Ο Ανδρουλάκης εν μέσω συμπληγάδων. Θα αντεπιτεθεί και στους δύο;

Ο Ανδρουλάκης εν μέσω συμπληγάδων. Θα αντεπιτεθεί και στους δύο;

Στη θερινή ραστώνη  κινείται η πολιτική ζωή παρά τις αναλαμπές που έφερε η μεταχρονολογημένη αποκάλυψη της προσπάθειας παγίδευσης  του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη. Οι αρχηγοί ετοιμάζονται για ανάσες δροσιάς παρά θιν αλός, και τα στελέχη  προσπαθούν με δευτερεύουσες δράσεις (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ  για νομοθετική κατοχύρωση του όρου γυναικοκτονία), να κρατήσουν το ενδιαφέρον του φιλοθεάμονος κοινού, το οποίο δικαίως περί  άλλων τυρβάζει (μαζί του και εμείς…).  

Νόμιμη η προσπάθεια του Ανδρουλάκη και των στελεχών του ΠΑΣΟΚ να αξιοποιήσουν την απόπειρα παγίδευσης, αλλά αυτή δεν έχει στην κοινή γνώμη το συνταρακτικό αποτέλεσμα που ανέμεναν. Ίσως φταίει ο καιρός των διακοπών. Ίσως το ότι δεν ζούμε στις ένδοξες αρχαϊκές εποχές των Τόμπρα και Μαυρίκη, όπου η δράση τους σαφώς ενοχοποιούσε τις αντίστοιχες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Είμαστε στην εποχή του πολυεθνικού ψηφιακού καλπασμού, όπου καθίσταται αρκετά δυσδιάκριτη η αρχική πηγή μιας παράνομης προσπάθειας.

Χωρίς φυσικά να εννοούμε  ότι δεν πρέπει να ανιχνευτεί για να εντοπισθεί η πηγή της. Όμως ο χρόνος  που έγινε η απόπειρα και η ιδιότητα του Ανδρουλάκη (ευρωβουλευτής και όχι πρώην υπουργός ώστε να έχουν «ράμματα για τη γούνα του),  αποδυναμώνουν τη δραματικότητα του γεγονότος και δεν «σκανδαλίζουν» το κοινό στον βαθμό που θα  αναλογούσε. Τότε ο Ανδρουλάκης ήταν απλώς ένας εκ των υποψηφίων Προέδρων του ΠΑΣΟΚ, και κάθε άλλο παρά ο πιο πιθανός. 

Παράλληλα το ενδιαφέρον του κοινού   το «γείωσε και ο ίδιος ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ , καθώς από την πρώτη στιγμή, παράλληλα με την στεντόρεια καταγγελία, δεν γνωστοποίησε τις αιτίες για  το καθυστερημένο της καταγγελίας. Έτσι πολλοί την ερμήνευσαν ως προσπάθεια να αναδειχθεί εκ νέου στον αφρό της δημοσιότητας, δεδομένου ότι τα δημοσκοπικά ποσοστά ελαφρώς καθεύδουν. Η αλήθεια είναι ότι η σχετική  υπηρεσία της ΕΕ ενεργοποιήθηκε μόλις τον Απρίλιο, και ο Ανδρουλάκης έδωσε το κινητό τον Ιούνιο για έναν εντελώς τυπικό έλεγχο. Αυτό όμως δεν μαθεύτηκε από την πρώτη στιγμή και η κοινή γνώμη επιδόθηκε στο σκωπτικό «τώρα το θυμήθηκε;».

Πάντως όσο σοβαρό και να είναι το γεγονός της απόπειρας παρακολούθησης ενός υποψηφίου Προέδρου, που τότε δεν ήταν παρά ένας ευρωβουλευτής, δεν αποτελεί  από μόνο του γεγονός τέτοιου μεγέθους, ώστε να καταστήσει  το κόμμα του τρίτο πόλο, διαζευκτικό  ανάμεσα  στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως ελπίζουν στο ΠΑΣΟΚ.

Ούτως ή άλλως δεν είναι εύκολο. Συνθλίβεται ανάμεσα  στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ. Από την κυβέρνηση διττά. Αφενός  η πολιτική της δεν είναι ακριβώς αυτό που καταγγέλλει ο ΣΥΡΙΖΑ ως «ακροδεξιά και νεοφιλεύθερη» (κουπόνια για διακοπές, για βενζίνη, για ρεύμα και 50 δις επιδοτήσεις, τροφοδοτούν γέλωτα όταν καταγγέλλονται ως απότοκα νεοφιλελεύθερης πολιτικής).  Αφετέρου γιατί και η προσπάθεια του Μητσοτάκη  να προσεταιριστεί στελέχη του ΠΑΣΟΚ (πχ Χριστοφιλοπούλου), δίνουν αίσθηση πολιτικής οικειότητας στο ακροατήριο του ΠΑΣΟΚ. 

Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ με τον κραυγαλέο λαϊκισμό του, έλκει εκείνο  το τμήμα του κοινού  που είναι «μπρουτάλ» αντιδεξιό,  χωρίς να πολυσκοτίζεται για «αποχρώσες» πολιτικές. Κατά πόσο δηλαδή η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ο διαχρονικός  πολιτικός του λόγος, εναρμονίζονται με το ηθικό φορτίο που υποτίθεται ότι αντιστοιχεί στην Κεντροαριστερά.

Πρόσφατα αναθάρρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ για το ενδεχόμενο σύγκλισης των δύο κομμάτων, επειδή  το ΚΙΝΑΛ στήριξε στη Βουλή την πρόταση Τσίπρα για το Ταμείο Ανάπτυξης,  και ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε  την πρωτοβουλία του  ΚΙΝΑΛ, καταθέτοντας και δικό του αίτημα,  για σύγκληση της Επιτροπής θεσμών για την προσπάθεια υποκλοπής. 

Ίσως ο Ανδρουλάκης θα πρέπει να συνειδητοποιήσει πως έχει δυο αντιπάλους εξίσου επικίνδυνους για το κόμμα του. Και θα πρέπει να απευθυνθεί εξίσου έντονα και στους δυο. Στη ΝΔ είναι εύκολο, καθότι ως κυβέρνηση ό,τι και να κάνει, επιδέχεται  αντιπολιτεύσεως.  Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε και αυτός κυβέρνηση, και δη αποτυχημένη, και παραλλήλως επιτέθηκε  στο ΠΑΣΟΚ ανοίκεια  επί δεκαετία. Καιρός να τα θυμηθεί ο πρόεδρος  του ΠΑΣΟΚ  και να απαντήσει καταλλήλως.  Και αυτό που γράφουμε (επειδή πάλι θα παρεξηγηθούμε) δεν απορρέουν από κάποια «πασοκοφροσύνη». Απορρέουν από αίσθηση δικαίου για τον αήθη  τρόπο με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτεύτηκε έναντι του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή για τον τρόπο που πολιτεύτηκε στη δημόσια ζωή.