύνθεσης και αντιμετώπισης των προβλημάτων στην βάση τους.

Η Συμφωνία  η οποία υπογράφεται δεν κατόρθωσε να πετύχει την ισορροπία αυτή.

Η ελληνική κυβέρνηση ίσως πιστεύει ότι το ευρωατλαντικό μέλλον της ΠΓΔΜ  θα αποτελέσει το «δάσος» μέσα στο οποίο θα χαθούν, θα εξαφανισθούν τα «ζιζάνια» της μακεδονικής» εθνότητας και γλώσσας, η δυνατότητα συνέχισης χρήσης του «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» με τα ψιλά γράμματα να εξηγούν ότι πρόκειται περί διαφορετικής ερμηνείας που δίνεται στον όρο και στην ιστορικότητα του.

Όμως κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι και  τα επόμενα χρόνια στην ηγεσία της γειτονικής χώρας θα συνεχίσει να είναι ένας Ζάεφ και όχι ένας Γκρουέφσκι. Σε μια Ευρώπη μάλιστα που τα φαινόμενα ακραίων εθνικιστών και λαϊκιστών που  αναδεικνύονται στην εξουσία όλο και πληθαίνουν.

Κάθε γκρίζα ζώνη, κάθε κενό σημείο,από τα πολλά που υπάρχουν στην Συμφωνία, μπορεί να αποτελέσει την θρυαλλίδα μιας νέας σύγκρουσης αύριο, η οποία θα είναι πολύ πιο επώδυνη για την Ελλάδα, καθώς τότε πλέον δεν θα υπάρχει ο μοχλός πίεσης της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, καθώς η γειτονική χώρα  θα είναι πλήρες μέλος.

Η επίλυση μιας διαφοράς μεταξύ δυο χωρών δεν γίνεται για το παρόν, αλλά για το μέλλον.

Η συζήτηση που έχει γίνει με τα πολλά στραβά, με τις υπερβολές, τις ακρότητες, τα ψέματα, τις διαστρεβλώσεις, θα  συνεχίσει και στο μέλλον.

Εξάλλου η Συμφωνία που υπογράφεται στους Ψαράδες Πρεσπών, θα αρχίσει μεν να παράγει αποτελέσματα (με την αποστολή των επιστολών της Ελληνικής Κυβέρνησης προς το ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε.) αλλά η νομιμοποίηση της και επισημοποίηση της, θα γίνει μήνες μετά. Απαραίτητες προϋποθέσεις να κερδίσει το Δημοψήφισμα ο κ. Ζάεφ και να υλοποιήσει τις συνταγματικές αλλαγές και κατόπιν φυσικά  η κύρωση της από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Όμως κάθε άλλο παρά θα είναι εύκολο να ανατραπούν τα δεδομένα που δημιουργεί αυτή η Συμφωνία ακόμη κι αν καταρρεύσει στην διαδικασία κύρωσης είτε στην μια είτε στην άλλη πλευρά.

Σε ότι αφορά στην διαδικασία και στην συζήτηση στην Βουλή. Το ότι έγιναν τρομακτικά εγκληματικά λάθη στο παρελθόν, ότι υιοθετήθηκαν μη αποδεκτές θέσεις στην διάρκεια της εικοσαετούς διαπραγμάτευσης από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, δεν εξωραΐζουν ούτε δικαιολογούν και νομιμοποιούν σημερινές υποχωρήσεις, οι οποίες μάλιστα δεν περιορίζονται σε διαπραγματευτικά πλαίσια, αλλά αποτυπώνονται σε επίσημη Συμφωνία, η οποία δεσμεύει πλέον τις δυο χώρες.

Για τα κενά και τις γκρίζες ζώνες της Συμφωνίας έχουμε αναφερθεί από την πρώτη στιγμή: δεν μπορεί το αντάλλαγμα για μια γεμάτη εξαιρέσεις erga omnes χρήση ενός σύνθετου ονόματος που θα αποτελεί το συνταγματικό όνομα, να είναι η αναγνώριση «μακεδονικής» εθνότητας και γλώσσας.

