Μητσοτάκης - Μπάιντεν: Μαθήματα στρατηγικής διπλωματίας

Μητσοτάκης - Μπάιντεν: Μαθήματα στρατηγικής διπλωματίας

Η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, προετοιμασία, ικανότητες, δεξιότητες, λειτουργικό θεσμικό πλαίσιο και ενίοτε ενισχύεται από το προσωπικό τάλαντο εκείνου που την διαχειρίζεται. Όμως πέρα απ’ όλα αυτά, υπάρχουν και οι εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες κρίσιμες συγκυρίες και τυχαία γεγονότα δύνανται να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και προωθητικά σε σχέση με τα αποτελέσματα που μπορούν να επιφέρουν όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις. 

Αναμφίβολα, λοιπόν, η επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον λαμβάνει χώρα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία που δεν εξαντλείται στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά προοιωνίζει τόσο δομικές αλλαγές στην παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφάλειας όσο και την αναδιάταξη των συνόρων ανάμεσα στον ελεύθερο δημοκρατικό κόσμο που εγγυάται τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια και τα αυταρχικά καθεστώτα που εφαρμόζουν αναθεωρητικές πολιτικές και θέτουν σε διακινδύνευση όσα θεωρούσαμε δεδομένα μέχρι τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η υψηλή ελληνική παρουσία στην Ουάσιγκτον καλείται να επικεντρώσει στη θετική διμερή ατζέντα, προκειμένου η Αθήνα να κεφαλαιοποιήσει τη συνεπή και αταλάντευτη δέσμευσή της στην Ατλαντική Συμμαχία και φυσικά την υπογραφή της πενταετούς Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας. Επομένως, η προκλητικότητα και ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας θα πρέπει να είναι μια παρεμπίπτουσα αναφορά που θα αντιδιαστέλλεται στον κρίσιμο γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας τόσο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Άλλωστε, ο Πρόεδρος  Ερντογάν έχει ήδη εκτεθεί πολιτικά απέναντι στα μέλη της Συμμαχίας και τα δύο υποψήφια για ένταξη κράτη, την στιγμή που ο ρώσος Πρόεδρος δηλώνει πλέον, ότι η ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ δεν είναι από μόνη της πρόβλημα. Επιπλέον, η Αλεξανδρούπολη δεν είναι μόνο κρίσιμος κόμβος για την αποθήκευση και επαναεριοποίηση του φυσικού αερίου με προστιθέμενη αξία για τα υπόλοιπα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη, αλλά και πύλη εισόδου για τα νατοϊκά και φυσικά τα αμερικανικά στρατεύματα με προορισμό τα ακραία σύνορα του ΝΑΤΟ. Με άλλα λόγια, η συγκυρία για την Αθήνα είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή ως «δεδομένος σύμμαχος», την στιγμή που η Άγκυρα φαίνεται πως πέφτει σε πολιτικές αστοχίες και διολισθαίνει στο γνωστό ανατολίτικο παζάρι που συνεπάγεται ελλείμματα αξιοπιστίας.

Επιπλέον, η ομιλία του Έλληνα Πρωθυπουργού στο Κογκρέσο με την ευκαιρία των διακοσίων ετών από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι μια εξαιρετική και σπάνια ευκαιρία για να επισημανθεί ενώπιον των δύο νομοθετικών σωμάτων των ΗΠΑ, όχι μόνο ο πολιτικός και πολιτισμικός δεσμός των δύο κρατών, αλλά κυρίως η θετική ατζέντα πάνω στην οποία μπορεί να δραστηριοποιηθεί το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑ, ώστε βραχυπρόθεσμα να επιδιωχθούν ακόμη καλύτερα αποτελέσματα στους τομείς της ενέργειας, του τουρισμού, και φυσικά στη συνεργασία σε επίπεδο τεχνολογιών αιχμής και στρατιωτικής τεχνολογίας. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι επίσης αυτονόητο ότι ο Πρωθυπουργός καλείται να «κερδίσει» το ακροατήριό του, Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους Αντιπροσώπους και Γερουσιαστές, ώστε να εγγράψει μια πολιτική υποθήκη για τη μελλοντική απήχηση των ελληνικών θέσεων στο Καπιτώλιο.

Περαιτέρω, επειδή οι εντυπώσεις στην πολιτική έχουν ημερομηνία λήξης, ο απολογισμός της επίσκεψης θα ήταν δίκαιο να γίνει σε βάθος χρόνου. Αυτό συμβαίνει, επειδή απαιτείται χρόνος, έστω κι αν αυτός είναι πολιτικά πυκνός, προκειμένου να εντοπίσουμε χειροπιαστά και μετρήσιμα αποτελέσματα που θα οφείλονται στην επίσκεψη του έλληνα Πρωθυπουργού. Υπό αυτή την έννοια, είναι σημαντικό να μετασχηματιστεί η Ελλάδα σε έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό και για τα αμερικανικά κεφάλαια.

Το δε αμερικανικό επενδυτικό ενδιαφέρον είναι ήδη καθυστερημένο, καθώς μέχρι σχετικά πρόσφατα συζητούσαμε σχεδόν αποκλειστικά για τη ρωσική και την κινεζική ανάμιξη, που φυσικά δεν περιορίζονται μόνο σε επενδυτικό επίπεδο. Προφανώς, ο πόλεμος στην Ουκρανία αφύπνισε τις ΗΠΑ αναφορικά με την αναζήτηση ασφαλών επενδυτικών προορισμών, ειδικά στο ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας. Συνεπώς, εκτός από τις επενδύσεις γενικά, εύλογα θα περιμένουμε μεγαλύτερη δέσμευση των ΗΠΑ στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου προκειμένου να εξασφαλιστεί η ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία.

Τέλος, οι προοπτικές συμπαραγωγής σε αμυντικά/στρατιωτικά προγράμματα είναι ένα διαρκές ζητούμενο για την Ελλάδα. Είτε πρόκειται για τα F-35 είτε για οποιοδήποτε άλλο τεχνολογικά προηγμένο οπλικό σύστημα, η Ελλάδα χρειάζεται την πρόσβαση σε τεχνολογίες αιχμής προκειμένου να καλύψει τον χρόνο και τα κενά που προκάλεσε η υπερδεκαετής οικονομική δυσπραγία.

*O Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