Χωρίς να υποτιμάται η σημασία που θα έχει η ανατροπή ενός δυσμενούς τετελεσμένου όπως είναι η αναγνώριση της χώρας ως «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» από 140 χώρες και η διάθεση ενός τεράστιου πολιτικού και διπλωματικού κεφαλαίου από την Ελλάδα, δεν μπορεί να αποκρύβεται το υψηλό κόστος που δεσμεύεται να καταβάλλει η χώρα.

Η διαφοροποίηση του όρου «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» (ο οποίος θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται υπό όρους που προβλέπει η Συμφωνία)από την αρχαία ελληνική ιστορία, δεν συνιστά ακύρωση αλυτρωτισμού, διότι ο «Μακεδονισμός» δεν αφορά μόνο τον Μέγα Αλέξανδρο και την αρχαία ελληνική ιστορία. Ο αλυτρωτισμός είναι και η σύγχρονη μορφή του μετά το Ιλιντεν, το Κρουσόβο και την ANSOM (1944), όταν το σύνθημα δεν ήταν η διεκδίκηση του Βουκέφαλα και του Ήλιου της Βεργίνας που ακόμη φυσικά δεν είχε βρεθεί, αλλά η «απελευθέρωση και επανένωση της διαιρεμένης Μακεδονίας».

Συνεπώς η αναφορά σε «Μακεδονική εθνικότητα» αφορά Εθνότητα και όχι  εθνικότητα (καθώς αυτή συνδέεται και αποτυπώνει τον νομικό δεσμό με συγκεκριμένο κράτος π.χ. Hellenic Republic, εθνικότητα: Ελληνικη, Hellenic).

Όπως επίσης η αναγνώριση «μακεδονικής γλώσσας» με την επισήμανση ότι ανήκει στην σλαβική οικογένεια γλωσσών, καθόλου δεν αλλάζει το εξής: ότι η «μακεδονική» γλώσσα και η «Μακεδονική» ταυτότητα αναφέρονται σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, το σύνολο της Μακεδονίας και όχι στο «μέρος» που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει και αυτό είναι η «Βόρεια Μακεδονία»

Η καταγραφή αυτή συνιστά και μάλιστα με ελληνική «βούλα», αποδοχή «Μακεδονικής» εθνότητας και ταυτότητας, η οποία όσες αναφορές και αν υπάρξουν ότι  δεν έχει σχέση με την «αρχαία ελληνική ιστορία»(σ.σ. στην συμφωνία δεν γίνεται πουθενά επισήμανση για διαφοροποίηση από την «Αρχαία Μακεδονία»), δεν ακυρώνουν ούτε ανατρέπουν την αναγνώριση της βάσης και του πυρήνα του αλυτρωτισμού και του Μακεδονισμού.

Και για την κριτική που ασκείται από την κυβέρνηση για την αμέλεια των προηγουμένων κυβερνήσεων να περιλάβουν το θέμα της γλώσσας και της εθνότητας στην διαπραγμάτευση, υπάρχει μια πολύ απλή εξήγηση: Εγινε ήταν γιατί δεν ήταν πρόθυμες να την αποδεχθούν καθώς αποτελούσε τον απαράβατο όρο όλων των κυβερνήσεων της ΠΓΔΜ να διασφαλίσουν πρωτίστως το ζήτημα της «ταυτότητας».

Η Συμφωνία πλέον από σήμερα μπαίνει σε τροχιά δοκιμασίας στην πραγματική ζωή. Ας ελπίσουμε ότι οι ανησυχίες και οι φόβοι για  τις παγίδες που κρύβει αυτή η Συμφωνία, θα διαψευσθούν, για το καλό της χώρας και δεν θα δημιουργήσει μια νέα χαίουσα πληγή και μόνιμη εστία τριβών στα βόρεια  σύνορα μας.